Μπροστά σε ένα ξεχωριστό γεγονός, το οποίο υπερβαίνει την δύναμη του νου για κατανόηση και ερμηνεία, ο άνθρωπος αισθάνεται περιέργεια, θαυμασμό και φόβο. Περιέργεια διότι είναι κάτι το οποίο δεν έχει ξαναζήσει, μπορεί μεν να έχει ακούσει από άλλους αλλά ο ίδιος δεν ήταν μέχρι τότε μάρτυράς του, με αποτέλεσμα να θέλει να μάθει περισσότερα γι’ αυτό και να σχηματίσει γνώμη προσωπική, να προσλάβει γνώση. Θαυμασμό διότι δεν μπορεί να το ερμηνεύσει με τις δικές του δυνάμεις και επομένως εξέρχεται του εαυτού του για να συμμετάσχει στο γεγονός και την ίδια στιγμή νιώθει εντός του απορία πώς είναι δυνατόν να είναι μάρτυράς του, πώς του επιτράπηκε μια τέτοια χάρη. Φόβο, διότι ό,τι μας ξεπερνά εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να μας υπενθυμίζει την σμικρότητά μας, το πεπερασμένο των δυνατοτήτων μας, αλλά και την αδυναμία μας να αντισταθούμε στην ένταση του βιώματος, το οποίο μας ρίχνει χαμαί, και μας κάνει να φοβόμαστε για το τι μέλλει γενέσθαι σε μας, αν θέλουμε να αλλάξει η ζωή μας και πώς θα είναι πραγματικά μετά από αυτό. Ένα μοναδικό γεγονός γεννά ταραχή στην καρδιά μας, μόλις περάσει η απόλυτη έντασή του. Είναι η μνήμη του που μας συνταράσσει, είναι η αίσθηση ότι δεν θα το ξαναζήσουμε, κάποτε είναι και η αγωνία να μην μας ξανασυμβεί διότι ο εαυτός μας δεν ήταν έτοιμος ή δεν μπορεί να το αντέξει ξανά.
Τέτοια γεγονότα στα οποία στεκόμαστε εκστατικοί είναι το μυστήριο της αγάπης και το μυστήριο του θανάτου. Είτε συμμετέχουμε σ’ αυτά, είτε γινόμαστε μάρτυρές τους στη ζωή των άλλων, τα δύο αυτά μυστήρια γεννούν περιέργεια, θαυμασμό και φόβο. Τόσο η αγάπη, όσο και ο θάνατος δεν οικειοποιούνται μέσα από περιγραφές βιβλίων ή εικόνων, αλλά γίνονται προσιτά στον άνθρωπο όταν εκείνος τα βιώνει. Διότι αφήνουν την δυνατότητα διαμόρφωσης προσωπικής γνώμης και πρόσληψης άμεσης γνώσης, όχι απλώς ικανοποιώντας την εκ φύσεως περιέργειά μας, αλλά δίνοντάς μας την ευκαιρία να εξερευνήσουμε τις διαστάσεις και τις δυνατότητές της ίδιας μας της φύσης. Η ζωή σε όλες της τις μορφές και δυνατότητες αποτυπώνεται στην αγάπη και τον θάνατο. Αυτό γεννά θαυμασμό και απορία. Πώς έχουμε προικισθεί με την δυνατότητα να κατανοούμε τι σημαίνουν αγάπη και θάνατος και να εκφράζουμε αυτή την κατανόησή μας όχι απλώς με περιγραφές και λόγους, αλλά με την μετοχή όλης μας της ύπαρξης στα συμβεβηκότα τους; Όταν αγαπούμε, εξερχόμαστε του εαυτού μας, ανοιγόμαστε στον άλλο, ο οποίος γίνεται σημείο αναφοράς μας. Διψούμε για κοινωνία και διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Ενεργοποιούμε όλο μας τον εαυτό, σώμα και ψυχή, και το πρόσωπό μας εξίσταται διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό του. Όταν βλέπουμε τους άλλους να πεθαίνουν, βιώνουμε την αδυναμία της κοινωνίας. Ο άλλος μπορεί να παραμένει σημείο αναφοράς για μας, όμως εκείνος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Δεν μετρά η βούλησή του, η δική του δίψα για κοινωνία, η διάθεσή του. Νέκρωση των πάντων επάνω