10/2/15

ΦΤΩΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ

Ποιος είναι ο αληθινά φτωχός; Αυτό το ερώτημα ο πολιτισμός μας, μέσω του καταναλωτικού προτύπου το έχει απαντήσει ξεκάθαρα. Φτωχός είναι εκείνος ο οποίος δεν μπορεί να μετέχει στον πλούτο των υλικών αγαθών. Είναι αυτός που δεν μπορεί να μετέχει στην δύναμη της τεχνολογίας. Που δεν έχει ούτε κατέχει. Είναι αυτός που δεν απολαμβάνει της αποδοχής των άλλων, έστω κι αν αυτή δεν έρχεται για τα ηθικά, κοινωνικά και παιδευτικά του επιτεύγματα, αλλά για την ικανότητά του να εμπνέει απόλαυση, δύναμη, λάμψη στους άλλους. Φτωχός είναι εκείνος που δεν είναι ενημερωμένος για το τι γίνεται στον κόσμο. Είναι αυτός που δεν μπορεί να εκπληρώσει τις ποικίλες υποχρεώσεις του. Είναι αυτός που έχει την ανάγκη των άλλων ή την ελεημοσύνη των άλλων για να τα βγάλει πέρα στη ζωή του.  Είναι όμως αυτός ο αληθινά φτωχός;
                Για την Εκκλησία φτωχός είναι αυτός που αισθάνεται ότι δεν έχει ανάγκη του ελέους του Θεού. Είναι αυτός που πιστεύει τόσο πολύ στον εαυτό του και στις δυνάμεις του και δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ούτε το παροντικό και πρόσκαιρο της ζωής, ούτε και την αδυναμία του ανθρώπου να νικήσει δυνάμεις όπως η ασθένεια, η δοκιμασία και ο θάνατος. Και την ίδια στιγμή φτωχός είναι ο άνθρωπος που πιστεύει ότι τα λάθη του, οι αμαρτίες του είναι δικαιώματά του και ότι  μπορεί να ζει με αυτά χωρίς να χρειάζεται να τα εξαλείψει. Η φτώχεια για την Εκκλησία είναι πρωτίστως πνευματική κατάσταση. Είναι η πρόταξη του εγωκεντρισμού εις βάρος των ανθρώπινων συναισθημάτων. Είναι ο στυφός ορθολογισμός που υποβαθμίζει την ανθρωπιά και το μοίρασμα. Είναι η επιδίωξη του ιδίου οφέλους χωρίς έγνοια για τον άλλο. Είναι η απουσία της ανάπαυσης στα λίγα και ουσιαστικά και η στόχευση στα πολλά που έχουν να κάνουν με το έχειν. Φτωχός είναι αυτός που του λείπει τελικά η χαρά από τα έργα τα οποία πράττει. Η διάρκεια.
                Γι’ αυτό και για την Εκκλησία πλούσιος είναι αυτός που μπορεί να μοιάσει τον Θεό στο σκόρπισμα με ιλαρότητα των όσων έχει. Είναι αυτός που δεν νιώθει ότι του ανήκουν όσα του έχουν δοθεί, αλλά καλείται να τα μοιραστεί με τους άλλους, είτε αυτά είναι χρήματα, είτε γνώσεις, είτε ιδέες, είτε συναισθήματα, με σεβασμό προς εκείνους. Είναι αυτός που γνωρίζει να δοξάζει τον Θεό, ακόμη και για τα φαινομενικά ελάχιστα. Για την ίδια τη ζωή, το μέγιστο δώρο.  Για τη δυνατότητα της αγάπης. Για το χάρισμα της μετάνοιας και της άφεσης των αμαρτιών. Για την Εκκλησία ως συνάντηση με το Αιώνιο. Για την ελπίδα της ανάστασης. Και αυτά γνωρίζει να τα μοιράζεται, να τα δίνει στους κάθε είδους φτωχούς. Να αισιοδοξεί και να χαμογελά ενώπιον της δυσκολίας και να στερεώνει με την προσευχή και τον λόγο του. Να λυπάται  με μέτρο και να μην νικιέται από την απόγνωση. Και μαζί με τον πλούτο του να μοιάζει στον Θεό ως προς την δικαιοσύνη.
