Οι άνθρωποι που έχουν πνευματικές αναζητήσεις αναρωτιούνται συχνά για το ερώτημα του κακού. Πώς παρεισέφρησε στον κόσμο; Υπήρχε άραγε από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου; Αν τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός, τότε γιατί Αυτός ο Οποίος-πιστεύουμε ότι- είναι Αγάπη είτε επέτρεψε είτε προκάλεσε το κακό στη ζωή μας; Κάποιες θρησκευτικές παραδόσεις προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα δια της λογικής ότι δεν μπορεί ο Θεός να είναι ο δημιουργός του κακού ή Αυτός που ενώ μπορεί να το εξαλείψει, δεν το κάνει. Έτσι εισήγαγαν στην δημιουργία έναν δεύτερο θεό, κατώτερο, ο οποίος αντιστρατεύεται τα έργα του Θεού-Δημιουργού, με αποτέλεσμα να γίνεται ο κόσμος πεδίο αντιπαράθεσης και μάχης. Άλλες πάλι θρησκευτικές παραδόσεις θεωρούν ότι το κακό συνυπάρχει στον κόσμο με το καλό, χωρίς να χρειάζεται έναν θεό ισοδύναμο με τον Θεό του καλού. Έτσι το κακό έρχεται ως τιμωρία του ανθρώπου και του κόσμου, όταν αυτός δεν είναι ευσεβής. Όταν κάνει τον καλό Θεό να παροργίζεται. Τότε το κακό έρχεται ως τιμωρία του παραβάτη, ώστε και να σωφρονισθεί ο ίδιος και να παραδειγματιστούν οι άλλοι, αλλά και να επέλθει η ισορροπία και η δικαιοσύνη στον κόσμο. Είναι το σχήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: «ύβρις, τίσις, νέμεσις». Κατά άλλες θρησκείες το κακό είναι στην μοίρα, στο πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου και το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να το διαχειριστεί με υπομονή. Να αναισθητοποιηθεί έναντί του και να περιμένει μίαν άλλη ζωή, προκειμένου να μπορέσει να ζήσει χωρίς αυτό. Ή, αν ακολουθεί τις ανατολικές θρησκείες, να φτάσει στην απορρόφηση της ψυχής, του πνεύματος από την θεότητα, προκειμένου μέσα από τον εκμηδενισμό να σταματήσει να υποφέρει και να ζήσει την μακαριότητα του τίποτα (νιρβάνα).
Η πνευματική παράδοση της πίστης μας όμως στηρίζεται στην έννοια του προσώπου. Ο κόσμος μας δεν εμπεριέχει απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες υπάρξεις. Ο Θεός είναι ένας εν τρισί προσώποις και ουδόλως δημιούργησε το κακό. Δημιούργησε εν τη πανσοφία Του και απλώνοντας το μυστήριο της θείας οικονομίας τον κόσμο καλόν λίαν. Έτσι, εκτός από το σύμπαν, τη γη, τον άνθρωπο, δημιούργησε και πνευματικές υπάρξεις, ως «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. 1, 14), δηλαδή πνεύματα που υπηρετούν τον Θεό και αποστέλλονται απ’ Αυτόν για να βοηθήσουν όσους μέλλουν να σωθούν. Αυτά τα πνεύματα είναι οι Άγγελοι.
Και οι Άγγελοι, όπως και οι άνθρωποι πλάσθηκαν καλοί λίαν. Υπάρχουν για να κοινωνούν χαρά και ζωή και νόημα μέσα από την σχέση με τον Θεό, ως οιωνεί πνευματικά Του παιδιά. Πλάσθηκαν όμως ελεύθεροι, όπως και κάθε ύπαρξη στον κόσμο αυτό, διότι ο ελεύθερος Θεός δεν πλάθει ανελεύθερες υπάρξεις. Το νόημα της ελευθερίας είναι η συνειδητή επιλογή και απόφαση κάθε ύπαρξης να πορεύεται μέσα από την κοινωνία με τον Θεό, να συνδέει το «εγώ» της με το «Εσύ» που είναι ο Θεός (εφόσον η αναφορά ξεκινά από τη ύπαρξη, αν και στην παράδοσή μας ο Θεός είναι ο ων», Αυτός είναι «Εγώ» και μ’ Αυτόν καλούμαστε να συναντηθούμε) για να υπάρχει η κοινωνία του «Εμείς», που δίνει ζωή αιώνιο. Αυτή η κοινωνία είναι συνεχής. Τόσο οι άγγελοι, όσο και ο κόσμος και ο άνθρωπος είναι κτιστές υπάρξεις. Η κτιστότητα μπορεί να προήλθε «εκ του μη όντος εις το είναι», μπορεί να είναι τρεπτή, δηλαδή να επιδέχεται αλλαγής όσον αφορά στην επιλογή κοινωνίας με τον Θεό ή μη κοινωνίας, ωστόσο είναι δεμένη με τον Θεό δια της αγάπης. Και αγάπη σημαίνει ελεύθερη επιλογή συνάντησης προσώπων. Του εγώ με το εσύ.
