Το αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο HBO παρουσίασε σε τρεις κύκλους μία πολύ ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά με τίτλο «THE NEWSROOM». Θέμα της η παραγωγή ενός δελτίου ειδήσεων σε ένα αμερικανικό τηλεοπτικό σταθμό, το ACN, και ο τρόπος που οι βασικοί πρωταγωνιστές αντιλαμβάνονται όχι μόνο τις ειδήσεις, αλλά και την αλήθεια στην πληροφόρηση του κοινού. Σκοπός του δελτίου ειδήσεων δεν είναι οι δείκτες τηλεθέασης, οι διαφημίσεις, η προβολή ειδήσεων που θα καθηλώσουν τους τηλεθεατές όχι εξαιτίας του περιεχομένου τους, αλλά επειδή θα κολακεύουν τα πάθη των ανθρώπων. Ο πρόεδρος του τμήματος ειδήσεων (δυνατή ερμηνεία από τον βετεράνο ηθοποιό Σάμ Γουότερστον) οραματίζεται ένα δελτίο το οποίο θα επιτελεί το ρόλο του Δον Κιχώτη. Θα εκπολιτίζει τον τηλεθεατή. Θα αποτυπώνει την αλήθεια, ελεγμένη και βέβαιη κατά το δυνατόν, και όχι την αγωνία της πρωτιάς ή της εντυπωσιοθηρίας, ακόμη κι αν αυτή δεν στηρίζεται σε βεβαιωμένα γεγονότα. Θα στηρίζεται στο μεράκι και την αγάπη του επιτελείου που εργάζεται για την παραγωγή ενός δελτίου ειδήσεων να μην στέκεται σε μία άνευρη, άοσμη και politically correct παρουσίαση ενός δελτίου, ούτε στην κατασκευή ειδήσεων προκειμένου να κερδίσει ο σταθμός, αλλά στην διατύπωση άποψης, στην μαχητικότητα, στην πολιτική τοποθέτηση τόσο του παρουσιαστή, του anchorman (εκπληκτική η ερμηνεία του Τζεφ Ντάνιελς ως Γουίλ Μακαβόϊ), όσο και της παραγωγού του δελτίου (εντυπωσιακά ανθρώπινη και την ίδια στιγμή ηγετική η ερμηνεία της Έμιλυ Μόρτιμερ ως Μακένζι Μακχέιλ), αλλά και των συνεργατών τους.
Μέσα από την ιστορία του δελτίου ειδήσεων αποτυπώνονται και οι προσωπικές ιστορίες, οι απόπειρες σχέσεων και η στάση ζωής όλων όσων συμμετέχουν στην προσπάθεια, ένας ολόκληρος κόσμος, σύγχρονος, σκληρός και τρυφερός συνάμα, κυνικός και την ίδια στιγμή ρομαντικός και ιδεαλιστικός, σε μία κοινωνία που άλλοτε αναζητεί την αλήθεια και άλλοτε παρασύρεται στο βούρκο της ιδιοτέλειας, του κουτσομπολιού, της ενασχόλησης με την ιδιωτική ζωή των πρωταγωνιστών του star- system. Μία εικόνα της Αμερικής που παλεύει να λειτουργήσει με ορθολογιστικά κριτήρια. Που δεν αρνείται την χριστιανική πίστη και παράδοση, αλλά δεν την θέλει να ρυθμίζει τη δημόσια ζωή εις βάρος των ικανοτήτων και του κόπου των ανθρώπων (δεν υποστηρίζουμε κάποιον επειδή είναι χριστιανός, αλλά επειδή είναι χριστιανός ικανός να βοηθήσει την κοινωνία, αλλιώς υποστηρίζουμε τον ικανό, από τον οποίο ζητούμε να σέβεται την πίστη). Που ζητά από τους ανθρώπους να μην είναι άκριτοι καταναλωτές γεγονότων, αγαθών, διασημοτήτων, αλλά να λειτουργούν με κριτήριο την ευφυΐα τους, την ικανότητά τους να σκέφτονται και να επιλέγουν, γεννώντας μία παιδεία που ξεπερνά τις δυνατότητες, κάποτε, της ίδιας της τηλεόρασης να ξεφύγει από τον νόμο της αγοράς.