του. Πώς εν μιά ροπή κάτι τέτοιο είναι εφικτό; Και στα δύο γεγονότα ο φόβος έρχεται να συνοδεύσει τα βιώματα. Στην αγάπη ότι αυτό που ζούμε μπορεί να μην κρατήσει ή να μην είναι επαρκές. Ότι ο χρόνος και η ποιότητά του μπορεί να μην φτάσουν, διότι τόσο εμείς όσο και τα πρόσωπα που αγαπούμε και μας αγαπούνε είναι πεπερασμένα. Η αγάπη φαίνεται μία διαδικασία δοκιμής, πρόσκαιρης πληρότητας, η οποία εύκολα μπορεί να κορεστεί. Την ίδια στιγμή ο θάνατος των άλλων μάς υπενθυμίζει τον δικό μας θάνατο, την μοναδική βεβαιότητα ότι ο χρόνος και η κακία ή η απροσεξία των άλλων θα νικήσουν την ποιότητα των χαρισμάτων μας, την μοναδικότητα του προσώπου μας, ακόμη κι αν αντισταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις και με όλα τα μέσα τα οποία ο νους και ο πολιτισμός μας έχουν δημιουργήσει.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο μυστήριο, το οποίο μας ξεπερνά. Είναι αυτό του μυστηρίου της φανέρωσης του Θεού στον κόσμο και στον άνθρωπο. Είναι το θαύμα τού να διαπιστώνουμε ότι υπάρχει Θεός και μάλιστα όταν βλέπουμε το είδος τη μορφής Του. Όταν διαπιστώνουμε ότι νους, καρδιά, πνεύμα, σώμα, ολόκληρη η ύπαρξή μας μπορεί να ατενίσει φανερά ή μυστικά κάτι από το μεγαλείο του Θεού, ένα ίχνος της δόξας Του. Και είναι αυτή η προσωπική γνώμη και γνώση ένα γεγονός που μας βοηθά να εξερευνήσουμε τις δυνατότητες της ίδιας μας της φύσης. Διότι μέσα από την θέα του μυστηρίου του Θεού συνειδητοποιούμε Ποιος είναι ο Δημιουργός και την ίδια στιγμή ο Ανακαινίζων ημάς. Και γεννιέται έτσι ο θαυμασμός για το μέγεθος της Αγάπης. Διότι ο Θεός αγάπη εστί. Και η δόξα Του καταυγάζεται μέσα στην αγάπη Του, η οποία γίνεται δημιουργική. Και είμαστε εμείς τα δημιουργήματά Του. Οφείλουμε την ύπαρξή μας στην αγάπη του Θεού. Οφείλουμε την δυνατότητα της αιωνιότητας στην αγάπη του Θεού. Οφείλουμε την δυνατότητα της βιώσεως του Φωτός και της Χαράς που έχουν διάρκεια και δεν είναι πρόσκαιρα γεγονότα στην αγάπη του Θεού. Την ίδια στιγμή αυτή η αποκάλυψη εντός μας, ότι ο Θεός είναι Προσωπικός, ότι αγάπη εστί, και ότι τα πάντα επάνω μας είναι δωρεές αυτής της αγάπης, γεννά φόβο. Διότι το θέλημά μας προτάσσει της αγάπης Του την αγάπη για τον εαυτό μας. Για το δικό μας θέλημα. Το εγώ μας, το οποίο δεν βλέπει το πεπερασμένο του, αλλά υποκύπτει στον πειρασμό ότι θα υπάρχει για πάντα. Ότι μπορεί και μόνο του να τα καταφέρει. Ότι μπορεί να υποτάξει τους πάντες στις επιθυμίες του, εξουσιάζοντάς τους. Ότι μπορεί να ζήσει χωρίς τον Δημιουργό και Ανακαινίζοντα. Αλλά, ακόμη κι αν δεν σκεφτόμαστε και δε ζούμε έτσι, διαπιστώνουμε ότι είμαστε μικροί, αδύναμοι και υποταγμένοι στο χρόνο και στη φθορά για να ατενίσουμε το πρόσωπο του Ζώντος Θεού, να Τον κρατήσουμε εντός μας, όπως επίσης και ότι Εκείνος δεν υποτάσσεται στις δικές μας επιθυμίες, αλλά πορεύεται ανερμήνευτα για την δική μας λογική. Διότι βλέπει τα πάντα στον ρου του μέλλοντος και της αιωνιότητας και όχι με γνώμονα το παρόν, το οποίο αποτελεί την δική μας παράσταση.
