Στη ζωή μας λειτουργούμε σχεδόν πάντοτε με την αίσθηση του παρόντος. Του «νυν». Βλέπουμε τις άμεσες ανάγκες μας, ζητούμε την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών μα, μας είναι δύσκολο να σκεφτούμε σε βάθος χρόνου, παρότι οι άνθρωποι έχουμε και όνειρα και φιλοδοξίες. Κάποτε μπορεί να καταστρώνουμε σχέδια για την μετέπειτα ζωή μας. Σπάνια όμως σκεφτόμαστε ότι εκτός από τα όσα έχουμε και πρόκειται να κληροδοτήσουμε στους επόμενους, υπάρχει και η πνευματική διάσταση της ύπαρξής μας, η σχέση μας με τον Θεό. Κι αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με την οικογένεια και τη ζωή της, αλλά και με τα ίδια τα πρόσωπά μας. Η Εκκλησία μας καλεί να γίνουμε υποδείγματα πίστης για όσους πρόκειται να πιστέψουν στον Χριστό και να οδηγηθούν έτσι στην αιώνια ζωή. «Προς υποτύπωσιν των μελλόντων πιστεύειν επ’ αυτώ εις ζωήν αιώνιον» (Α’ Τιμ. 1, 16).
Πόσο είναι αυτό εφικτό για μας τους χριστιανούς, όταν ζούμε σε μία εκκοσμικευμένη κοινωνία; Όταν οι περισσότεροι δηλώνουν ότι είναι χριστιανοί, στην πράξη όμως δεν έχουν σχέση με τον Χριστό ή η σχέση τους είναι τυπική; Έχουμε τέτοια δύναμη, ώστε να γίνουμε παραδείγματα πίστης για τους άλλους, όταν δεν έχουμε βρει τον δικό μας εαυτό, τον δικό μας δρόμο; Σήμερα, άλλωστε, περισσότερο παρά ποτέ, υπάρχουμε ουσιαστικά ως ένα μικρό ποίμνιο, το οποίο παλεύει με τους πειρασμούς της διάσπασης, της αδιαφορίας για την πορεία της κοινωνίας και της παθητικότητας, αλλά και της ήττας από τη δύναμη του κόσμου, του πολιτισμού και της αμαρτίας. Ακούγεται ειρωνική η προτροπή του να γίνουμε υποτύπωση για τους μέλλοντας πιστεύειν.
Κι όμως, είναι εφικτός ένας τέτοιος δρόμος. Πρώτα διότι δεν είναι έργο και κατόρθωμα δικό μας, αλλά δωρεά του ελέους του Θεού προς τον καθένα μας, αρκεί να αναφωνούμε ότι είμαστε οι πρώτοι των αμαρτωλών, μόνο που αυτό δεν είναι παραδοχή ταπείνωσης, αλλά ευγνωμοσύνης, διότι για μας ήρθε ο Χριστό. Για να μας ελεήσει. Να μας δώσει την ευκαιρία να βιώσουμε την μακροθυμία Του και μάλιστα «πάσαν». Δεν είναι ταπεινολογία η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς μας, αλλά αχτίδα αισιοδοξίας. Ότι παρότι εμείς είμαστε αυτό που είμαστε, εντούτοις ελεηθήκαμε από τον Θεό που αγαπά και μόνο αγαπά. Τόσο, ώστε να μας δίνει απτά σημάδια του ελέους Του, όχι μόνο με την παρουσία Του στον κόσμο, αλλά και με την πλούσια παροχή της χάριτός Του, ώστε όχι μόνο οι αμαρτίες μας να μην είναι εμπόδιο στην οδό της σωτηρίας, αλλά και να καθιστάμεθα παραδείγματα πίστης και μετανοίας, εφόσον θέλουμε να Τον αποδεχθούμε στη ζωή μας. Διότι ο καθένας μας έχει την μικρή, προσωπική του ιστορία έναντι του Θεού και της πίστης. Αρκεί να μην λησμονεί ότι ελεήθηκε.