Μέσα από την ιστορία του δελτίου ειδήσεων αποτυπώνονται και οι προσωπικές ιστορίες, οι απόπειρες σχέσεων και η στάση ζωής όλων όσων συμμετέχουν στην προσπάθεια, ένας ολόκληρος κόσμος, σύγχρονος, σκληρός και τρυφερός συνάμα, κυνικός και την ίδια στιγμή ρομαντικός και ιδεαλιστικός, σε μία κοινωνία που άλλοτε αναζητεί την αλήθεια και άλλοτε παρασύρεται στο βούρκο της ιδιοτέλειας, του κουτσομπολιού, της ενασχόλησης με την ιδιωτική ζωή των πρωταγωνιστών του star- system. Μία εικόνα της Αμερικής που παλεύει να λειτουργήσει με ορθολογιστικά κριτήρια. Που δεν αρνείται την χριστιανική πίστη και παράδοση, αλλά δεν την θέλει να ρυθμίζει τη δημόσια ζωή εις βάρος των ικανοτήτων και του κόπου των ανθρώπων (δεν υποστηρίζουμε κάποιον επειδή είναι χριστιανός, αλλά επειδή είναι χριστιανός ικανός να βοηθήσει την κοινωνία, αλλιώς υποστηρίζουμε τον ικανό, από τον οποίο ζητούμε να σέβεται την πίστη). Που ζητά από τους ανθρώπους να μην είναι άκριτοι καταναλωτές γεγονότων, αγαθών, διασημοτήτων, αλλά να λειτουργούν με κριτήριο την ευφυΐα τους, την ικανότητά τους να σκέφτονται και να επιλέγουν, γεννώντας μία παιδεία που ξεπερνά τις δυνατότητες, κάποτε, της ίδιας της τηλεόρασης να ξεφύγει από τον νόμο της αγοράς.
Καταγράφουμε αυτά σε μία περίοδο στην οποία η αλήθεια απουσιάζει και από την δική μας ζωή, από την δική μας πραγματικότητα. Η τηλεόραση, το Διαδίκτυο, η καθημερινότητά μας στηρίζονται στις εντυπώσεις, στα συνθήματα, στην κατασκευή ειδήσεων, στο ψέμα που αλλοιώνει την πραγματική εικόνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σχολιαστές, τα τρολ στις ειδήσεις του Διαδικτύου. Ανάλογα με τις προτιμήσεις τους, ανάλογα με το ποια συμφέροντα και απόψεις εξυπηρετούν, σχολιάζουν κάθε είδηση συνήθως με αγενή και άκομψο, με υβριστικό, με χουλιγκάνικο τρόπο, για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο η αίσθηση ότι πρέπει να επικρατήσει η άποψη που εξυπηρετούν με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο, η οπαδοποίηση και η απουσία ολοκληρωμένου λόγου, η ευφυολογία και η κακία εκφράζουν την οργή ή τον φόβο, την διάθεση για εκδίκηση ή την ανάγκη για ρεαλισμό και την ίδια στιγμή δεν αφήνουν στον καλοπροαίρετο αναγνώστη την δυνατότητα να αναλογιστεί τι είναι αλήθεια και τι όχι, προς τα πού θα πρέπει να στραφεί όχι για να ικανοποιήσει μόνο την επιθυμία του για εκπλήρωση των συμφερόντων του, αλλά για το συλλογικό καλό.
Κατασκευάζουμε ή αναζητούμε μία πραγματικότητα στην οποία αξία θα έχει η είδηση που θα συμφέρει τον καθέναν μας, αφήνοντας κατά μέρος την αλήθεια που είναι προς όφελος του συνόλου, της πατρίδας. Αυτό έχει και ανάγνωση από την άλλη πλευρά. Αν είμαι δυστυχισμένος ή έχω προβλήματα, τα οποία δεν μπορούν να λυθούν με την υπάρχουσα πορεία, γιατί να με νοιάζει το γενικό καλό, εφόσον αυτό δεν μπορεί να με συμπεριλάβει; «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» λοιπόν.
