Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που αναρωτιόμαστε ποιος μπορεί να μας καταλάβει. Ποιος μπορεί να γνωρίσει ποιοι αληθινά είμαστε. Κι αυτό διότι δεν μπορούμε να χτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας με τους άλλους, δεν είμαστε σε θέση να αποκαλύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο, ενίοτε ούτε και στον εαυτό μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους. Το ίδιο αναρωτιούνται κι εκείνοι για τους εαυτούς τους. Ποιος μπορεί να τους καταλάβει, ποιος μπορεί να τους αναγνωρίσει. Και πορευόμαστε οι άνθρωποι ουσιαστικά σε μία κατάσταση μοναξιάς, την οποία προσπαθούμε να την υποκαταστήσουμε με επιφανειακές σχέσεις, με την παράδοση στην σαρκική απόλαυση, με την εργασιομανία, με την εκζήτηση της δόξας και του επαίνου, με τον τονισμό της αξίας του εαυτού μας ως παρηγοριάς και την ουσιαστική κατάκριση και απόρριψη των άλλων. Ο καημός μας είναι κάποιος να μας γνωρίσει. Κάποιος να κοινωνήσει αληθινά μαζί μας. Κάποιος να καλύψει τις ανάγκες μας. Κάποιος να μας βοηθήσει να αισθανθούμε αποδεκτοί. Να μας δώσει το χέρι του και να συμπορευτούμε.
Αυτός ο Κάποιος υπάρχει και είναι ο Χριστός. Ο Μεγάλος Άγνωστος της ζωής μας. Γιατί είναι ο μόνος που δεν έχει συμφέρον από εμάς. Γιατί δεν ζητά από εμάς, αλλά προσφέρεται. Γιατί ουδέποτε θα μας εγκαταλείψει. Γιατί δεν χρειάζεται να κρύψουμε κάτι από Εκείνον που τα γνωρίζει όλα. Αλλά για να Τον συναντήσουμε και να μας αναγνωρίσει χρειάζεται να Τον αναζητούμε. Χρειάζεται να πιστεύουμε ότι μας χρειάζεται «όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται» (Ιωάν. 1, 46). Και για να γίνει αυτό δεν αρκεί η συμβατική πίστη, η παραδοσιακή τελετουργία, ο μεταφυσικός φόβος. Η απάντηση βρίσκεται στην καρδιά μας. Στην αναζήτηση του Προσώπου που θα μας δώσει νόημα στη ζωή μας. Η παραίτηση από την κυριαρχία του εγώ μας και η απόφαση για ταπεινή φωνή προς Εκείνον να φανερωθεί στη ζωή μας και να γίνει ο Σωτήρας μας.
Όταν μάλιστα θα έρθει η ώρα της συνάντησης, θα διαπιστώσουμε ότι Εκείνος μας γνωρίζει. Γνωρίζει μέχρι πού αντέχουμε. γνωρίζει τι είναι ωφέλιμο για την ύπαρξή μας. Γνωρίζει τα πάθη μας και τα λάθη μας. Και στην ερώτησή μας «πόθεν με γινώσκεις» (Ιωάν. 1, 49), θα λάβουμε την απάντηση «πρό του σε φωνήσαι, είδον σε». Δεν είναι μόνο ότι ο Χριστός βλέπει τη ζωή μας. Είναι ότι περιμένει την κατάλληλη ώρα για να μιλήσει στην καρδιά μας, να μας καλέσει στην οδό της Βασιλείας Του. Όταν κι εμείς θα είμαστε έτοιμοι. Μπορεί βέβαια να πιστεύουμε πάντοτε στην ετοιμότητά μας, αλλά οι ποικίλες δοκιμασίες, οι λύπες μας, όπως επίσης και το γεγονός ότι συχνά βάζουμε άλλες προτεραιότητες στη ζωή μας εκτός από Εκείνον, αναδεικνύουν την ψευδαίσθηση που μας διακατέχει.
«Πόθεν με γινώσκεις;». Μας γνωρίζει προ καταβολή κόσμου, πριν καν έρθουμε στον κόσμο. Μας γνωρίζει όχι απλώς θεωρητικά, αλλά έχει ήδη γίνει άνθρωπος για μας, έχει σταυρωθεί και έχει πάθει για μας, έχει αναστηθεί για μας και έχει οδηγήσει την φύση μας στους ουρανούς. Έχει αφήσει παρακαταθήκη πολύτιμη την Εκκλησία και τον Ίδιο Του τον εαυτό, το Σώμα και το Αίμα Του για να Τον κοινωνούμε πάσας τας ημέρας της ζωής ημών. Γνωρίζει τον χαρακτήρα μας, τις αγωνίες μας, τι ζητούμε από Εκείνον και τον κόσμο, το πώς θα θέλαμε να πορευτούμε. Και είναι έτοιμος να μας δώσει σημεία αυτής της γνωριμίας Του μαζί μας δια της αγάπης Του η οποία μας δίδει δύναμη να υπερβούμε τις δοκιμασίες μας, δια της ελπίδος σ’ Αυτόν που μας κάνει να μην αποκάμουμε στη ζωή, αλλά και δια της πίστεως ότι είναι Παρών στη ζωή μας.