Κακό ονομάζεται η απόφαση κάθε ύπαρξης να διαλέξει την οδό της αυτοθέωσης. Την οδό της απομάκρυνσης από τον Θεό και της απόφασης να ζήσει είτε σαν να μην υπάρχει Θεός είτε με την πεποίθηση ότι ο Θεός είναι ο εχθρός, ο αντίπαλος, το εμπόδιο για την προσωπική αυτοθέωση. Πρόκειται περί μέθης και παραλογισμού, ο οποίος, εκτός της αγνωμοσύνης έναντι του Θεού, οδηγεί την ύπαρξη σε μία συνεχή πάλη με τον εαυτό της για να αρνηθεί τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας της, που είναι η κοινωνία με τον Θεό. Είναι η αυτοπαγίδευση στο «εγώ», το οποίο δεν θέλει την σχέση με τον Θεό και τον άλλο, την οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη ως σχέση αγάπης, κοινωνίας και συνύπαρξης, αλλά την θέλει ως σχέση εξουσίας. Δεν είναι ο Θεός ο Πατέρας, ο Αγαπών και ο Αγαπημένος, αλλά ο αντίπαλος, αυτός που θέλει να μας καθυποτάξει στο δικό του «εγώ» και να μην μας επιτρέψει να ζήσουμε την αυτοπραγμάτωσή μας, την ελευθερία μας με τον τρόπο που εμείς επιθυμούμε.
Αυτό το κακό πρώτος το επέλεξε ο διάβολος. Άγγελος φωτός, που αρνήθηκε την κοινωνία με τον Θεό. Τον είδε και Τον βλέπει ως εξουσιαστή, ως εχθρό, ως αντίπαλο στην επιθυμία του για κυριαρχία, για ελευθερία, για θέωση. Επιλέγει λοιπόν την άρνηση της κοινωνίας με τον Θεό και υπάρχει για να υποτάξει όλα όσα ο Θεός έχει δημιουργήσει, με σκοπό να αποδείξει τόσο στον εαυτό του όσο και στον θεό ότι εξουσιαστής είναι ο ίδιος. Τυφλωμένος από την υπερηφάνεια σκορπά στον κόσμο το κακό, καθώς δεν μπορεί πλέον να υπάρξει άλλος σκοπός για την ύπαρξή του από την ήττα του Θεού. Έτσι πειράζει τους ανθρώπους και όλη την κτίση, με σκοπό να γκρεμίσει το Πρόσωπο του Θεού από την δημιουργία και να κάνει υπάρξεις που θα μιμούνται τον ίδιο, δηλαδή θα θέλουν την δική τους αυτοθέωση. Κλειδί η άρνηση της κοινωνίας να δούμε τον Θεό ως το «Εσύ», δια του Οποίου η ζωή μας θα γίνει αγάπη και όχι εξουσία.