Αυτή η νοοτροπία έρχεται σε συνάφεια με το πώς πορευθήκαμε τα τελευταία σαράντα χρόνια. Χωρίς «εμείς», αλλά με γνώμονα το «εγώ» μας. Την δυνατότητα να εξουσιάσουμε ή να γευθούμε τα αγαθά της εξουσίας, το κοκαλάκι της. Με ανεφάρμοστους νόμους και κανόνες. Με την εικονική πραγματικότητα της προτυποποίησης των ασήμαντων. Πέτυχε το life- style, με κύριους εκφραστές του τα πρωϊνάδικα, τον Λαζόπουλο, τους Αμάν και τα κάθε λογής Καρντάσιανς, να μας κάνει να αναλογιζόμαστε ότι χαρά μας δίνει μόνο η διασκέδαση και η ενασχόληση με αυτούς που πουλάνε την εικόνα του σώματός τους, την ευφυΐα ή την ευήθειά τους για να γελάνε οι πολλοί, όλους αυτούς που προέρχονται από την καθημερινότητά μας, αλλά , την ίδια στιγμή, δεν ανοίγουν έναν δρόμο για να μη γίνει η καθημερινότητα, η ιδιωτική ζωή το παν. Έτσι ασχολούμαστε με την μαγειρική, γιατί, για να βγούμε από την μίζερη πραγματικότητα, θα μπορούσαμε κι εμείς να γίνουμε σεφ, ασχολούμαστε με το χορό και το τραγούδι, γιατί, για να βγούμε από την μίζερη πραγματικότητα, θα μπορούσαμε κι εμείς να γίνουμε χορευτές και τραγουδιστές, ασχολούμαστε με το αστυνομικό ρεπορτάζ, με τις τράπεζες και την οικονομία, με τα ναυάγια, με τον καιρό, με τις θρησκείες, με το ποδόσφαιρο, όχι γιατί θέλουμε κατ’ ανάγκην να είμαστε ενημερωμένοι, αλλά γιατί πρέπει να ταυτιστούμε με κάποια μερίδα, γιατί πρέπει να βγάλουμε προς τα έξω την άποψή μας, την οποία η δημοκρατία επιβάλλει να έχουμε, χωρίς όμως πληρότητα γνώσης και χωρίς την ταπείνωση ότι δεν τα γνωρίζουμε όλα.
Είδηση είναι ό,τι προβάλλεται και με τον τρόπο που προβάλλεται. Ο παρουσιαστής πρέπει να είναι «αντικειμενικός» και να αφήνει όλους αυτούς που παρουσιάζονται στις ειδήσεις να πούνε την άποψή τους. Ο παρουσιαστής δεν δικαιούται να έχει άποψη, διότι τότε εκμεταλλεύεται τη θέση του. Έτσι το μόνο που κυριαρχεί είναι η σύγχυση, από την οποία είναι μάλλον αδύνατο να προέλθει η αλήθεια. Αγνοούμε βεβαίως το ότι η κάθε εξουσία (και η τέταρτη) καλείται, εκτός των άλλων, να προσφέρει και παιδεία στους ανθρώπους που ζητούν ή έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες της, την διακονία της. Στην πατρίδα μας πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, εκκλησιαστικοί και άλλοι ταγοί, που θέλουν να παίρνουν μέρος στο δημόσιο λόγο, δεν έχουν την επίγνωση ότι κάθε φορά που μιλούνε αντίστοιχη ποιότητα παιδείας προσφέρουν σε όσους τους ακούνε.
Ένας σπουδαίος συγγραφέας, θεμελιωτής σε πολλά του στοχασμού της Δύσης, ο ιερός Αυγουστίνος, λέει χαρακτηριστικά στις Εξομολογήσεις του: «Πολλούς ανθρώπους γνώρισα που ήθελαν να εξαπατήσουν άλλους, όμως κανέναν που να του αρέσει να τον εξαπατούν. Δεν θέλουν να εξαπατώνται οι άνθρωποι, γιατί αγαπούν την αλήθεια. Την ίδια στιγμή όμως η αλήθεια γεννά το μίσος. Ο κήρυκας της αλήθειας γίνεται εχθρός για πολλούς. Οι άνθρωποι αγαπούν το φως της αλήθειας, αλλά μισούν τον έλεγχό της. Την αγαπούν όταν τους αποκαλύπτεται, αλλά την μισούν όταν τους αποκαλύπτει. Αλλά να ποια θα είναι η αμοιβή τους: η αλήθεια θα ξεσκεπάσει αυτούς που την αρνούνται, αλλά γι’ αυτούς θα μένει πάντα σκεπασμένη. Έτσι είναι ο νους του ανθρώπου. Θέλει να κρύβεται, αλλά να μην του μένει τίποτε κρυφό. Όμως και μέσα σ’ αυτή την αθλιότητα, περισσότερο χαίρεται με την αλήθεια, παρά με το ψέμα!».
Το κείμενο αυτό δείχνει τελικά γιατί οι άνθρωποι αρεσκόμεθα να μαθαίνουμε την αλήθεια για τους άλλους, όχι όμως για τον εαυτό μας. Ακόμη κι αν ακούμε την αλήθεια δεν θέλουμε να την αποδεχτούμε, όταν μας θίγει, όταν δεν βαδίζει σύμφωνα με αυτά που μας συμφέρουν, τόσο στην εκκοσμικευμένη πραγματικότητά μας, όσο και σ’ αυτή που έχει σχέση με το Θεό. Χρειάζονται λοιπόν όντως εκείνοι οι Δον Κιχώτες, που με τίμημα την απόρριψη, τον σταυρό, την ήττα, θα προσπαθήσουν να δείξουν την αλήθεια, όσο κι αν είναι σκληρή. Και την ίδια στιγμή, θα ξαναφέρουν στην επιφάνεια την ανάγκη για συλλογική πορεία. Που θα λαμβάνει υπόψιν της τις συνθήκες και την πορεία του κόσμου, αλλά εκτός από «λογισμό», θα δίνει και «όνειρο», για να υπάρχει χάρη!
