1/5/15

Η ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ



Οι άνθρωποι στη ζωή μας έχουμε ανάγκη να δώσουμε την καρδιά μας σε κάποιον ή κάποιους τους οποίους εμπιστευόμαστε και αγαπούμε. Είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν αποδείξει το ενδιαφέρον τους για εμάς, έχουν μοιραστεί μαζί μας όχι μόνο τα συναισθήματα, αλλά και τις χαρές και τις λύπες μας, είναι εκείνοι τους οποίους αισθανόμαστε ότι είναι οι οικείοι μας, οι δικοί μας άνθρωποι. Πρωτίστως όμως αισθανόμαστε ως δικούς μας εκείνους με τους οποίους έχουμε φυσική συγγένεια. Προς τους γονείς μας και προς τα παιδιά μας αισθανόμαστε απέραντη οικειότητα, εμπιστοσύνη, αγάπη. Με όσους και να συνδεθούμε στη ζωή μας, δύσκολα η οικειότητα προς αυτούς μπορεί να αντιπαραβληθεί με την οικειότητα προς τους φυσικούς συγγενείς μας. Μόνο η αγάπη μπορεί να δημιουργήσει νέους δεσμούς, χωρίς να καταλύσει όμως ουσιαστικά τους παλαιότερους.
                Η επιθυμία και η βίωση της οικειότητας υπάρχει  διότι οι άνθρωποι έχουμε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσίν Του. Η σχέση αγάπης που υπάρχει ανάμεσα στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και η οποία περιγράφεται με την φράση  «ο Θεός αγάπη εστί» (Α’ Ιωάν. 4,8), δωρίζεται σε εμάς τους ανθρώπους. Βεβαίως η αγάπη των Προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι πλήρης, ανεξάντλητη, τελεία και δεν πηγάζει από  ανάγκη. Είναι δηλαδή συμπεπλεγμένη με την ελευθερία, η οποία και αυτή μας δωρήθηκε από τον Τριαδικό Θεό ως εξίσου πολύτιμο δώρο.  Εκ της φύσεως μας, εκ της θεϊκής μας καταγωγής,  οι άνθρωποι ελάβαμε και κληθήκαμε να πορευόμαστε στη ζωή μας  ζώντας αυτό το μυστήριο της αγάπης και της ελευθερίας. Να είμαστε τέκνα Θεού και την ίδια στιγμή να στρεφόμαστε προς τους άλλους για να βιώνουμε την υιότητα και την αδελφοσύνη ως ευλογημένες δωρεές της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας διδάσκει:  «Ίδετε ποταπήν αγάπην δέδωκεν  ημίν ο Πατήρ ίνα τέκνα Θεού κληθώμεν. Δια τούτο ο κόσμος ου γινώσκει ημάς, ότι ουκ έγνω Αυτόν. Νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί. Και πας ο έχων ελπίδα ταύτην επ’ Αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί» (Α’ Ιωάν. 3, 1-3). Κοιτάξτε με πόση αγάπη μας αγάπησε ο Πατέρας! Η αγάπη Του είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ονομαστούμε παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό ο κόσμος δεν μας καταλαβαίνει, γιατί δε γνωρίζει το Θεό Πατέρα. Τώρα είμαστε παιδιά του Θεού. Τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον  δεν έχει ακόμη φανερωθεί. Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δευτέρα Παρουσία Του, θα γίνουμε όμοιοι με Εκείνον, γιατί θα Τον δούμε όπως πραγματικά είναι. Όποιος λοιπόν με εμπιστοσύνη στο Χριστό έχει αυτή την ελπίδα, προετοιμάζεται. Καθαρίζει τον εαυτό του από την αμαρτία, έχοντας ως πρότυπό την καθαρότητα Εκείνου.
                Την πληρότητα της θεϊκής δόξας θα την βιώσουμε κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Όμως σε εορτές όπως τα Θεοφάνεια, βλέπουμε κατά τον πενιχρό τρόπο των αισθήσεών μας, και των σωματικών και των πνευματικών, τον τρόπο αυτής της δόξας. Διαπιστώνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Ο Χριστός βαπτίζεται στον Ιορδάνη έχοντας προσλάβει την ανθρώπινη φύση. Μολονότι Θεάνθρωπος δεν αρνείται τίποτε από τα ανθρώπινα, δίχα αμαρτίας. Το Άγιο Πνεύμα, εν είδει περιστεράς, έρχεται προς Αυτόν. Και ακούγεται η φωνή του Θεού Πατρός να λέει τόσο προς τον Πρόδρομο, όσο και προς τους παρευρισκομένους, αλλά και προς όλη την ανθρωπότητα: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ηυδόκησα» (Ματθ. 3,17). Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, Αυτός είναι ο εκλεκτός μου, σ’ Αυτόν ευαρεστούμαι.
 Με την φανέρωση αυτή αποκαλύπτεται το Μυστήριο της Αγάπης και της Ελευθερίας του τριαδικού Θεού. Η ελευθερία αποκαλύπτεται στην ύπαρξη τριών Προσώπων  με κοινές και διαφορετικές ιδιότητες, τα οποία συμπορεύονται και συνεμφανίζονται. Ο Πατήρ έχει Υιό. Υπάρχει μεταξύ τους η σχέση Πατρότητος και Υιότητος. Το Άγιο Πνεύμα είναι έτερο πρόσωπο σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό. Ανακαινίζει και φωτίζει την κτίση, εκπληρώνοντας το θέλημα του Πατρός και δείχνει τον Υιό στους ανθρώπους. Ο Υιός γίνεται άνθρωπος, για να δώσει στους ανθρώπους την αγάπη του Θεού στην πληρότητά της, που είναι η ανακαίνιση της ανθρώπινης ύπαρξης από τη φθορά και το θάνατο. Και τα τρία Πρόσωπα φανερώνονται στον κόσμο, δείχνοντας την ενότητα, που πηγάζει από την ελευθερία και την αγάπη μεταξύ Τους. Και την ίδια στιγμή στη νέα ανθρωπότητα, στη νέα οικουμένη μετέχει σύμπασα η κτίση. Γι’ αυτό και ο Υιός εισέρχεται στον Ιορδάνη ποταμό. Τον αγγίζει ο έσχατος και κορυφαίος των προφητών, ένας άνθρωπος, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, στο πρόσωπο του οποίου φανερώνεται η ευλογία την οποία λαμβάνει όλη η ανθρωπότητα, να μπορεί να ψαύει τον Λυτρωτή Θεό. Να αγιάζεται μέσω της κοινωνίας μαζί του, γιατί εμείς, στο μυστήριο της Ευχαριστίας δεν αγγίζουμε απλώς τον Χριστό, αλλά καθιστάμεθα οικείοι Του, καθώς Εκείνος κατοικεί εντός της υπάρξεώς μας. Και την ίδια στιγμή να λαμβάνει την αγάπη Του ως μέγιστη δωρεά. Και τα νερά, ο ουρανός, τα πάντα λαμπαδοφεγγούν μετέχοντας στη χαρά του νέου ξεκινήματος.
Δεν υπάρχουν πλέον μυστικά ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους. Για το Θεό όλοι είμαστε παιδιά Του. Και την ίδια στιγμή καλούμαστε να ανταποκριθούμε στην κίνηση αυτή της οικειότητας που ο Θεός μας προσφέρει. Νικώντας την φθορά και τον θάνατο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ιορδάνης ποταμός πηγάζει από δύο πηγές, την Ιόρ και την Δαν, εξ ου και το όνομα «Ιορδάνης» και χύνεται στη Νεκρά θάλασσα. Αυτός ο ποταμός είναι τύπος του θνητού ανθρώπινου γένους, το οποίο, όπως ο Ιορδάνης, έχει δύο πηγές προέλευσης: τον Αδάμ και την Εύα, που με την επιλογή τους να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους αρνούμενοι την αγάπη προς το Θεό και ακολουθώντας την οδό της θεοποίησης του εαυτού τους, κατέληξαν στο θάνατο, στην άβυσσο του Άδη, στη νεκρότητα. Σ’ αυτόν τον Ιορδάνη εισέρχεται ο Χριστός για να αναστρέψει την πορεία προς τη νέκρωση, την πορεία προς τη Νεκρά θάλασσα. Γι’ αυτό και ο Ιορδάνης «εστράφη εις τα οπίσω». Έτσι και το ανθρώπινο γένος, αν βαπτιστεί στο ύδωρ εν Πνεύματι Αγίω και εισέλθει στην Εκκλησία, επανερχόμενο ελεύθερα στην αγάπη και την κοινωνία με το Θεό, αναστρέφει την πορεία προς το θάνατο.  Οδηγείται στην ανάσταση και τη νέα ζωή που δίνει ο Χριστός.
Αν πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό, ξεκινά για μας μία οικειότητα, παλαιά και νέα. Η παλαιά έχει να κάνει με την αποδοχή εντός μας ότι είμαστε παιδιά του Θεού, όπως πλαστήκαμε εξ αρχής. Η νέα έχει να κάνει με τη νίκη κατά του θανάτου, στην οποία τα πάντα συμμετέχουν, στο Φως της Εκκλησίας στον παρόντα χρόνο και στο Φως της αιώνιας κοινωνίας με το Πρόσωπο του Χριστού, Τον Οποίο θα δούμε όπως ακριβώς είναι στην Δευτέρα Παρουσία.  Η παλαιά οικειότητα έχει να κάνει με την αγάπη προς εκείνους με τους οποίους συνδεόμαστε εξ φύσεως είτε επειδή έχουμε επιλέξει να τους αγαπούμε. Η νέα οικειότητα έχει να κάνει με το άνοιγμα της καρδιάς μας και της ζωής μας προς όλους τους ανθρώπους, εχθρούς και φίλους. Αυτό που ο κόσμος δεν μπόρεσε και ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει, διότι παραμένει στην κατάσταση του παλαιού Ιορδάνη. Πορεύεται χωρίς Θεό στη ζωή του. Μπορεί και εμείς να μην θέλουμε να εμπιστευθούμε, να οικειωθούμε, να αγαπήσουμε όλους τους ανθρώπους, παραμένοντας δέσμιοι του παλαιού ανθρώπου. Σύμπασα όμως η ζωή της Εκκλησίας, η οποία ξεκινά από το άγιο Βάπτισμα και τελειούται στην μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ένας συνεχής αγώνας να ζήσουμε το μυστήριο της αγάπης και της ελευθερίας, το οποίο μας δωρήθηκε.
Αυτή ας είναι και η ευχή μας και ο αγώνας μας στην μεγάλη εορτή της του Κυρίου Θεοφανίας.

Κέρκυρα, 6 Ιανουαρίου 2014