Το κακό θα υπάρχει όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Διότι οι άνθρωποι ως προσωπικές υπάρξεις καλούμαστε κάθε στιγμή να αποφασίζουμε τι προτιμούμε, αγάπη ή εξουσία, τον Θεό ή τον εαυτό μας. Αν επιλέγουμε την οδό του Θεού, τότε, ακόμη κι αν κάποτε το κακό φαίνεται ισχυρότερο, εντούτοις δεν είναι παντοδύναμο. Ο Θεός επιτρέπει πρόσκαιρα να φαίνεται ότι νικά. Είναι στο χέρι μας να παλεύουμε τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά, εν τη Εκκλησία, να μην κυριαρχεί το κακό που δεν θα είναι ποτέ θεός. Και βεβαίως κάποτε έρχεται ο θάνατος για να λυτρώσει ουσιαστικά τον άνθρωπο από αυτή την πάλη. Διότι μαζί με το δικαίωμα να αποφασίσουμε να επιλέξουμε τον εαυτό μας, με την προσωπική μας πάλη, ο διάβολος υποτονθορύζει εντός μας, στο νου και την καρδιά μας, τον λόγο του δικαιώματός μας να είμαστε θεοί χωρίς τον Θεό και μας ωθεί σ’ αυτό που ονομάζουμε αμαρτία, τόσο ως οντολογική απόφαση να είμαστε αυτόνομοι από τον Θεό όσο και ως απαντήσεις χωρίς Θεό κι αγάπη που δίνουμε σε ζητήματα της καθημερινότητάς μας, αλλά και του εντός λογισμού μας.
Μία συνεχής πνευματική πάλη είναι η ζωή, είτε το κατανοούμε είτε όχι. Και ο θάνατος που φαίνεται κακό στην ουσία είναι το τέρμα αυτής της πάλης, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», αλλά και για να μπορέσει ο άνθρωπος να παγιωθεί στην οδό που τελικά έχει διαλέξει με το σύνολο της ζωής του ή έστω και μέσα από μία στιγμή της. Διότι η αγάπη του Θεού είναι τέτοια, που αρκεί ένα «Μνήσθητι». Η μετάνοια. Η αλλαγή της σκέψης και της ζωής. Και γι’ αυτό έστειλε τον Υιό Του. Για να μας δείξει ότι δεν είμαστε μόνοι μας και ότι το κακό δεν μπορεί να αγγίξει, ακόμη και στην πιο ακατανίκητη μορφή του που είναι ο θάνατος, αυτόν που πιστεύει και αγαπά τον Θεό και τον κόσμο που ο Θεός έπλασε. Διότι με την Ανάσταση και ο θάνατος καταργήθηκε. Πρόσκαιρα μας αγγίζει. Θα είναι όμως εκείνος ο έσχατος εχθρός, ο οποίος θα καταργηθεί οριστικά με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.
Οι άγγελοι όμως δεν εξέπεσαν όλοι. Παραμένουν στην πλειονοψηφία τους κοντά στον Θεό. Και αποστέλλονται από Αυτόν για να αναγγείλουν το θέλημά Του. Την αγάπη. Την σωτηρία. Την νίκη κατά του κακού. Να βοηθήσουν τον άνθρωπο να επιλέξει. «Ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος» (Εβρ. 2, 2), ο λόγος των Αγγέλων, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και στη ζωή της Εκκλησίας είναι «βέβαιος», αποδεικνύεται αληθινός. Όσοι τον παραβιάζουν δέχονται την τιμωρία που τους ταιριάζει, δηλαδή να υφίστανται τις συνέπειες του τρόπου της εξουσίας στον οποίο διαλέγουν να κινηθούν. Διότι αυτή είναι η ματαιότητα του αγώνα για αυτοθέωση. Η ήττα εξαιτίας του πεπερασμένου του ανθρώπου. Ήττα όχι εκ του Θεού, αλλά από τους άλλους που επιλέγουν την δική τους οδό εξουσίας. Και η σύγκρουση, με γνώμονα το εξουσιαστικό πνεύμα, οδηγεί στην καταστροφή. Ας εμπιστευθούμε λοιπόν την οδό του Θεού, ζητώντας από τους Αγίους Αγγέλους να μας βοηθούν στον αγώνα μας να νικά η αγάπη και η εμπιστοσύνη στον Θεό και όχι η εξουσία, η αυτοθέωση, η οδός της αμαρτίας. Στο προσωπικό κακό, ας αντιτάσσουμε την σχέση μας με τον εν Προσώποις Θεό, για να αγιαζόμαστε στην βεβαιότητα της σωτηρίας.
Κέρκυρα, 8 Νοεμβρίου 2015