Το μυστήριο του Θεού έζησαν οι τρεις μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, στο όρος Θαβώρ, στο οποίο συνανήλθαν με τον Κύριο Ιησού, καθιστάμενοι μάρτυρες της Μεταμορφώσεώς Του. Είδαν το πρόσωπό Του να λάμπει όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του να γίνονται λευκά όπως το φως (Ματθ. 17,2). Και συνειδητοποιώντας μέσα τους τι είχε γίνει, εκτός από την περιέργεια για το Ποιος ήταν τελικά ο Διδάσκαλός τους, ένιωσαν και τον θαυμασμό για την δική Του δόξα, για την συνομιλία Του με τον Μωυσή και τον Ηλία, για την χάρη που η όλη εμπειρία εξέπεμπε, για την αγάπη και την πληρότητα που ένιωθαν προσλαμβάνοντες φως από το Φως. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσαν και τον φόβο, καθώς έγιναν μάρτυρες της γνώσεως ότι ο Θεός είναι Τριαδικός δια της νεφέλης και της πατρικής φωνής. Το μυστήριο ξεπερνούσε τις δικές τους δυνάμεις, τα όριά τους. Δεν είναι μόνο ότι δεν θα άντεχαν να συνεχίζουν να το ζούνε. Είναι και το ότι κατάλαβαν πόσο μικροί, υποταγμένοι στον χρόνο, στη φθορά και την αμαρτία ήταν. Είναι και ο φυσικός φόβος του μικρού απέναντι στον Μεγάλο, όταν η αγάπη του μικρού δεν είναι τόσο πλήρης, αλλά μέσα της είναι αναμεμειγμένη με βιώματα συμφέροντος, υποταγής και αβεβαιότητας για το Ποιος είναι τελικά αυτός τον οποίο αγαπούνε.
Γι’ αυτό και ο Χριστός πλησιάζει τους μαθητές, τους αγγίζει και τους λέει: «Εγέρθητε και μη φοβήσθε» (Ματθ. 17, 7). Σηκωθείτε και μη φοβόσαστε. Αυτός είναι ο λόγος του Κυρίου και προς όλους μας όταν έχουμε εντός μας το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Ας εγερθούμε από την παράδοση στο θέλημά μας. Από την πρόσκαιρη περιέργεια. Από έναν θαυμασμό που δεν γίνεται βίωμα και επίγνωση της αλήθειας την οποία καλούμαστε να βιώσουμε και που είναι ο Ίδιος. Ας μην φοβηθούμε ότι θα χάσουμε τον Θεό ή δεν θα είμαστε ικανοί γι’ Αυτόν, διότι η δική Του αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Ας εργαστούμε για να Τον αγαπήσουμε έτι περισσότερο. Και την ίδια στιγμή ας αφήσουμε το μυστήριο εν τη Εκκλησία να φωτίσει τις καρδιές μας και να τις οδηγήσει στην δίψα για αιώνια συνάντηση μαζί Του. Για να προσλάβουμε φως εκ Φωτός που είναι ο Ίδιος. Και μέσα από την σχέση μαζί Του και τα άλλα δύο μυστήρια της ζωής, η αγάπη και ο θάνατος, θα φωτιστούν κι αυτά. Η αγάπη θα αποκτήσει διάρκεια διότι δεν θα είναι το « εγώ» μας, το οποίο θα απειλεί να την καταρρακώσει, αλλά η δίψα για έξοδο από αυτό, για θυσία και αφιέρωση. Και ο θάνατος, δια της αναστάσεως, δεν θα είναι ο ακατανίκητος εχθρός, αλλά η στάση και το πέρασμα για την αιώνια συνάντηση με Εκείνον σε όλη Του την δόξα.
Εορτάζει η Εκκλησία μας την Μεταμόρφωση του Κυρίου μας στην ακμή του θέρους. Και μας υπενθυμίζει ότι η περιέργεια, ο θαυμασμός, ο φόβος μπροστά Του δεν πρέπει να παραμένουν βιώματα του παρόντος χρόνου, άλλοτε χρήσιμα, άλλοτε αγχωτικά, αλλά τρόπους με τους οποίους θα αφήσουμε τον μεταμορφωθέντα Χριστό να βοηθήσει να μεταμορφωθεί και η δική μας ζωή. Διότι αυτοί οι τρόποι αποκαλύπτουν την αγάπη Του, την μόνη έκφραση αληθινής δύναμης. Αρκεί να Τον συνοδεύουμε εν τω Θαβωρείω όρει της Εκκλησίας, στον τρόπο της οποίας ο Δημιουργός και ο Ανακαινίζων νεοποιεί και την δική μας ύπαρξη, αφήνοντας κατά μέρος ό,τι μας χωρίζει από Αυτόν. Ο παρών χρόνος είναι η πρόγευση. Κατεβαίνοντας από το όρος, όπως οι μαθητές, μπορούμε πλέον να γνωρίζουμε τον αληθινό προορισμό μας. Και η συνάντηση μαζί Του θα δώσει νόημα σε κάθε έργο μας, ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο θα βλέπουμε τον πολιτισμό, τη ζωή, την εποχή μας. Είναι το ελλείπον ήθος, το οποίο μας δίδει ελπίδα νίκης κατά της φθοράς. Ο καθένας μας ας δώσει την δική του απάντηση.