Η ετερότητα, η διαφορετικότητα του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του διαφαίνεται, μεταξύ των άλλων, και από την προσωπική του πορεία, την προσωπική του ιστορία. Δεν είναι μόνο το οικογενειακό περιβάλλον το οποίο γεννά συνθήκες ξεχωριστές για τον καθένα, ακόμη κι αν αυτές φαίνονται συνηθισμένες. Διότι ο καθένας προσλαμβάνει διαφορετικά το αξιακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει. Άλλος το αποδέχεται κα το εντυπώνει, επομένως το μιμείται (είτε θετικά είτε αρνητικά), άλλος το κρίνει, με αποτέλεσμα μόλις του δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσει να ζήσει με διαφορετικό τρόπο από ό,τι έμαθε ή και να κρατήσει τις αξίες οι οποίες- πιστεύει ότι- τον εκφράζουν. Άλλος πάλι έχει απορρίψει συνειδητά ή ασυνείδητα τον τρόπο και τα πρόσωπα του οικογενειακού παρελθόντος του, με αποτέλεσμα να ξεκινά μία διαφορετική ζωή, συνήθως πράττοντας τα αντίθετα από αυτά που έμαθε και έζησε.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ακολουθούν μία συγκεκριμένη πορεία πίστης ή απιστίας έναντι του Θεού και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι ζούνε μία μεταστροφή. Οι περισσότεροι άγιοι της Εκκλησίας έζησαν εξ αρχής την πορεία στην αγιότητα. Μεγάλωσαν με σταθερές πνευματικές αξίες και αναζήτησαν με τον τρόπο της ζωής τους τη βίωση, την εμπειρία του Θεού, η οποία και τους δόθηκε εξ ουρανού στη ζωή της Εκκλησίας, με αποκορύφωμα είτε το μαρτύριο του αίματος είτε της συνειδήσεως, μία πνευματική ζωή αγάπης για τον Θεό και τον πλησίον η οποία ξεπέρασε ακόμη και τα μέτρα του εαυτού, οδηγώντας τον άνθρωπο σε παροξυσμό καλών έργων. Οι περισσότεροι άγιοι απεκδύθηκαν « τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενεδύσαντο τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολοσ. 3, 9-10), δηλαδή έβγαλαν από πάνω τους τον παλιό αμαρτωλό εαυτό τους με τις συνήθειες του και ντύθηκαν τον καινούργιο άνθρωπο, που ανανεώνεται συνεχώς σύμφωνα με την εικόνα του Δημιουργού του, ώστε με τη νέα ζωή του να φτάσουν στην τέλεια γνώση του Θεού. Υπήρξαν όμως και άγιοι οι οποίοι περπάτησαν στα έργα της απειθείας, περπάτησαν ανάμεσα στους «υιούς της απειθείας» και έγιναν και οι ίδιοι απειθείς, αφήνοντας τα πάθη να δυναστεύουν τη ζωή τους. Ήρθε όμως η στιγμή κατά την οποία πήραν την μεγάλη απόφαση και επέστρεψα στον Θεό και τη ζωή της Εκκλησίας τη ζωή της πίστης, με αποτέλεσμα να κάνουν μία καινούργια αρχή, σωτηρίας και αιωνιότητας.