«Η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Β’ Κορ. 9, 9) αναφέρει ο απόστολος Παύλος. Δικαιοσύνη είναι η αγαθοεργία. Είναι η αγάπη. Και διαρκεί αιώνια η αγάπη, διότι συνοδεύει τον άνθρωπο στο κριτήριο του Θεού. Μπορεί ο κόσμος να οικτίρει τους φτωχούς ή αυτούς που μοιράζονται, διότι στηρίζεται στο «έχειν», μπορεί ακόμη κι όταν κάποιος δίνει και προσφέρει ο κόσμος να μετρά την αξία του με βάση την άμεση ανταπόδοση όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τον Θεό έναντι των όσων προσφέρει, όμως το κριτήριο του Θεού είναι η αιωνιότητα. Και η αιωνιότητα ξεκινά από το σήμερα.
 Βεβαίως η νοοτροπία του κόσμου δεν φαίνεται να δίνει σημασία σε όποιον βλέπει τη ζωή πνευματικά, έχοντας ως  κριτήριό του τον αληθινό πλούτο. Και αυτή η νοοτροπία διαχέεται παντού. Σημασία έχει η δύναμη, η εξουσία, η εκπλήρωση των επιθυμιών. Αυτή η στάση ξεκινά από την παιδική ηλικία. Οι γονείς  μπορεί στα λόγια να προτρέπουν το παιδί τους να μοιράζεται ό,τι έχει, στην πράξη όμως σπεύδουν να μετρήσουν τα πάντα με βάση τα δικαιώματα που κρίνουν ότι το παιδί τους πρέπει να έχει. Γίνονται υπερπροστατευτικοί  και εθίζουν το παιδί στην αίσθηση ότι δικαιούται τα πάντα. Όμως κάτι τέτοιο καθιστά τον νέο άνθρωπο εγωκεντρικό και τον δυσκολεύει στο να βρει τρόπους να κατανοήσει και να βιώσει την πεμπτουσία των ανθρώπινων σχέσεων που είναι το μοίρασμα της αγάπης.
Ακόμη και τον Θεό τον μετράμε ιδιοτελώς. Προτιμούμε  να ζητούμε από Αυτόν και να μην αισθανόμαστε ότι έχουμε κάποιο χρέος έναντί Του. Ζητούμε την αγάπη Του, την οποία μεταφράζουμε ως εκπλήρωση των επιθυμιών μας, και αρνούμαστε να λειτουργήσουμε ευχαριστιακά για ό,τι μας δίνει, ακόμη και για τα δύσκολα που επιτρέπει να ζήσουμε. Τον ζητούμε δίπλα μας, αλλά δεν θεωρούμε απαραίτητο να είμαστε δίπλα Του. Απαιτούμε την κατανόησή Του, αρνούμαστε όμως να μοιραστούμε μαζί Του τον εαυτό μας. Ίσως γιατί Τον τοποθετούμε ψηλά, αρνούμενοι να κατανοήσουμε την σημασία της παρουσίας Του μαζί μας, δίπλα μας, ανάμεσά μας. Και γι’ αυτό απαιτούμε από την Εκκλησία να σκορπίζει και να μοιράζεται, τους εαυτούς μας όμως τους θεωρούμε εκτός της ευθύνης αυτής. Όλα οι άλλοι.
Ό,τι μας δίνει ο Θεός το έχουμε για να μας περισσεύει. Από τον χρόνο και τη ζωή μας, μέχρι τα αγαθά και τα χαρίσματά μας. Και το περίσσευμα καλούμαστε με ιλαρή καρδιά να το προσφέρουμε. Ας βοηθηθούμε από την πίστη να αναμορφώσουμε τις προτεραιότητες της ζωής μας, ας αντισταθούμε στο πνεύμα του πολιτισμού μας, ας κάνουμε το βήμα της εξόδου από το εγώ μας και τότε θα ανακαλύψουμε τον αληθινό πλούτο. Και ο  Κύριός μας γνωρίζει και θα μας βοηθήσει, κρατώντας την δικαιοσύνη μας στην μνήμη Του εις τον αιώνα.    

Κέρκυρα, 4 Οκτωβρίου 2015