«Πόθεν με γινώσκεις;». Μας γνωρίζει δια των Αγίων Του που ακολούθησαν πριν από εμάς τον δρόμο της συνάντησης μαζί Του. Έπεσαν εξ αιτίας του πειρασμού και της αδυναμίας του φρονήματος ψυχής και σώματος στα πάθη και τις αμαρτίες, αλλά δεν έμειναν εκεί. Αγωνίστηκαν να υπερβούνε τον παλαιό άνθρωπο εντός τους, επικαλέστηκαν τη χάρη Του και την δύναμή Του και «Εκείνος ανήγαγε τας ψυχάς αυτών εξ Άδου κατωτάτου και εκ της φθοράς τας ζωάς αυτών» (Στ’ Ωδή του Μεγάλου Κανόνος). Οι Άγιοί Του τού έθεσαν το ίδιο ερώτημα με εμάς, είτε στις στιγμές της μεγάλης παράδοσης της ζωής τους στα χέρια Του είτε στις στιγμές της αγωνίας τους για το τι μέλλει γενέσθαι στη ζωή τους. Και έλαβαν ως απάντηση την χαρά της κοινωνίας Του μαζί τους.
«Πόθεν με γινώσκεις;». Μας γνωρίζει μέσα στις πτυχές της αναζήτησής μας στον κόσμο και τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε. Μέσα στον θρίαμβο της αποστασίας από το θέλημά Του, τον οποίο ο κόσμος βαφτίζει «πρόοδο» και έγκειται στην πρόταξη του εγωκεντρισμού, των δικών μας επιτευγμάτων, των λογισμών μας, Εκείνος είναι παρών. Βλέπει «την ταπείνωση, τον κόπον όσος» (Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως) και είναι έτοιμος να συγχωρήσει «πάσας τας αμαρτίας». Βλέπει την ήττα μας από την εκκοσμικευμένη καθημερινότητα που κατατρώει τον χρόνο, με τις μέριμνες αλλά και τον φόβο μην τυχόν μείνουμε έξω της ζωής των πολλών, και χαράζει την ακτίνα του φωτός Του ως ένα σημείο της ύπαρξής και της ελπίδας που μας δίνει. Είναι η ώρα της καρδιάς μας που δε νιώθει μόνη της, παρά την μοναξιά. Είναι η ώρα της υπέρβασης της απελπισίας που λειτουργεί μυστικά. Είναι η ώρα των μικρότερων ή μεγαλύτερων ΟΧΙ στην πραγματικότητά μας. Όχι απλώς για το ΟΧΙ ή για να δείξουμε ότι δεν είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» (Λουκ. 18,11). Αλλά γιατί η λιγοστή αγάπη μας προς το Πρόσωπό Του μάς δίνει τη δύναμη να θέλουμε «παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού ημών μάλλον ή εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83,11). Και να μετανοούμε «πάλιν και πολλάκις» (Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Το ερώτημα και η απάντησή του είναι μία από τις οδούς τις οποίες βιώνει η Ορθοδοξία στην εποχή μας. Με την αυτοσυνειδησία της κοινωνίας της με τον Χριστό και την διατήρηση στον αιώνα της παρακαταθήκης του Ευαγγελίου που Εκείνος έχει αφήσει. Με την δύναμη της συνεχούς παρουσίας των αγίων της, οι οποίοι θαυμαστώνονται από το Θεό για να μας δείχνει ότι η κοινωνία μαζί Του ξεπερνά τις εποχές, είναι κυρίως τρόπος και όχι χρόνος και τόπος. Με την πρόταξη της αναζήτησης της Αλήθειας, της μετάνοιας και της αντίστασης στον σύγχρονο κόσμο, κι ας είναι πιο εύκολη η ήττα. Αυτή την μαρτυρία δίνει σε όλους τους λαούς. Και σ’ αυτή την μαρτυρία καλούμαστε να συμμετάσχουμε μικρότεροι και μεγαλύτεροι, ταγοί και απλοί άνθρωποι. Γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι για λίγους, για επαΐοντες, αλλά για όλους. Όσους απορούν για το «πόθεν με γινώσκεις;» και για όσους αισθάνονται την μυστική χαρά του ότι ακόμη κι αν εμείς δεν «εωράκαμεν τον Κύριον» (Ιωάν. 20,25), Εκείνος συνεχίζει να απλώνει το χέρι και να μας τραβά από τον Άδη της ζωής μας και να μας δίνει νόημα. Για να παλεύουμε έως ότου ακούσουμε το «ευ δούλε, αγαθέ και πιστέ» (Ματθ. 25,23).
Κέρκυρα, 1η Μαρτίου 2015