Οι χριστιανοί συνήθως δεν
συνειδητοποιούμε σε ποιον Θεό πιστεύουμε. Έχουμε την εντύπωση ότι ή είναι μία
απρόσωπο δύναμη, την οποία θα συναντήσουμε όταν εξέλθουμε εκ του κόσμου τούτου,
ή ότι πρόκειται για τον Χριστό που έγινε άνθρωπος για να μας προσφέρει μία
διδασκαλία, την οποία, εφόσον προσπαθήσουμε να τηρήσουμε, θα γίνουμε καλοί
άνθρωποι και θα κληρονομήσουμε την βασιλεία των ουρανών. Αυτές οι θεωρήσεις
όμως δεν μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε ότι ο Θεός στον Οποίο πιστεύουμε δεν
είναι απλώς μία Δύναμη ή Κάποιος που ήρθε για να αλλάξει την ηθική και αξιακή
πορεία του κόσμου, αλλά ο Θεάνθρωπος Κύριος ο Οποίος κατέβηκε στα κατώτερα μέρη
της γης, δηλαδή «μέχρις Άδου ταμείων», για να σώσει τον άνθρωπο από τον θάνατο,
και την ίδια στιγμή ανέβηκε, επέστρεψε στον ουρανό παίρνοντας μαζί Του
αιχμάλωτη την κακία, την αμαρτία, το ψέμα, για να μην του επιτρέψει να αγγίξει
την ανθρώπινη φύση, εφόσον βεβαίως ο καθένας από εμάς αποφασίζει να Τον
ακολουθήσει στη ζωή του, όχι απλώς ηθικά και αξιακά, αλλά με όλη του την
καρδιά, με όλη του την ύπαρξη, με όλη του τη σκέψη και τη διάνοια. Αν δηλαδή
Του παραδοθεί ψυχή τε και σώματι και δεχθεί την αιχμαλωσία της χαράς, της
ελευθερίας και της αγάπης, που γεννώνται μέσα από την σχέση με τον Θεάνθρωπο
και που ξεκινούν να γίνονται πράξη όταν ο άνθρωπος αποδέχεται το βάπτισμα και εισέρχεται
στην Εκκλησία και τη ζωή της.
«Ο καταβάς αυτός εστί και ο
αναβάς υπεράνω πάντων του ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 10). «Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την
παρουσία του το σύμπαν». Ο απόστολος Παύλος περιγράφει το μυστήριο της συνάντησης
του Χριστού με την ανθρώπινη φύση, αυτό το οποίο το σχέδιο της θείας οικονομίας
είχε προετοιμάσει προ καταβολής κόσμου. Γιατί, κατά την πατερική μας παράδοση
(άγιος Γρηγόριος Νύσσης), ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε γενικά κατ’ εικόνα Θεού, διότι θα ήταν τότε μόνο μία
πνευματική ύπαρξη, όπως οι άγγελοι. Δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Χριστού, διότι ο Χριστός επρόκειτο να
προσλάβει την ανθρώπινη φύση, δηλαδή και τη σωματική διάσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία το μυστήριο του
βαπτίσματος, όπως και όλα τα άλλα δεν είναι απλώς μία πνευματική τελετή
αναπομπής προσευχών στον Θεό, αλλά περιλαμβάνει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη.
Υπάρχουν οι προσευχές και οι ευχές. Ο άνθρωπος όμως αγιάζεται και
σωματικά. Αλείφεται με λάδι, βαπτίζεται
στην κολυμβήθρα, κείρεται την κόμη της κεφαλής, λαμβάνει το αγιασμένο μύρο του
χρίσματος στο σώμα του, απολούζεται, αγιάζεται ψυχή τε και σώματι, διότι μετέχει
ως πλήρης ύπαρξη στον σταυρό, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Ανάλογα
και στα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας συνυπάρχουν το πνευματικό με το σωματικό
στοιχείο. Γι’ αυτό και ο αγιασμός του
ανθρώπου δεν περιορίζεται στην διάνοια, αλλά απλώνεται σε όλη την ύπαρξη. Γι’ αυτό και το σώμα του ανθρώπου είναι ναός του Αγίου Πνεύματος.
Αυτή η θέαση της ζωής και του
ανθρωπίνου προσώπου έχει μοναδική σημασία για τη ζωή όλων μας. Ζωή και θάνατος
αγιάζονται από τον Χριστό. Το πρόσωπό μας. Τα έργα μας. Ο τόπος και ο χρόνος
μας. Αρκεί να επιλέξουμε τον αγώνα να αιχμαλωτίσουμε κι εμείς την αμαρτία, το
κακό, τον θάνατο στη ζωή μας πιστεύοντας και κοινωνώντας τον Χριστό. Αυτός
είναι ο δύσκολος δρόμος. Ο εύκολος είναι να επιλέξουμε αυτό που ζητά ο κόσμος.