Είναι εφικτός αυτός ο δρόμος διότι οι άνθρωποι δεν πλασθήκαμε να ζούμε μόνοι μας. Έχουμε εντός μας τη δίψα για κοινωνία. Και κοινωνία σημαίνει ότι έχουμε να δώσουμε. Χαρίσματα, πίστη, αγαθά, την παρουσία μας στους άλλους, ό,τι είμαστε. Κι αν αυτό που είμαστε πηγάζει μέσα από την σχέση μας με τον Θεό, τότε έχουμε να δώσουμε αλήθεια, αγάπη, νόημα στους άλλους. Χαρά και χαμόγελο. Ελπίδα που υπερβαίνει τα πρόσκαιρα και δείχνει την οδό προς την αιωνιότητα. Είναι αυτό που λείπει από τη ζωή μας. Η υπέρβαση του πρόσκαιρου. Δε συνεπάγεται μία τέτοια προσέγγιση την άρνηση ή την αδιαφορία για το τώρα, για τις ανάγκες τόσο τις δικές μας όσο και των άλλων. Συνεπάγεται όμως τον μη εγκλωβισμό μας στο τώρα. Το ότι πάντοτε βλέπουμε τα πράγματα στην προοπτική του αιώνιου. Άρα, γνωρίζουμε σε τι χρειάζεται να δώσουμε έμφαση και τι μπορούμε να το αφήσουμε να περάσει. Για παράδειγμα, οι στιγμές μας. Οι άνθρωποι έχουμε και καλές και κακές. Αν ο εαυτός μας μπορεί να διαχειριστεί τις κακές του στιγμές και να αντέξει και τις αντίστοιχες των άλλων, χωρίς να νικηθεί από την τάση να απορρίψει τους άλλους, διότι τον δυσκολεύουν, τότε είμαστε στην οδό της κοινωνίας. Γιατί και πάλι δεν είμαστε μόνοι μας, εφόσον ο Κύριός μας πάντοτε μας ενισχύει στην αγάπη.
Είναι εφικτός αυτός ο δρόμος διότι υπάρχει η Εκκλησία. Εντός της υπάρχουν όσοι προηγήθηκαν από εμάς στην οδό του υποδείγματος. Οι άγιοι της πίστης μας. Όλοι αυτοί οι οποίοι, χωρίς να το επιδιώκουν, ένιωθαν την καρδιά τους να πλημμυρίζει τόσο από το έλεος του Θεού, όσο και από την ανάγκη να μοιραστούν με τους συνανθρώπους τους τη χαρά και την αγάπη που η αληθινή πίστη προσφέρει, όχι κάνοντας απαραίτητα κήρυγμα, αλλά ζώντας κατά Θεόν. Έχουμε λοιπόν τους αγίους μας ως υποδείγματα αυτής της οδού. Και καλούμαστε να τους γνωρίσουμε στη ζωή της Εκκλησίας. Να ζήσουμε τον τρόπο τους με ασφάλεια. Και βλέποντας εκείνους να αισθανόμαστε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μας νικήσει, ούτε το κακό. «Μεθ’ ημών ο Θεός». Μπορεί ο κόσμος να θέτει τη ζωή των αγίων στο περιθώριο, διότι οι άνθρωποι ζητούμε να απολαύσουμε τα παρόντα και παραδιδόμαστε στα πάθη εντός του «νυν», όμως διαπιστώνουμε ότι τελικά οι άγιοι, μηδέν έχοντες, τα πάντα κατείχαν και γεύτηκαν, ξεκινώντας από την μία και αναφαίρετη χαρά της πίστης, και τις χαρές που τους χρειάζονταν να γευτούν σ’ αυτή τη ζωή.
Ο δρόμος και ο τρόπος του κόσμου διαφέρει από αυτόν της πίστης. Χρειάζεται όμως, χωρίς έπαρση, να συνειδητοποιούμε ότι κληθήκαμε και καλούμαστε να αφήνουμε όνομα πιστού στη ζωή και για όσους πρόκειται να έρθουν μετά από εμάς. Διότι ακόμη κι αν είμαστε οι λίγοι, δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Αλλά, δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Θεό που απέστειλε τον Κύριό μας Ιησού, να γινόμαστε μάρτυρες πάσης της μακροθυμίας Του και της ελεημοσύνης προς τα πρόσωπά μας. Για να ζούμε τη χαρά της αγιότητας, που καταξιώνει τη ζωή μας όχι πρόσκαιρα, αλλά αιώνια.
Κέρκυρα, 24 Ιανουαρίου 2016