Συχνό φαινόμενο της καθημερινής μας πραγματικότητας είναι η ζήλεια. Καθώς βλέπουμε τα χαρίσματα, τις επιτυχίες, τη διαφορετικότητα του άλλου ανθρώπου, αισθανόμαστε μειονεκτικά έναντί του. Δε χαιρόμαστε γι’ αυτόν, διότι μας προκαλεί το γεγονός ότι έχει κάτι που εμείς δεν έχουμε. Δε ζηλεύουμε μόνο τα χαρίσματά του, αλλά ζηλεύουμε το πρόσωπο γι’ αυτά. Έτσι, είτε περιφρονούμε τον έχοντα τα χαρίσματα, είτε τα υποτιμούμε, μόνο και μόνο για να αισθανθούμε εμείς καλύτερα, είτε θα θέλαμε να πάθει κακό, να αποτύχει στη χρήση των χαρισμάτων, προκειμένου να δικαιωθεί η αρνητική κριτική την οποία ασκούμε. Άλλοτε, προσπαθούμε να υπερτονίσουμε τα δικά μας χαρίσματα. Να δείξουμε ότι αυτό που έχει ο άλλος δεν είναι τόσο σημαντικό σε σχέση με αυτό που έχουμε εμείς. Κάποτε η ζήλεια έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ξεχωριστός, ο διαφορετικός, ενώ μας γνωρίζει και τον γνωρίζουμε, δεν μας δίδει την προσοχή που θα θέλαμε να μας δώσει ή προσέχει άλλους ανθρώπους περισσότερο ή διαφορετικά από εμάς, με αποτέλεσμα η ζήλεια μας να γίνεται φαρμάκι. Τελικά, δια της ζήλειας καλλιεργείται μία κοινωνία ανταγωνισμού, ενίοτε κακίας και περιφρονητικότητας εις βάρος των άλλων ανθρώπων.
Είναι περιττό να υπογραμμίσει κάποιος ότι η ζήλεια δεν θεραπεύεται δια των νουθεσιών. Γίνεται πάθος της ανθρώπινης καρδιάς. Πηγάζει από τον εγωκεντρισμό μας, από τη διάθεσή μας να είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου, το επίκεντρο της προσοχής όλων. Κάθε μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε άλλους μάς κάνει να αισθανόμαστε περιφρονημένοι και υποτιμημένοι. Αυτό συμβαίνει από την παιδική ηλικία και η ζήλεια φέρνει τα χαρακτηριστικά της προσκόλλησης, της απόπειρας προσέγγισης του ενδιαφέροντος των άλλων με κάθε τρόπο, ακόμη και με καταστροφική ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Στις μεγαλύτερες ηλικίες παίρνει σταδιακά τον χαρακτήρα της κατάκρισης, ενώ σχεδόν πάντοτε η ζήλεια αποτυπώνεται στον τρόπο που κοιτάζουμε τον άλλο, στον τρόπο που μιλάμε είτε στον ίδιο είτε, κυρίως, στους άλλους γι’ αυτόν, αλλά και στον λογισμό μας.
Είναι περιττό να υπογραμμίσει κάποιος ότι η ζήλεια δεν θεραπεύεται δια των νουθεσιών. Γίνεται πάθος της ανθρώπινης καρδιάς. Πηγάζει από τον εγωκεντρισμό μας, από τη διάθεσή μας να είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου, το επίκεντρο της προσοχής όλων. Κάθε μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε άλλους μάς κάνει να αισθανόμαστε περιφρονημένοι και υποτιμημένοι. Αυτό συμβαίνει από την παιδική ηλικία και η ζήλεια φέρνει τα χαρακτηριστικά της προσκόλλησης, της απόπειρας προσέγγισης του ενδιαφέροντος των άλλων με κάθε τρόπο, ακόμη και με καταστροφική ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Στις μεγαλύτερες ηλικίες παίρνει σταδιακά τον χαρακτήρα της κατάκρισης, ενώ σχεδόν πάντοτε η ζήλεια αποτυπώνεται στον τρόπο που κοιτάζουμε τον άλλο, στον τρόπο που μιλάμε είτε στον ίδιο είτε, κυρίως, στους άλλους γι’ αυτόν, αλλά και στον λογισμό μας.
Για να θεραπευθεί η ζήλεια χρειάζεται πνεύμα αγάπης προς τον Θεό. «Οδός υπερβολής» (Α’ Κορ. 12, 31). Η αγάπη μας κάνει να δοξάζουμε τον Θεό γι’ αυτά που μας έχει δώσει, τα χαρίσματα που λάβαμε τόσο τα φυσικά μας, όσο και τα επίκτητα. Μας κάνει να ευχαριστούμε τον Θεό που μας αγαπά τόσο, ώστε να σταυρωθεί και να αναστηθεί για τον καθέναν μας. Αν μας αγαπά το κρείττον, μπορούμε να αισθανόμαστε ότι έχουμε τη αναγνώριση που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μας παράσχει. Και αυτή η αναγνώριση δεν έχει να κάνει ούτε με τα χαρίσματα, ούτε με τα κατορθώματά μας, αλλά με το γεγονός ότι είμαστε παιδιά Του. Είμαστε εικόνες Του. Και αυτό μας δίνει ζωή και νόημα. Μας αγαπά παρά τις αμαρτίες μας. Παρά τα πάθη μας. Παρά το ότι η εικόνα Του επάνω μας είναι αμαυρωμένη. Και η αγάπη του είναι έμπρακτη. Έγινε και γίνεται τα πάντα για μας. Η πίστη σ΄ Αυτόν είναι η μεγαλύτερη παράκληση για οτιδήποτε δεν έχουμε, αλλά και για οτιδήποτε δεν μας πληροί κατά άνθρωπον.
Για να θεραπευθεί η ζήλεια χρειάζεται η αίσθηση του ΕΜΕΙΣ. Ότι ανήκουμε στην Εκκλησία. Και η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού μας διδάσκει πρωτίστως τη συμπληρωματικότητα. Ότι ο ένας έχει αυτό που απουσιάζει ή δεν είναι επαρκές στον άλλο. Είναι σπουδαίο να συναντά κάποιος χαρισματικούς και χαρισματούχους ανθρώπους. Διότι μπορεί να πάρει από αυτούς. Τη ίδια στιγμή και εκείνοι, από τα δικά του χαρίσματα μπορούν να αντλήσουν αγάπη, στήριξη, προσευχή στον Θεό γι’ αυτούς. Η αίσθηση του σώματος, στο οποίο όλοι είμαστε μέλη, κάνει τη ζήλεια να μένει κατά μέρος. Διότι ο ένας χρειάζεται τον άλλον. Για να γίνει όμως αυτό πράξη, απαραίτητη είναι η ταπείνωση. Η αποφυγή του αισθήματος αυτάρκειας. Του υπερτονισμού της αξίας του «δικού μου» και της αναγνώρισης του καλού που φέρει άλλος. Και την κατάθεση των χαρισμάτων στο κοινό ταμείο της αγάπης, ώστε από κοινού όλοι οι χαρισματούχοι άνθρωποι να αγωνίζονται για τον μέγιστο σκοπό, που είναι η σωτηρία του κόσμου, αλλά και η κοινωνία με τον Χριστό που αγιάζει και μεταμορφώνει τα πάντα.
Για να θεραπευθεί η ζήλεια χρειάζεται να μη μένουμε στα όποια δικά μας, αλλά η ζήλεια μας να γίνεται ζήλος. Και μάλιστα, ο ζήλος μας να στρέφεται προς τα σημαντικότερα χαρίσματα: «ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α’ Κορ. 12, 31). Αντί να απολυτοποιούμε τα δικά μας χαρίσματα ή να φθονούμε τα χαρίσματα των άλλων, να προσανατολιζόμαστε προς εκείνα τα κρείττονα, τα οποία έχουν να κάνουν με την οδό των αγίων. Και όλα αυτά περιστρέφονται γύρω από το μέγιστον που ο Θεός μας ζητά να έχουμε: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο! Αν βάζουμε ως κριτήριο και στόχο την αγάπη, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13, 8) και ουδέποτε είναι αρκετή, διότι δεν χορταίνεται ούτε εξαντλείται, τότε βρισκόμαστε στην οδό υπέρβασης της νοοτροπίας της ζήλειας. Και μπορεί να έχουμε πειρασμό από τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι άνθρωποι, αν δεν βρίσκονται και αυτοί στη διάθεση για «παροξυσμό καλών έργων» (Εβρ. 10,24) , αν μας αντιμετωπίζουν με ζήλεια από την πλευρά τους, ωστόσο η αγάπη, η οποία δεν είναι έργο μόνο της προαιρέσεως και του αγώνα μας, αλλά καρπός του Αγίου Πνεύματος θα μας βοηθήσει να νικήσουμε τέτοιους και άλλους πειρασμούς. Άλλωστε, μόνο έτσι μένουμε ταπεινοί, όταν βλέπουμε ότι δεν αρκεί ούτε η δική μας διάθεση ούτε η δική μας πρόοδος ούτε η δική μας αγάπη για να αλλάξει ο κόσμος και η διάθεση των ανθρώπων.
Ο κόσμος και οι άνθρωποι πάσχουμε από ζήλεια διότι δεν συνειδητοποιούμε την ευλογία ο καθένας να έχει τα χαρίσματά του, την ευλογία ο καθένας να μπορεί να συμπληρώνει τον άλλο. Χρειάζεται κόπος από κοινού, αλλά ακόμη κι αν αυτός δεν έρχεται στις ανθρώπινες σχέσεις κάθε μορφής, η προσωπική μας απόφαση να προχωρήσουμε στην αγάπη. Και ο Θεός δεν θα μας αφήσει, ακόμη κι αν ο κόσμος το θεωρεί αδυναμία! Η αγιότητα στην ιστορία της Εκκλησίας το μαρτυρεί. «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. 10,8) μας υποδεικνύουν άγιοι, όπως οι Ανάργυροι, αλλά και ο κάθε άγιος της πίστης μας, που συνειδητοποίησαν ότι η προσωπική πνευματική εργασία, η εμπιστοσύνη στον Θεό και η εξωστρεφής αγάπη αποτελεί τον τρόπο θεραπείας ζήλειας, εγωκεντρισμού, αυτοδοξασμού. Ας τους μιμηθούμε!
Κέρκυρα, 1η Νοεμβρίου 2015