Είτε την απολυτοποίηση του σώματος είτε του πνεύματος. Και το μεν σώμα το
φροντίζει και το θάλπει ο πολιτισμός μας. Το καλλωπίζει, το ντύνει με ξεχωριστό
τρόπο, το συντηρεί με την ιατρική, το καθοδηγεί σε ό,τι αφορά στη διατροφή του,
το διασκεδάζει, το ωθεί στην αναζήτηση της ηδονής, είτε αυτή έχει να κάνει με τις αισθήσεις και την ικανοποίηση των
επιθυμιών μας, προκειμένου να είμαστε ευτυχισμένοι, είτε με τον θρίαμβο του θυμού, δηλαδή της επιθυμίας να
κυριαρχούμε, να γίνεται αυτό που εμείς νομίζουμε δίκαιο και σωστό, σύμφωνα όμως
με τα δικά μας κριτήρια ή τα ανθρωποκεντρικά του πολιτισμού μας ή του
ισχυροτέρου. Ο πολιτισμός μας, εξάλλου, φροντίζει το πνεύμα με το να το
μορφώνει, να του ικανοποιεί την ανάγκη για σκέψη και ελεύθερους ορίζοντες ή με
το να μην του αφήνει περιθώριο να σκεφτεί τον Θεό, διότι «πρέπει» να προχωρεί
χωρίς προσκολλήσεις στο παρελθόν. Κριτήριο η γνώση. Όσα περισσότερα γνωρίζει ο άνθρωπος,
τόσο πιο σοφός είναι. Μόνο που η γνώση δεν έχει να κάνει με τον Θεό και το
νόημα της αιωνιότητας, αλλά με την ανακάλυψη των μυστηρίων και των δυνατοτήτων
του κόσμου τούτου. Όλα όμως αυτά τερματίζονται στον θάνατο.
Πιστεύουμε στον Γεννηθέντα και
Βαπτισθέντα Κύριό μας. Αυτόν που ήρθε να μας αγιάσει υπαρξιακά και να μας
αιχμαλωτίσει με τη χαρά, την ελευθερία, την αγάπη. Να μας κάνει δηλαδή να
βγούμε από την αυτάρκεια είτε του σώματος είτε του πνεύματος είτε του
συγκερασμού και των δύο άνευ Θεού, και να μας οδηγήσει στην γνήσια, υπαρξιακή
σχέση με τον Επιφανέντα Τριαδικό Θεό. Και μας έχει αφήσει ως παρακαταθήκη την
Εκκλησία στην οποία ο αγιασμός γίνεται πράξη με την παρουσία του Ίδιου του
Χριστού, όχι μόνο όταν προσευχόμαστε ή κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του, αλλά
και σε κάθε στιγμή της ζωής μας στην οποία Τον αναζητούμε. Μένει να αποφασίσουμε
ότι μόνο στη ζωή της πίστης υπάρχει η ισορροπία και η ενότητα σώματος και
πνεύματος, που δεν αποσκοπεί όμως στην πρόσκαιρη χαρά της ηδονής ή στην
αυτόνομη γνώση, αλλά στον καθαγιασμό όλων των σκέψεων και των έργων μας, εφόσον
αυτά πορεύονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι εκεί όπου κάτι τέτοιο δε
γίνεται λόγω της αδυναμίας μας ή της πρόσκαιρης αιχμαλωσίας μας από το κακό, την
αμαρτία, τον θάνατο, υπάρχει η μετάνοια που σώζει.
Το πρόβλημα της εποχής μας και
της ζωής μας έγκειται στο ότι αν δεν συνειδητοποιήσουμε Ποιος είναι ο Θεός στον
Οποίο πιστεύουμε, είτε παραδιδόμαστε στη χαλάρωση και την επανάπαυση ότι εφόσον
είμαστε χριστιανοί, έχουμε εξασφαλίσει την αιωνιότητα και μπορούμε να ζήσουμε
και τη ζωή μας με αρκετές εκπτώσεις, είτε πορευόμαστε σα να μην υπάρχει κακό,
αμαρτία, θάνατος και μένουμε αιχμάλωτοι σ’ αυτά. Έτσι η κάθοδος και η άνοδος
του Χριστού, ακόμη κι αν συνοδεύεται από το βάπτισμά μας, δεν ενεργεί επάνω
μας, διότι προχωρούμε άνευ Θεού. Η Εκκλησία είναι η υπενθύμιση της παρουσίας
και του αγιασμού που ο Χριστός φέρνει σε όλη την ύπαρξή μας. Αρκεί κι αυτή να
μην μετατρέπεται σε φορέα μόνο ηθικής ή αξιών, αλλά να γίνεται για μας η
σώζουσα κοινότητα στην οποία πρωτίστως εισερχόμαστε για να ζήσουμε τον Χριστό,
να ισορροπήσουμε υπαρξιακά και να αιχμαλωτιστούμε από την χαρά, την ελευθερία
και την αγάπη που ο Επιφανείς Κύριός μας μάς παρέχει!
Κέρκυρα, 10 Ιανουαρίου 2016