Η σειρά «The Newsroom» περατώθηκε με έναν θάνατο και μία καινούρια αρχή. Έφυγε από τη ζωή ο οραματιστής. Όμως αυτοί που ανέλαβαν να υλοποιήσουν το όνειρό του δεν φοβήθηκαν, ούτε το σύστημα, ούτε τη ήττα, ούτε τα λάθη τους. Και συνέχισαν την προσπάθεια από εκεί που ο Δον Κιχώτης τους την άφησε. Να γίνουν αυτοί που θα δώσουν αλήθειες στο κοινό. Στάση πνευματική, ακόμη και από κοσμικούς ανθρώπους. Εδώ έρχεται η σειρά μας. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το βήμα να επιλέξουμε στην καθημερινότητά μας, στην πνευματική μας προσπάθεια, στις ανθρώπινες σχέσεις την οδό της αλήθειας, η οποία πρώτα αποκαλύπτει ποιος είναι ο εαυτός μας και μετά μας καλεί να δούμε όχι μόνο τι ωφελεί τον ίδιο, αλλά και τι ωφελεί το σύνολο, ακόμη κι αν αυτό περιλαμβάνει ήττες, αδυναμίες, ταπεινοσύνη, δυσπραγία; Ή έχουμε αποφασίσει να παραμείνουμε κλεισμένοι στην διασκέδαση της πραγματικότητάς μας, στη ταύτισή μας με το ασήμαντο, με την άγνοια ή την ημιμάθεια, με έναν εγωιστή εαυτό, ο οποίος δεν συναισθάνεται τι είναι αληθινό, αλλά είναι βέβαιος, χωρίς να το ψάχνει, ότι όλοι μάς χρωστάνε κι εμείς όχι;
Η Εκκλησία πάντοτε τολμούσε να δείχνει σε ό,τι αφορά στα πνευματικά την αλήθεια για τον άνθρωπο. Τι σημαίνει αμαρτία και τι μετάνοια. Είχε όμως και έχει έναν φόβο για τον κόσμο. Ότι αν πει και ζητήσει την αλήθεια γι’ αυτόν, θα περιθωριοποιηθεί, θα κατηγορηθεί, θα προκαλέσει. Δεν ήταν όμως αυτό το παράδειγμα των Αγίων και των Πατέρων μας, της παράδοσής μας. Είναι βέβαιο ότι αν ελέγχονται «οι κακοί», θα μας μισήσουν. Μόνο οι σοφοί γίνονται σοφότεροι μέσα από τις αφορμές της αλήθειας. Όμως η Εκκλησία είχε λόγο για τη ζωή, για τις σχέσεις των ανθρώπων, για το τι είναι αληθινό και τι όχι. Ίσως γιατί οι Πατέρες και οι Άγιοι τολμούσαν να λειτουργούν δονκιχωτικά. Έβγαιναν από την ασφάλεια των αξιωμάτων τους ή την αποδοχή των πιστών και έκαναν το βήμα να διατυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία θα γίνει πιο αληθινή όχι μόνο στην εσχατολογία, αλλά και στην ιστορία. Πώς θα λειτουργήσουν με περισσότερη δικαιοσύνη οι άνθρωποι και πώς θα γνωρίζουν το μέτρο, το οποίο έγκειται στο να μην νικιέσαι από την πλεονεξία, σε κάθε τομέα της ζωής. Να παραμένεις ταπεινός και την ίδια στιγμή να αγαπάς και να δίνεις. Πολλοί το πλήρωσαν με αίμα, με εξορία, με σταυρό. Έδειξαν όμως τον δρόμο της τήρησης του Ευαγγελίου. Θα τολμήσουμε άραγε, ασχέτως τιμήματος, ως Εκκλησία να υπενθυμίσουμε την ανάγκη να ξαναβρούμε την αληθινή μας ταυτότητα, την ανάγκη να βάλουμε μπροστά και το «εμείς»; Κρινόμαστε λοιπόν πλέον όλοι.
Κέρκυρα, 19 Ιανουαρίου 2015
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός