Ένα από τα πιο συγκλονιστικά μυθιστορήματα που αναφέρονται στην επιλογή ταυτότητας του ανθρώπου μέσα σε ένα θρησκευτικό, αλλά και κοινωνικό σύστημα, είναι Η Δύναμις και η Δόξα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Γκράχαμ Γκρήν (1904-1991). Κεντρικός του ήρωας ένας ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Μεξικό, με χρόνο δράσης το 1934. Έχει προηγηθεί ένας επίσημος διωγμός από ένα επαναστατικό καθεστώς εμφορούμενο από μαρξιστικές ιδέες, ένας εμφύλιος πόλεμος και μία κοινωνία στην οποία κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά του φόβου, της μισαλλοδοξίας, της βίας. Μια κοινωνία στην οποία το κακό βαφτίζεται καλό επίσημα. Χαρακτηριστικά του διωγμού είναι ο αποσχηματισμός των ιερέων μέσω της επιβολής του υποχρεωτικού γάμου, η εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες όσων αρνούνται να καταθέσουν το σχήμα τους και να παντρευτούν, αλλά και μία επιφανειακή ελευθερία για τους ταγούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τους επισκόπους, οι οποίοι παραμένουν σχετικά ήσυχοι.
Ο ήρωας του βιβλίου ζει κυνηγημένος. Είναι ένας ιερέας-μέθυσος, χωρίς όνομα. Έχει ένα παιδί με μία κοπέλα ενός χωριού. Άνθρωπος που νιώθει τις αμαρτίες και τα πάθη του και ξέρει ότι όλα του συνέβησαν διότι δεν ήταν ταπεινός. Παρόλα αυτά, δεν θα πάψει, όπου βρεθεί, να εξομολογεί, να κηρύττει και να λειτουργεί, ανταποκρινόμενος στην σιωπηλή δίψα των ανθρώπων να παραμείνουν πιστοί, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του. Δεν έχει όμως την αίσθηση ότι είναι ήρωας. Ότι είναι άγιος. Κάνει αυτό που η αποστολή του τού επιβάλλει, χωρίς όμως να νιώθει ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Ο διωγμός και ο φόβος του θανάτου γίνεται καθρέφτης του εντός του ανθρώπου. Έχει διαλέξει την ταυτότητά του, το ρόλο του, όμως δεν είναι άτρωτος. Προχωρά προς την οδό του μαρτυρίου, την οδό της Βασιλείας, αυτή που δίνει δύναμη και δόξα, την δύναμη του να φτάσει κάποιος μέχρι το τέλος ακόμη και νικημένος πάλιν και πολλάκις από τα πάθη του, αλλά μη αλλάζοντας αυτό που είναι, και την δόξα της ταπείνωσης, που η πίστη και οι περιστάσεις της ζωής φέρνουν. Ο ήρωας, αφού περάσει ένα ανελέητο κυνηγητό, αφού επιχειρήσει να ξεφύγει από τον θάνατο, δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στις κλήσεις και το χρέος της ιερωσύνης. Θα συνοδεύσει μία Ινδιάνα στο κοιμητήριο ενός βουνού για να θάψει το μικρό παιδί της, θα πάει, ενώ ξέρει ότι τον περιμένει η σύλληψη και ο θάνατος, να ακούσει την τελευταία εξομολόγηση ενός επικηρυγμένου δολοφόνου και δεν θα υποκύψει στις πιέσεις του άλλου ήρωα του μυθιστορήματος, ενός σκληρού στην καρδιά και απόλυτου ιδεολόγου αστυνομικού, εκφραστή της κοσμικής εξουσίας.
Αυτός είναι ο δεύτερος ήρωας, εξίσου ανώνυμος, ο οποίος βλέπει την δύναμη και τη δόξα από την πλευρά της εξουσίας των ιδεών. Δύναμη είναι η αποτίναξη της θρησκείας και οποιασδήποτε ιδέας δεν αφήνει τον άνθρωπο να αναλάβει μόνος την ευθύνη για τη ζωή του, που τον τρέφει με αυταπάτες περί αιωνιότητας, όπως εκείνος πιστεύει. Δύναμη είναι η παιδεία, είναι τα όπλα, είναι η επιβολή στον κόσμο. Δόξα είναι η εξόντωση των εχθρών, ακόμη και των ανθρώπων του ιδίου καθεστώτος, οι οποίοι δεν είναι καθαροί, έχουν πάθη, δεν πιστεύουν στην απολυτότητα των ιδεών του. Και ο αστυνομικός θα θριαμβεύσει στο ιστορικό πλαίσιο. Όμως, καθώς θα περνά ο χρόνος, εύκολα φαίνεται ότι είναι πρόσκαιρη η δύναμη και η δόξα των ιδεών. Μόνο η ταπείνωση, η αγάπη, η πίστη, η άφεση των άλλων νικούν αληθινά.
Γύρω από αυτούς τους δύο κεντρικούς ήρωες αναπτύσσονται άλλοι ανθρώπινοι τύποι. Ο ιερέας Χοσέ, δειλός και υποταγμένος στην μοίρα του, να έχει παντρευτεί υποχρεωτικά μία γυναίκα και να έχει ανταλλάξει το τιμαλφές της αιωνιότητας με το ρόλο του συζύγου. Η αποστολή της ιερωσύνης, μολονότι και ο ίδιος το συνειδητοποιεί ότι είναι μοναδική και αναφαίρετη, καθώς ακόμη και επίορκος και αρνητής, εξακολουθεί να δικαιούται να μεταβάλει το ψωμί και το κρασί σε σώμα και αίμα Χριστού, να μπορεί να προσευχηθεί για τον καθένα και να ακούσει τις εξομολογήσεις των ανθρώπων, δεν μπορεί να νικήσει τη δειλία του. Και έτσι περαιτέρω ταπεινώνεται, αυτός που από την αρχή ήταν ταπεινός, χωρίς να μπορέσει να γυρίσει στην παραδείσια κατάσταση της κοινωνίας με το Θεό και τους ανθρώπους εξωτερικά. Στο βάθος της ύπαρξής του όμως παραμένει μία μικρή ελπίδα, ότι ο Θεός δεν θα του το καταλογίσει και θα φανεί εύσπλαχνος. Η μικρή Κόραλ, άνθρωπος συμπόνιας, αγάπης, ανθρωπισμού, ο τύπος εκείνος που χωρίς να πιστεύει, ζει χριστιανικά. Ο μιγάς, ένας Ιούδας ο οποίος συντροφεύει τον μέθυσο ιερέα, παλεύοντας μέσα του αν τελικά θα πρέπει να τον προδώσει ή όχι, και κάνοντας την επιλογή να λάβει τα αργύρια, διότι ο εαυτός του είναι πιο σημαντικός από τη ζωή των άλλων. Δύο αδέρφια προτεστάντες, αντίπαλης θρησκείας, που όταν ο παπα-μέθυσος κινδυνεύει, θα τον σώσουν και θα του δώσουν την τελευταία ευκαιρία να νιώσει κανονικός ιερέας. Η ερωμένη του ιερέα και μητέρα του παιδιού του, η οποία στην καρδιά της διασώζει αγάπη γι’ αυτόν που την εγκατέλειψε και είναι έτοιμη να κινδυνεύσει για χάρη του, μολονότι γνωρίζει ότι δεν έχει καμία ελπίδα για μία κανονική ζωή. Η Μπριγκίτα, η κόρη τους, ένα χαμίνι που όμως είναι τελικά ένας από τους λόγους για τους οποίους ο ιερέας στέκεται στα πόδια του. Ζητά από τον Θεό να πληρώσει ο ίδιος για τις αμαρτίες του, όχι όμως το παιδί. Των τοιούτων εστί η Βασιλεία των ουρανών. Η ευσεβής γυναίκα της φυλακής, η οποία δεν κοιτά την δοκό στα μάτι της αλλά το κάρφος στο ερωτευμένο ζευγάρι. Ο οδοντίατρος, ο οποίος παλεύει μεταξύ της ελπίδας για μία διαφορετική ζωή, της ανάγκης για συντροφικότητα και αγάπη και του συμβιβασμού, της παραίτησης μπροστά στην μοίρα. Η μάνα που διδάσκει τα παιδιά της την πίστη και τον ηρωισμό που περνούνε μέσα από το μαρτύριο, αλλά που δεν μπορεί να πείσει το αγόρι της να νικήσει τον ορθολογισμό και τον ρεαλισμό του.
