12/6/14

Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ

      Στα περισσότερα θαύματα που έκανε  ο Χριστός βλέπουμε αυτοί που τα υφίστανται, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, αυτοί που λυτρώνονται από αυτά να μένουν σιωπηλοί. Ούτε παρακαλούν, ούτε εκφράζονται. Και δεν είναι παθητικότητα αυτή η στάση, αλλά ένδειξη σιωπηλής αγάπης, εμπιστοσύνης, εναπόθεσης της ελπίδας τους στο πρόσωπο του Χριστού. Αντιθέτως, βλέπουμε κάποιοι οι οποίοι δεν υφίστανται άμεσα κάποια συνέπεια από την τέλεση του θαύματος, να μιλούν, συνήθως για να επικρίνουν το Χριστό ή να εκφράσουν την απορία τους, σπανιότερα για να δοξάσουν το Θεό.

Έτσι και στην περίπτωση της θεραπείας μιας συγκύπτουσας γυναίκας (Λουκ. 13, 10-17), η οποία επί δεκαοκτώ χρόνια ήταν άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Ο Χριστός την θεραπεύει χωρίς να το ζητήσει εκείνη. Βρίσκεται μόνο στη συναγωγή την οποία επισκέπτεται ο Κύριος. Η μόνη της αντίδραση είναι η δοξολογία του Θεού, αφού δέχεται το θαύμα, η ευχαριστία και η έκφραση της ευγνωμοσύνης. Στη συναγωγή πήγε διότι ήταν ευσεβής. Πήγε μολονότι μέσα της φαίνεται ότι είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα παραμείνει συγκύπτουσα σε όλη της τη ζωή. Παρόλα αυτά δεν έπαψε να πιστεύει στο Θεό, όχι με γνώμονα το συμφέρον της, αλλά γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή της διαφορετικά, εκτός της πίστης και της αγάπης προς το Θεό κι ας ήταν Εκείνος σκληρός, εμείς μπορεί να λέγαμε και άδικος, μαζί της. Και χωρίς να ζητά κάτι, λαμβάνει αυτό που επί δεκαοκτώ χρόνια ποθούσε και πιθανότατα είχε διαγράψει από τη ζωή της ότι θα το λάβει: την ίαση.
Συνήθως έτσι συμβαίνει στη ζωή με τους ανθρώπους που είναι ευσεβείς, υπομονετικοί, αποδέχονται το θέλημα του Θεού και δεν Τον εγκαταλείπουν επειδή δεν εκπληρώνει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες τους. Μετά από κάποιο διάστημα υπομονής, άγνωστο πόσο, ο Θεός βλέπει την υπομονή αυτή και την ανταμείβει, δίνοντας αυτό που θα ήθελε ο υπομένων, εφόσον φυσικά είναι για το καλό του. Η ευσέβεια, η εμπιστοσύνη, η σιωπηλή παράδοση του εαυτού στο Θεό και την ίδια στιγμή  η αίσθηση ότι το δαιμονικό πνεύμα μπορεί να βλάψει το σώμα, αλλά η βλάβη είναι επιφανειακή, αποτελεί στάση ζωής η οποία αποτυπώνεται στην σιωπή της συγκύπτουσας.
Εντελώς αντίθεση είναι η στάση του αρχισυνάγωγου. Δεν σιωπά, αλλά αγανακτεί και διαμαρτύρεται. Δεν αποδίδει την θεραπεία της γυναίκας στο Θεό, αλλά ελέγχει Τον Θεό διότι παραβίασε τον νόμο που ο Ίδιος έδωσε στους ανθρώπους. Θεός γι’ αυτόν είναι ο νόμος και δεν μπορεί να διανοηθεί το πώς ο Χριστός θα μπορούσε να είναι ο Υιός του Θεού και να παραβαίνει τον νόμο που δόθηκε από το Θεό στους ανθρώπους. Ο λόγος του είναι επιθετικός, αγανακτισμένος. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει η αγάπη, η οποία είναι πιο πάνω από τον νόμο. Και ο νόμος είναι παιδαγωγός στην αγάπη. Κι ενώ ο Χριστός έναντι της συγκύπτουσας φανερώνει την δύναμη της αγάπης, η οποία θεραπεύει τα ασθενή, έναντί του φανερώνει την δύναμη της πειθούς, της λογικής, των επιχειρημάτων, του λόγου που ξεσκεπάζει την υποκρισία.  Και ο λόγος είναι αγάπη. Μόνο που τώρα είναι ελεγκτικός, όχι τρυφερός, αποκαλυπτικός της αλήθειας και την ίδια στιγμή της παντοδυναμίας του Θεού.  
Στον καθένα μας απομένει να επιλέξουμε. Θέλουμε από το Θεό την αγάπη που διορθώνει τα πάθη και τα λάθη μας, πατρικά και ζεστά, ή θέλουμε την αγάπη που ξεγυμνώνει την υποκρισία μας, διαλύει τον εγωισμό μας και μας καταντροπιάζει μπροστά στους άλλους, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταλάβουμε. Δεκαοκτώ χρόνια η συγκύπτουσα έμαθε την ταπείνωση, την σιωπή, την αποδοχή του θελήματος του Θεού.  Σε μία στιγμή ο αρχισυνάγωγος έμαθε τα ίδια. Διότι και ταπεινώθηκε και σιώπησε μπροστά στη δύναμη του λόγου του Χριστού και δεν μπορούσε να ανατρέψει το θέλημα του Θεού.  Μόνο που για την συγκύπτουσα η όλη πορεία αποδείχθηκε λυτρωτική. Για τον αρχισυνάγωγο δεν γνωρίζουμε αν θεραπεύθηκε από την δαιμονική κατάσταση της οίησης, της σκληρότητας, της απουσίας της αγάπης. Διότι τελικά φαίνεται πως εκείνος ήταν πιο άρρωστος από την συγκύπτουσα. Αυτή έσκυψε το κεφάλι στο Θεό και αποδέχθηκε το θέλημά Του.  Εκείνος απολυτοποίησε  το θέλημα του Θεού, αλλά αρνήθηκε τον  Ίδιο το Θεό, όταν Τον συνάντησε, διότι δεν κατάλαβε ότι το θέλημα δεν αποσκοπούσε στην εξωτερική τήρηση του Νόμου, αλλά είχε να κάνει με την αγάπη για την ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία καλείται να μάθει τα όριά της, τι την ωφελεί πραγματικά.  
Αυτή είναι η οδός της Εκκλησίας, η οποία διασώζει το βαθύτερο νόημα του θελήματος του Θεού, αλλά κυρίως την παρουσία Του αυτοπροσώπως στις ζωές μας. Μία παρουσία αγάπης και όπου χρειάζεται δύναμης, όχι όμως για να μας τιμωρήσει, αλλά για να μας διδάξει στην υπομονή, την ταπείνωση, να μας βάλει στην θέση και στα όριά μας. Μία τέτοια στάση ζωής μας χρειάζεται στους καιρούς μας, οπότε και δεν φαίνεται να αποδεχόμαστε τα όριά μας, ούτε να λειτουργούμε με γνώμονα την αγάπη, σίγουρα πάντως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε οποιαδήποτε δοκιμασία. Ας κύψουμε το κεφάλι  και το σώμα μας εν ταπεινώσει, όπως η συγκύπτουσα, για να αξιωθούμε να απαλλαγούμε από κάθε ασθένεια, σώματος, ψυχής και πνεύματος.


Κέρκυρα, 7 Δεκεμβρίου 2014