Η πίστη είναι στηριγμένη στο παράδοξο. Υπερβαίνει τα όρια, τα μέτρα της λογικής. Μας οδηγεί στην υπέρβαση των φυσικών όρων, αυτών που ο ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει και να αποδεχθεί. Γι’ αυτό και ονομάζεται πίστη το παράδοξο. Παρότι έχει τη δική του λογική, για όσους επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο και τη ζωή μόνο με τον λόγο, απαιτείται ένα άλμα για να το αποδεχθεί κάποιος. Είναι όπως η τέχνη. Μπορεί κάποιος να εξηγήσει την ακολουθία των μουσικών φθόγγων που συνθέτουν ένα μουσικό αριστούργημα, δεν μπορεί όμως να εξηγήσει γιατί αυτή ακολουθία συγκινεί, γαληνεύει, ομορφαίνει, ενίοτε και νοηματοδοτεί τη ζωή. Η πίστη, όπως και η τέχνη, είναι τα δώρα του Θεού στον άνθρωπο για να μην νικηθεί από τον ορθολογισμό. Να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μία πραγματικότητα καμωμένη και από υλικά του παρόντος κόσμου, τα οποία όμως συναντιούνται με τον Άχρονο, ο Οποίος είναι την ίδια στιγμή ο Δημιουργός και Ανακαινίζων τα πάντα και τους πάντες και μας υποδέχεται σε έναν τρόπο που δεν θα έχει τέλος, φθορά, θάνατο. Όπου οι απορίες του νου θα απαντηθούν όχι με λογικές και φιλοσοφικές κατηγορίες, αλλά δια της αγάπης. Όπου η ζωή θα γίνει μόνο χαρά και τα πάντα θα είναι πεπληρωμένα φωτός.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ο καθένας μας καλείται να οικειωθεί το παράδοξο. Να το αποδεχθεί με εμπιστοσύνη. Να το μοιραστεί στη ζωή της Εκκλησίας. Να το γιορτάσει. Να το αφήσει να μιλήσει στην ύπαρξή του. Να μην επιτρέψει στο ορθολογιστικό να κλείσει τις πόρτες στο αιώνιο. Να ακολουθήσει δηλαδή την οδό που ακολούθησε το πιο ξεχωριστό πρόσωπο στην ανθρώπινη ιστορία: η Υπεραγία Θεοτόκος.
Όλη η ζωή της Παναγίας υπήρξε η βίωση του παράδοξου: η πίστη να συναντά το ανθρώπινο και να το ξεπερνά μέσα από την παράδοση του προσώπου της στο θέλημα του Θεού, συνειδητά και ασυνείδητα. Όπως αναφέρει ένας από τους ωραιότερους ύμνους της εορτής της Κοιμήσεώς της: «πώς γαρ η απείρανδρος βρεφοτρόφος αγνεύουσα; πώς δε η μητρόθεος νεκροφόρος μυρίζουσα;» (Κάθισμα του Όρθρου). Πώς αυτή που δεν δοκίμασε σχέση με άνδρα βρέθηκε να ανατρέφει βρέφος (τον Χριστό) και την ίδια στιγμή να παραμένει αγνή και παρθένος; Πώς αυτή που έγινε μητέρα του Θεού, δοκιμάζει τα μύρα των νεκρών φέρουσα την νέκρωση του σώματός της; Η Παναγία βιώνει την μητρότητα άνευ ανδρός. Παραμένει Παρθένος και την ίδια στιγμή ανατρέφει το παιδί της. Ζει δηλαδή το παράδοξο να γεννά χωρίς ο φυσικός νόμος της μείξης να ισχύει γι’ αυτήν. Και ενώ γεννά παραμένει παρθένος. Άφθορος ο τόκος. Ζει ό,τι είναι η φυσική αποστολή και κατάσταση της γυναίκας και την ίδια στιγμή την υπερβαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον θάνατό της. Ζει την νέκρωση, το σώμα της βιώνει τα ανθρώπινα έθιμα, ακολουθεί δηλαδή την φύση του καθενός ανθρώπου η οποία συνδέεται με τον θάνατο, και την ίδια στιγμή το σώμα της θα μεταστεί στον ουρανό, με τρόπο παράδοξο, ακατανόητο και άγνωστο για όλους μας. Μυστήριο η μητρότητα και η παρθενία. Μυστήριο η αφθαρσία του σώματος και η μετάστασή του στον ουρανό. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος και η δύναμη του Θεού που καθιστούν το μυστήριο πραγματικότητα που μόνο η πίστη μπορεί να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει. Στη μεν γέννηση του Υιού της συμμετέχει συνειδητά η ίδια. Στην κοίμησή της δεν είναι αυτή που μπορεί να επιλέξει την μετάσταση και την άφθορο νέκρωση, αλλά ο Υιός και Θεός της που την τιμά.
Αυτό το παράδοξο στην Υπεραγία Θεοτόκο δεν είναι μυστήριο που αφορά μόνο στην ίδια. Στο πρόσωπό της γίνεται η πρόσκληση από τον Θεό σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, στον καθένα μας, να ακολουθήσει το παράδοξο. Να εμπιστευθεί Αυτόν που δημιούργησε τους φυσικούς νόμους και Αυτόν που μας ανακαινίζει χορηγώντας μας ζωή μέσα από την υπέρβασή τους. Και γι’ αυτό η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται η μετά θάνατον ζώσα, από την οποία ευχόμαστε να σωθούμε κι εμείς ως κληρονομία της. Αρκεί να εμπιστευθούμε Αυτόν που μας δίνει τη δυνατότητα να βιώσουμε το παράδοξο. Να Του επιτρέψουμε να γεννηθεί στις καρδιές μας αφήνοντάς Του χώρο όπως η Παναγία, δηλαδή προφέροντας το ΝΑΙ σ’ Αυτόν με απόλυτα ελεύθερη επιλογή, νικώντας κάθε λογισμό αμφιβολίας, έτοιμοι για κάθε θυσία, λέγοντας ΝΑΙ στην δεδομένη για μας Αγάπη Του, η οποία δεν φαίνεται πάντοτε καθαρά, αλλά χρειάζεται κύηση, χρόνο να αναπτυχθεί στη ζωή μας και να της ξαναδώσει την χαμένη παρθενία της καρδιάς. Να γίνει υπέρβαση της αμαρτίας, η οποία μας κάνει να πιστεύουμε ότι το δικό μας θέλημα, ο δικός μας νους, τα δικά μας χαρίσματα είναι πιο πάνω από Εκείνον. Και την ίδια στιγμή, καθώς ο καθένας μας βαδίζει άλλοτε πιο αργά και άλλοτε πιο γρήγορα προς τον προσωπικό του θάνατο, δηλαδή στην στιγμή κατά την οποία τίποτε δε θα λειτουργεί επάνω μας, αλλά θα είμαστε απόλυτα παραδομένοι στο έλεός Του, να μην απελπιζόμαστε, να μην νικιόμαστε από τη βεβαιότητα της φθοράς, ούτε να προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας με τους τρόπους εκείνους που ξορκίζουν τον χρόνο, όπως είναι τα πάθη, οι απολαύσεις, η άνευ νοήματος διασκέδαση, η παράδοση στις άνευ αγάπης επιθυμίες μας. Όπως η Παναγία, να Τον εμπιστευόμαστε κάθε στιγμή της ζωής μας και να φέρουμε μέσα μας την ελπίδα της Ανάστασης, συνοδευμένη από τη βεβαιότητα της αιωνιότητας. Η Παναγία τη ζει και ψυχικά και σωματικά. Εμείς θα την ζήσουμε αρχικά ψυχικά και πνευματικά και μετά την ανάσταση των νεκρών ως πλήρεις υπάρξεις. Αρκεί τα πάντα εντός μας να γίνουν αγάπη προς Εκείνον, προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο και κανείς φόβος και καμία λύπη δε θα μας εμποδίσουν να κοινωνήσουμε τον Αιώνιο.
Εορτάζουμε το Πάσχα του καλοκαιριού. Εορτάζουμε την δύναμη του παράδοξου, που ονομάζεται πίστη. Βιώνουμε τα θαύματα της Υπεραγίας Θεοτόκου ποικιλοτρόπως. Κυρίως όμως την ζούμε μέσα από πρόσωπο εκείνο που άνοιξε το δρόμο, ώστε τίποτε να μην εμποδίζει τον άνθρωπο να κάνει την υπέρβαση, να πιστέψει και να νικήσει μαζί της, στη ζωή της Εκκλησίας και στην κοινωνία με τον Υιό και Θεό της, τη φθορά και τον θάνατο. Και είναι η πίστη απόφαση και δώρο. Μόνο που δεν είμαστε μόνοι μας. Εκείνη μεσιτεύει για τον καθέναν μας. Και η μεσιτεία της λυτρώνει, αρκεί να είμαστε έτοιμοι, στην άκρη του μυαλού και της καρδιάς μας, να αφεθούμε στο μυστήριο. Της Αγάπης και της Ανάστασης που γίνονται αιωνιότητα και προσωπική μας.
Κέρκυρα, 15 Αυγούστου 2015