Οι άνθρωποι ονειρευόμαστε πάντοτε τον Παράδεισο από τον οποίο εκπέσαμε, είτε αυτός είναι πνευματικός και έχει να κάνει με τη σχέση μας με τον Θεό είτε με μία ζωή χωρίς άγχη και έγνοιες, δηλαδή μία χαμένη παιδικότητα στην οποία ήμασταν ευτυχισμένοι στην ασφάλεια της οικογένειας και της ανεμελιάς. Καθώς προχωρούμε στη ζωή μας διαπιστώνουμε ότι οι έγνοιες μάς κατατρώγουν. Ότι ενώ προσπαθούμε να πετύχουμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στην εργασία μας, στην κοινωνία, το περιβάλλον της ζωής μαρτυρεί μικρότερες ή μεγαλύτερες κολάσεις, είτε οικονομικές είτε κοινωνικές, είτε απορριπτικές των χαρισμάτων και του προσώπου μας. Δεν συμφωνούμε με τον κόσμο, ακόμη κι αν αναγκαζόμαστε να προσαρμοστούμε στα δεδομένα του. Είναι διότι επικρατεί μέσα μας η ανάγκη για ικανοποίηση επιθυμιών, πραγματικών και καλλιεργούμενων από τη νοοτροπία του εκάστοτε πολιτισμού εντός του οποίου ζούμε. Και είναι πολλές αυτές οι επιθυμίες, τις οποίες, εάν εκπληρώσουμε, πιστεύουμε ότι θα είμαστε ευχαριστημένοι. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνουμε ότι ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει, συχνά με ρυθμούς επανάληψης, το αποτέλεσμα είναι το υπαρξιακό κενό και η μοναξιά. Διασκεδάζουμε οι άνθρωποι κάθε Παρασκευή και κάθε Σάββατο βράδυ, ξενυχτούμε, ασωτεύουμε, ικανοποιούμε κάθε σαρκικό πάθος και επιθυμία, και επαναλαμβάνουμε συνεχώς αυτή τη διαδικασία, αλλά δεν λύνουμε το κενό μας. Κάτι μάς λείπει.
Η Εκκλησία, ιδίως κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μας προβάλλει το πρότυπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ως του κατεξοχήν ανθρώπινου προσώπου το οποίο έζησε τον Παράδεισο και την ίδια στιγμή καλεί όλους μας να μιμηθούμε τον τρόπο της, για να διαλύσουμε αρχικά τις όποιες ψευδαισθήσεις μάς ταλαιπωρούν για το πώς αυτός βιώνεται και, στη συνέχεια, για να πορευτούμε προς το αληθινό νόημά του. Ο Παράδεισος είναι συνδεδεμένος με τον πεσόντα Αδάμ και την ανάκλησή του στην κοινωνία με τον Θεό. Πεσών είναι ο Αδάμ διότι διάλεξε να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του για να αυτοθεωθεί. Πεσών είναι ο Αδάμ όχι διότι ο Θεός τον τιμώρησε, αλλά διότι ο ίδιος αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται τον Θεό για να γίνει θεός κι αυτό είναι η οδός του πνευματικού θανάτου. Πεσών είναι ο Αδάμ διότι από τους καρπούς του Παραδείσου επέλεξε τον δερμάτινο χιτώνα της φθοράς, του κόπου, της εξουσίας έναντι του συνανθρώπου του, έναντι του κόσμου, και όχι την ισότιμη κοινωνία. Πεσών είναι ο Αδάμ διότι ήθελε και θέλει μία ευχάριστη ζωή, την ικανοποίηση των επιθυμιών του με ευκολία, χωρίς κρίση, χωρίς επίγνωση τού τι αληθινά τον ωφελεί και τι όχι. Πεσών είναι ο Αδάμ διότι διαλέγει, αγαπώντας τον εαυτό του, να μην παραιτείται χάριν της αγάπης από τα δικαιώματά του, αλλά να αυτοδικαιώνεται όταν απορρίπτει, μισεί, εκδικείται, δοξάζεται, απολαμβάνει χωρίς να προσανατολίζεται στο τι θέλει ο Θεός αλλά στο τι θέλει ο ίδιος και μόνο.
Απέναντι στην πτώση του Αδάμ, η οποία συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη φύση εν γένει, η Εκκλησία μάς προτείνει να δούμε το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ως την ανάκληση του πεσόντος στον Παράδεισο, μόνο που αυτός ο Παράδεισος δεν είναι όπως τον δημιούργησε ο Αδάμ, αλλά όπως τον έπλασε ο Θεός. Η Παναγία χρησιμοποιεί την ελευθερία της για να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού. Χρειάζεται τον Θεό και το δείχνει από την πρώτη στιγμή της ζωής της, μένοντας στον ναό και αποδεχόμενη την παρουσία του Θεού συνεχώς στη ζωή της. Η Παναγία διαλέγει την οδό του κόπου, όχι για να αυτονομηθεί και να καταξιωθεί ενώπιον των ανθρώπων ή να τους εξουσιάσει, αλλά για να διακονήσει το ανθρώπινο γένος στο πρόσωπο του Υιού της και Λόγου του Θεού. Η ζωή της γίνεται μία συνεχής πορεία και κοινωνία διακονίας, αγάπης, υπομονής για τη σωτηρία του κόσμου. Η Παναγία δεν ικανοποιεί τις δικές της ανθρώπινες επιθυμίες, ούτε διαλέγει την οδό της ευκολίας, αλλά σιωπηλά αποδέχεται τον λόγο και τη θέληση του Παιδιού της, όπως επίσης φυλά ταπεινά στην καρδιά της τα ρήματα που έχουν να κάνουν με Αυτό και, την ίδια στιγμή, ακολουθεί, συγχωρεί, θρηνεί και χαίρεται, προσφέροντας τον εαυτό της. Ακόμη και μετά θάνατον όμως η Υπεραγία Θεοτόκος θα συνεχίσει την κοινωνία με όλο το ανθρώπινο γένος, παραμένοντας η Μήτηρ της Ζωής και με τις πρεσβείες της θα λυτρώνει εκ θανάτου τις ψυχές μας.
Την ίδια στιγμή η Εκκλησία μάς καλεί να δούμε την Υπεραγία Θεοτόκο ως τη λύτρωση για τα δάκρυα της Εύας. Η πρώτη γυναίκα δακρύζει γιατί νικιέται από τον εγωκεντρισμό της, συζητά με τον πειρασμό, δοκιμάζει τον καρπό του θανάτου, μεταδίδει τον θάνατο στον πλησίον της και από τότε η αποστολή της είναι με δάκρυα να γεννά ζωή για να υπερνικήσει δι’ αυτής τον θάνατο κι όμως να υποτάσσεται τελικά σ’ αυτόν. Κι αυτό διότι χωρίς Θεό ακόμη και η ζωή, όσο κι αν είναι έργο δημιουργίας, δεν είναι αρκετή για να νικήσει τον θάνατο σε όλες τις μορφές του. Δακρύζει η πρώτη γυναίκα διότι τώρα η αναφορά της δεν είναι ο Θεός, αλλά ο πλησίον της, δεν είναι ο ουρανός, αλλά η γη, μόνο που αυτή η αναφορά δεν έχει κριτήριο την αγάπη, αλλά την αποστροφή, την εξουσία του ενός έναντι του άλλου. Κι έτσι η ζωή παύει και πάλι να είναι Παράδεισος κι αυτό διαφαίνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην επιθυμία της μητέρας να κρατά προσκολλημένα τα παιδιά κοντά της, στην αίσθηση ότι είναι κτήμα της, όπως και κάθε τι στον κόσμο.
Απέναντι στα δάκρυα της Εύας η Εκκλησία μάς προτείνει την Υπεραγία Θεοτόκο ως τη λύτρωση. Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν συζητά με τον πειρασμό, αλλά με τον απεσταλμένο του Θεού. Ρωτά, αλλά δεν αρνείται τον Θεό χάριν των δικών της λογισμών. Δεν δοκιμάζει τον καρπό του θανάτου, αλλά αποδέχεται στα σπλάχνα της την όντως Ζωή που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Δεν μεταδίδει επομένως στον κόσμο και στον πλησίον θάνατο, αλλά ζωή, και μάλιστα αιώνια. Δεν μεταδίδει φθορά διά της σαρκικής μείξης, αλλά η παρθενία της συναντά το Άγιο Πνεύμα και εκ των αγνών αιμάτων της δίδει την σάρκα στον Θεό, όχι για να ξεγελάσει τον θάνατο, αλλά για να τον υποτάξει οριστικά. Δεν είναι αναφορά της ο άνδρας, ο πλησίον, οι άνθρωποι τώρα, αλλά ο Θεός, και αυτό αγιάζει και κάθε διαπροσωπική σχέση. Δεν εξουσιάζει ούτε εξουσιάζεται, αλλά αγαπά. Κι έτσι η ζωή ξαναγίνεται Παράδεισος και η ίδια, παρότι προστατεύει για όσο χρειάζεται τον Υιό της, δεν τον θεωρεί κτήμα της, μένει κοντά Του, αλλά γνωρίζει ότι δεν της ανήκει και ότι ήρθε για όλο τον κόσμο. Τα δάκρυά της γίνονται προσευχή για όλους τους ανθρώπους και σ’ αυτόν τον κόσμο και στην αιωνιότητα.
Η Εκκλησία μέσα από το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου μάς δείχνει τελικά ότι ο Παράδεισος ξεκινά από την κοινωνία με τον Θεό και κρύβεται στη βίωση της αγάπης, της ελευθερίας, της ταπείνωσης, της υπακοής στη σχέση μαζί Του και με τον πλησίον. Αν η ύπαρξή μας είναι γεμάτη από Θεό, τότε η ζωή εν τω κόσμω, ο πολιτισμός, οι ανάγκες, οι επιθυμίες νοηματοδοτούνται από Εκείνον. Και τότε και η μοναξιά υπερβαίνεται και το κενό παύει να υφίσταται. Ζούμε στον πολιτισμό και στον κόσμο μας, γνωρίζοντας το γιατί. Και δεν προσπαθούμε με υποκατάστατα να νικήσουμε τον θάνατο, αλλά με την κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού. Όπως η Παναγία. Κι Εκείνη μεσιτεύει για μας, να αντέξουμε τον αγώνα που πάντοτε είναι μπροστά μας και είναι συνεχώς πιο δύσκολος. Διότι δεν είναι πάλη προς σάρκα και αίμα, αλλά προς τας αρχάς και τας εξουσίας το κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου. Σ’ αυτόν τον αγώνα η χάρη της ας είναι μαζί μας!
Κέρκυρα, 27 Μαρτίου 2015