Πόσο εύκολο όμως είναι να κατανοήσει κάποιος, συνήθως ο καθένας μας, ιδιαιτέρως στην εποχή μας, ότι ανήκουμε στους « υιούς της απειθείας», ότι όχι μόνο περπατήσαμε αλλά και περπατούμε στη χώρα των παθών (Κολοσ. 3, 7); Οι εξωτερικές προοπτικές δεν το επιτρέπουν. Ο πολιτισμός μας είναι δομημένος στην αποθέωση των παθών ως δικαιωμάτων για τη ζωή μας. Η πνευματική παιδεία χωλαίνει. Η Εκκλησία σήμερα, ενίοτε και από αυτούς οι οποίοι την διακονούν, θεωρείται ως σημείο του παρελθόντος, των αξιών, της παράδοσης, με κύρια αποστολή τη διάσωση αυτού του παρελθόντος και τη χρησιμότητα σε όσους δυσκολεύονται, δια της φιλανθρωπίας. Ο αγώνας κατά των παθών είναι στο παρασκήνιο της εκκλησιαστικής ζωής. Ή, συνήθως, περιορίζεται στην εξωτερική τήρηση κάποιων εντολών, στην αποφυγή ηθικών πτώσεων και σε ένα « φαίνεσθαι» το οποίο δεν αντανακλά την εικόνα της καρδιάς. Πώς λοιπόν ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει ότι περπατά σε μία πορεία στην οποία η συνάντηση με τον Θεό δεν είναι καθόλου δεδομένη;
Υπάρχουν τρεις αισιόδοξες προοπτικές. Αρχικά το έλεος και η αγάπη του Θεού, τα οποία αγγίζουν τον κάθε άνθρωπο, όταν αυτός θέλει να αφήσει στην καρδιά του τόπο για τον Θεό. Όταν αφήνει την υπερηφάνεια κατά μέρος και αναζητεί την αλήθεια. Ο άνθρωπος που αφήνει την θύρα της καρδιάς του έστω και κατ’ ολίγον ανοιχτή, θα μπορέσει να κατανοήσει και να βιώσει το έλος του Κυρίου, το οποίο μας καταδιώκει πάσας τας ημέρας της ζωής μας. Και δεν είναι ο καθένας που σώζει τον εαυτό του, αλλά ο Θεός όλους μας. Έπειτα είναι η προαίρεση της καρδιάς μας. Αν αναζητούμε τον Θεό, αν αισθανόμαστε ότι η ζωή μας δεν μπορεί να δώσει τελική απάντηση για το νόημά της χωρίς την παρουσία Του, ακόμη κι αν στην πράξη φαίνεται ότι ζούμε χωρίς Αυτόν, τότε θα λάβουμε Θεό. Καλή ανησυχία χρειάζεται και αναζήτηση εντός της καρδίας μας. Και τρίτον, ανοιχτή καρδιά έναντι της Εκκλησίας. Να μην περιορίζουμε τη θέα μας προς την Εκκλησία στο σημείο της χρησιμότητας ή στο σημείο της παραδοσιακότητας, αλλά να θέλουμε να δούμε την Εκκλησία ως την κοινότητα που σώζει και που αναγεννά τον άνθρωπο. Να εμπιστευόμαστε και το ήθος και τον τρόπο. Αλλά και πρόσωπα. Διότι δίχως προσωπική κοινωνία, δίχως την αίσθηση ότι υπάρχουν αυτοί που βιώνουν τις εντολές του Θεού, δεν είναι καθόλου εύκολη η πνευματική μας ανακαίνιση και η έξοδός μας από το σχήμα τω υιών της απειθείας.
Όταν συμβούν αυτά, υπάρχει κι ένα άλλο στοιχείο εξίσου σημαντικό. Είναι η διαρκής μετάνοια. Το δύσκολο είναι να αποφύγουμε τη νοσταλγία για το παρελθόν μας. Για την ευκολία της ζωής της αμαρτίας, η οποία προσφέρει άνεση. Την αίσθηση ότι μέσα από τη σχέση με τον Θεό τα περισσότερα δεν επιτρέπονται. Όμως ακόμη κι αυτό να συμβαίνει, η δύναμη της αγάπης καθιστά τον ζυγό της πίστης χρηστό, καλό, ευλογημένο και το φορτίο ελαφρύ. Διότι είναι η παρουσία του Θεού στη ζωή μας έντονη, ώστε ακόμη κι αυτό που φαίνεται δύσκολο, αδύνατο γίνεται εφικτό. Αρκεί να βρισκόμαστε στην Εκκλησία. Να κοινωνούμε Θεό εν τοις μυστηρίοις και την αγάπη. Και να Τον αναζητούμε συνεχώς, βλέποντας ότι μας ευεργέτησε και μας απάλλαξε από την κυριαρχία των παθών, αλλά και ότι μας χορήγησε Πνεύμα Άγιο και τη δυνατότητα να Τον κοινωνούμε, μη όντας μόνοι στην μεταστροφή. Η διαρκής μετάνοια δεν είναι καθήλωση στο πένθος για την αμαρτία που ζήσαμε ή ζούμε, αλλά υπενθύμιση της χαράς του Κυρίου.
Ακόμη κι αν περπατήσαμε ή περπατούμε στη ζωή της απειθείας, το έλεος του Θεού μας κυνηγά και μας δίνει την ευκαιρία να ξεκινούμε από την αρχή. Ας πούμε ΝΑΙ στην πρόσκληση του Θεού και ας συμμετάσχουμε με την καρδιά μας στο δείπνο της Βασιλείας Του μετά πάντων των Αγίων!
Κέρκυρα, 13 Δεκεμβρίου 2015