Όλοι αυτοί και άλλες λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινές μορφές, κινούνται γύρω από μία συγκλονιστική φράση που ο συγγραφέας βάζει στην σκέψη του κεντρικού του ήρωα: «Για τούτο τον κόσμο πέθανε ο Χριστός . όσο περισσότερο το κακό που έβλεπες και άκουγες γύρω σου, τόσο μεγαλύτερη λαμπρότητα περιέβαλλε τον θάνατο. Είναι πολύ εύκολο να πεθαίνεις για κάτι καλό ή όμορφο, για το σπίτι σου, για τα παιδιά σου ή για τον πολιτισμό, αλλά θέλει να είσαι Θεός για να πεθάνεις για τους χλιαρούς και τους διεφθαρμένους» (Σελ. 154). Όλο το μυθιστόρημα είναι μία απόδειξη τελικά ότι η πίστη στο Χριστό και η παρουσία του Θεού στον κόσμο συνυπάρχουν στην ήττα από το κακό, στον σταυρό και τον θάνατο, αλλά και την ίδια στιγμή στην ανάσταση της αγάπης, ακόμη κι αν αυτός που πιστεύει φανεί στα μάτια των εξουσιαστών και των αφρόνων του κόσμου «τεθνάναι». Ότι εκεί όπου η αμαρτία επλέονασε, η χάρις του Θεού και το έλεός Του υπερπερισσεύουν και ότι όποιος έχει λίγα δράμια πίστης και ταπείνωσης στην καρδιά του δεν θα μείνει αβοήθητος και αν- ελέητος.
Ποια είναι η ταυτότητα του ανθρώπου σε έναν τέτοιο κόσμο εξουσίας του κακού, μισαλλοδοξίας, φόβου για το αύριο, φτώχειας, διαστροφής της ανθρωπιάς, κυριαρχίας των παθών; Ποια είναι η ταυτότητα ενός χριστιανού σε έναν τέτοιο κόσμο; Ποια είναι η αποστολή της χριστιανικής Εκκλησίας σε μία τέτοια πραγματικότητα; Τα ερωτήματα προφανώς δεν αφορούν μόνο στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά στον χριστιανικό κόσμο εν γένει. Άλλωστε ένα μυθιστόρημα και ένας συγγραφέας γράφει με μία οικουμενική προοπτική, διότι τα ερωτήματα είναι βαθιά υπαρξιακά.
Ο χριστιανός καλείται να επαναβεβαιώνει την ταυτότητά του πρώτα στο εσωτερικό θρησκευτικό σύστημα στο οποίο ανήκει. Ο ευσεβισμός και η καθαρολογία από την μία, η αυτάρκεια και η καλοπέραση από την άλλη αποτελούν τις δύο όψεις του νομίσματος που λέγεται θρησκευτικότητα χωρίς αγάπη και με γνώμονα την ευκολία. Την ίδια στιγμή, η χριστιανική ταυτότητα στηρίζεται στον αγώνα για την μεταμόρφωση των παθών. Κλειδί η ταπείνωση. Και συνεχώς τίθεται το ερώτημα της θέσης των χριστιανών στον κόσμο. Υπάρχουμε για να καλύπτουμε τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων, ως επαναστάτες εναντίον της αδικίας, ως προσευχόμενοι για να δώσει λύσεις ο Θεός στις δικές μας αδυναμίες, ως προνομιούχοι μιας κοινωνίας η οποία δεν έχει σχέση με την πίστη αλλά που την θέλει ως φολκλόρ; Πόσο ο τελικός σκοπός της ζωής μας που είναι η αγιότητα μπορεί να λειτουργήσει στην προοπτική του μέλλοντος και όχι και του παρόντος; Πόσο μπορούμε να αδιαφορούμε για το ότι αυτός ο κόσμος, αυτή η εποχή, όπου το όραμα της χρηματικής άνεσης φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη για επιβίωση, αλλά δεν αποχωρεί από τις καρδιές μας, πλεονεξία που είναι ειδωλολατρία, εξακολουθούν να απαιτούν, και μάλιστα με κραυγαλέο τρόπο, από την Εκκλησία μόνο ύλη αδιαφορώντας για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας; Πόσο μπορούμε να αδιαφορούμε για το γεγονός ότι αυτός ο κόσμος στηρίζεται σε έναν ολοκληρωτισμό με όποια μορφή κι αν αυτός έρχεται, του θρησκευτικού φανατισμού, του πολιτικού, του τηλεοπτικού και μιντιακού, του πολιτισμικού, ως την μόνη οδό για το καλό των πολλών;
Δεν είναι εύκολες και μονοσήμαντες οι απαντήσεις. Εκεί όμως όπου ο καθένας μπορεί να σταθεί, διαβάζοντας το μυθιστόρημα, είναι το γεγονός ότι σε δύσκολες εποχές, κυριαρχίας της κάθε μορφής εξουσίας, από την μία θριαμβεύουν η μνησικακία, η εκδικητικότητα και ο φόβος και από την άλλη αναδύονται η ανθρωπιά και η αγάπη. Ένα ποτήριο ψυχρού ύδατος στον καύσωνα του εγωκεντρισμού χρειάζεται ο κόσμος. Μόνο που αυτό δεν πρέπει να το περιμένουμε από τους άλλους, αλλά να το δίνουμε πρώτοι εμείς, όσο και όπως μπορούμε. Διότι μόνο έτσι η Βασιλεία της Δυνάμεως και της δόξας κερδίζεται στην καρδιά του καθενός μας. Κι εδώ μπορούμε να βρούμε την ταυτότητά μας. Ποιοι είμαστε έναντι του Θεού, έναντι των άλλων και του εαυτού μας και πρωτίστως τι σημαίνει να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, ταγοί και καθημερινοί.
«Ο Θεός είναι αγάπη. Δεν λέω πως η καρδιά δεν παίρνει κάποια γεύση απ’ αυτή την αγάπη-αλλά τι γεύση. Ένα τόσο δα ποτηράκι αγάπης ανάμεικτο με ένα λίτρο βρωμόνερα. Αυτή η αγάπη έχει γίνει αγνώριστη. Μπορεί μάλιστα να μοιάζει και σαν μίσος. Είναι ό,τι πρέπει για να μας τρομάξει-η αγάπη του Θεού. Έβαλε φωτιά στη βάτο της ερήμου και άνοιξε τάφους και σήκωσε τους νεκρούς και τους έβαλε να περπατούν στα σκοτάδια. Αχ, άνθρωποι σαν εμένα θα έφευγαν τρέχοντας έτσι κι ένιωθαν αυτή την αγάπη κάπου κοντά τους» (σελ. 294)
Τρέχουμε να ξεφύγουμε από την αγάπη του Θεού. Φοβόμαστε μήπως γιατρευτούμε. Φοβόμαστε μήπως βρούμε στην αγιότητα την αληθινή μας ταυτότητα και αποστολή. Και έχουμε υποκαταστήσει τον δρόμο και τον τρόπο της Βασιλείας με την δύναμη του σήμερα, την ανάγκη για νίκη σε βάρος όλων των άλλων, την απόγνωση της ήττας όταν συντρίβονται τα δικαιώματά μας. Μόνο που μέσα στην προοπτική της αγιότητας έρχεται τελικά η ελπίδα. Ακόμη κι αν περνά από τους μικρότερους και μεγαλύτερους θανάτους της ταπείνωσης που γίνεται υψοποιός και δίνει ζωή.
«Ήξερε τώρα πια πως στο τέλος ένα μόνο πράγμα μετρούσε-να είσαι άγιος» (σελ. 309).
Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο ανοίγει δρόμους κυρίως προσωπικού αλλά και συλλογικού προβληματισμού σε πιστεύοντες και μη. Δυνατή η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, πολύτιμο τόσο το εισαγωγικό σημείωμα του Τζον Απντάικ και ακόμη περισσότερο το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Κυκλοφορείται από τις εκδόσεις Πόλις.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός