Στηλιτεύει την υποκρισία του αρχισυνάγωγου ο
Χριστός μετά την θεραπεία μιας συγκύπτουσας γυναίκας ένα Σάββατο. Δεν χάρηκε με
το θαύμα ο επικεφαλής της συναγωγής. Η καρδιά του δεν είχε αγάπη, αλλά έμενε
προσκολλημένος στην τήρηση του νόμου και των εντολών του κατά γράμμα. Και αντί
να δοξάσει το Θεό για την ευλογία που έδωσε σε μία ταλαιπωρημένη ύπαρξη,
μέτρησε με το μέτρο της υποκρισίας την κίνηση του Χριστού. Έπρεπε να γίνει η
θεραπεία μια άλλη ημέρα και όχι το Σάββατο. Εργασία ήταν γι’ αυτόν η θεραπεία,
όχι έκτακτη δωρεά του Θεού, όχι επαναδημιουργία της ύπαρξης της γυναίκας και
δυνατότητα να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της. Κλειστά τα πνευματικά του μάτια.
Δεν μπορούσε να δει την κυρτωμένη από το βάρος της ασθένειας, αλλά και την
ταλαιπωρία δεκαοκτώ χρόνων ψυχή, δεν μπορούσε να χαρεί για την μεγάλη αλλαγή.
Μωρή η στάση του. Προκαλεί απογοήτευση για την αδυναμία του να αγαπήσει τον
συνάνθρωπό του. Και δίνει αφορμή για προβληματισμό σχετικά με την υποκρισία του
να βλέπει κανείς και να απολυτοποιεί το γράμμα του νόμου και να αρνείται να δει
το πνεύμα που ελευθερώνει. Την υποκρισία να βάζει τον εαυτό του έναντι του Θεού
και να επιχειρεί να πείσει την ύπαρξή του, αλλά και τους ανθρώπους που τον
εμπιστεύονται ότι ο ίδιος είναι πιο αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου του Θεού
από τον Ίδιο το Θεό που έδωσε το νόμο. Την υποκρισία να θεωρεί τον εαυτό του
τακτοποιημένο έναντι του Θεού και των ανθρώπων, χωρίς να μπορεί να αγαπήσει,
χωρίς να βλέπει την κύρια εντολή που δίδει ως παρακαταθήκη ο Θεός στον κόσμο Του.
Συχνά στη ζωή μας απολυτοποιούμε το γράμμα του νόμου. Είναι πιο εύκολη η τήρησή του γιατί έχει συγκεκριμένες διατυπώσεις, όρια και περιγραφές. Έτσι δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε μεταμόρφωση της ίδιας μας της ύπαρξης σύμφωνα με το πνεύμα που κάθε σημείο του νόμου κρύβει, αλλά αρκούμαστε στο να θεωρούμε ότι η πιστή τήρησή του σώζει. Μένουμε έτσι στην επιφάνεια της σχέσης με το Θεό και αδυνατούμε να κατανοήσουμε το πνευματικό της βάθος. Μένουμε στις λέξεις και δεν προχωρούμε στα πράγματα. Αδυνατούμε να δούμε ότι κάθε εντολή, ο ίδιος ο νόμος εν τη αγάπη κρέμαται. Ότι τηρούμε τις εντολές για να μπορούμε να δείχνουμε την αγάπη μας προς το Θεό περισσότερο και ότι οι όποιες εντολές αποσκοπούν στο να μας δείχνουν πότε αδυνατούμε να αγαπήσουμε αληθινά το συνάνθρωπό μας και τον εαυτό μας. Παραδίδουμε λοιπόν τον εαυτό μας στην ψευδαίσθηση ότι επειδή τηρούμε το γράμμα εξωτερικά είμαστε αυτό που θέλει ο Θεός και από εδώ ξεκινά η υποκρισία μας.
Αν μάλιστα η τήρηση είναι ακριβής και γίνεται ενώπιον των ανθρώπων, αν αναγορεύουμε τους εαυτούς μας ή μας δίδεται η αποστολή να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα του νόμου του Θεού, μας είναι αδύνατο να βάλουμε στον εαυτό μας το όριο της ταπείνωσης. Όπως ο αρχισυνάγωγος έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού, το ρόλο του σταυροφόρου υπερασπιστή των δικαίων του Θεού έναντι όλων των άλλων, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουμε ερμηνεία του πνεύματος των εντολών του Θεού. Βάζουμε δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των ανθρώπων, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και όταν μας υποδεικνύεται από το Θεό με διάφορους τρόπους ότι η πορεία μας δεν είναι σωστή, είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε και τον ίδιο το Θεό. Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με τον φαρισαϊσμό μας.
Τέλος, λησμονούμε ότι η χαρά του αδελφού μας, όπως και η λύπη του, είναι χαρά και λύπη δική μας. Ότι γι’ αυτό κληθήκαμε στη ζωή του Θεού και της Εκκλησίας. Για να μπορούμε να εξερχόμαστε από τον εαυτό μας, να προσευχόμαστε και να στηρίζουμε τους δοκιμαζόμενους, να τους παρηγορούμε με την αγάπη τους, αλλά και να μετέχουμε στη χαρά και την ευλογία που λαμβάνουν στη ζωή τους με γενναιόδωρη καρδιά και όχι με μιζέρια και αστερίσκους. Αν θεωρούμε τους εαυτούς μας εντάξει έναντι του Θεού, τότε εύκολα δείχνουμε μία κλειστή καρδιά και είμαστε ανίκανοι να μοιραστούμε τον εαυτό μας, αλλά και να συνδράμουμε στο του ετέρου. Όμως απέναντι στο Θεό οφείλουμε και χωρίς Εκείνον τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Γι’ αυτό χρειάζεται, για να νικηθεί το πνεύμα της υποκρισίας, να γίνει η καρδιά μας ανοιχτή στην αγάπη και εύκολη στο να συνδράμει τους άλλους στο σταυρό τους, αλλά και να συγχαρεί με την ανάστασή τους.
Ο πολιτισμός μας τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι του συνανθρώπου είναι σήμερα ένας πολιτισμός υποκρισίας. Παρουσιάζει νόμους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν με την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να μοιράζεται και να αγαπά, αλλά με τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Επιφυλάσσουν για την πίστη το ρόλο είτε της μεταφυσικής τακτοποίησης είτε της θεραπείας των υλικών αναγκών του ανθρώπου και αρνούνται να της αναγνωρίσουν το γεγονός ότι τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο και ότι οι αξίες και ο τρόπος ζωής που προτείνει και βιώνει χτίζουν μια κοινωνία στηριγμένη στην αγάπη και την ελευθερία, δηλαδή στην υπαρξιακή αλλαγή του ανθρώπου με σκοπό να μπορεί να λυτρωθεί από τα δεσμά του εγωκεντρισμού και του θανάτου. Αντικαθιστούν αυτές τις αξίες με άλλες, ανθρωπιστικού περιεχομένου, χωρίς όμως να δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να στηριχτεί, να πιστέψει και να παλέψει κατά Θεόν, για να μη νιώθει μόνος του. Και έχοντας επιβάλει έναν υλιστικό τρόπο ζωής, αδιαφορεί για την κλειστή καρδιά, για τον εγωκεντρισμό και τα τείχη που υψώνονται γύρω από τον άνθρωπο που ψάχνει την ευτυχία στα περιττά της ύλης. Κι όλα αυτά στο όνομα της προόδου, του μοντερνισμού, της ανάγκης για ποιότητα ζωής και συνύπαρξης. Μόνο που οι ερμηνευτές των νόμων θα κατέχουν την αποκλειστικότητα να κρίνουν και να απορρίπτουν όχι μόνο ιδέες και γεγονότα, αλλά, κυρίως, ανθρώπους, όπως ο αρχισυνάγωγος της εβραϊκής συναγωγής.
Η Εκκλησία μας καλεί να ανοίξουμε την καρδιά μας στο πνεύμα που ελευθερώνει. Να κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού που γεννιέται στην αγάπη. Να μοιραστούμε με γενναιοδωρία τη χαρά και να συνδράμουμε με γνήσια συμπόνια τη λύπη του άλλου. Και να περιορίσουμε την υποκρισία που μας κάνει να μην αναγνωρίζουμε τις δωρεές του Θεού, αυτοαναγορευόμενοι σε τιμητές των πάντων. Μόνο έτσι ίσως θα μπορέσουμε να έχουμε ένα νέο ξεκίνημα και στη ζωή μας και στην κοινωνία μας.
Συχνά στη ζωή μας απολυτοποιούμε το γράμμα του νόμου. Είναι πιο εύκολη η τήρησή του γιατί έχει συγκεκριμένες διατυπώσεις, όρια και περιγραφές. Έτσι δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε μεταμόρφωση της ίδιας μας της ύπαρξης σύμφωνα με το πνεύμα που κάθε σημείο του νόμου κρύβει, αλλά αρκούμαστε στο να θεωρούμε ότι η πιστή τήρησή του σώζει. Μένουμε έτσι στην επιφάνεια της σχέσης με το Θεό και αδυνατούμε να κατανοήσουμε το πνευματικό της βάθος. Μένουμε στις λέξεις και δεν προχωρούμε στα πράγματα. Αδυνατούμε να δούμε ότι κάθε εντολή, ο ίδιος ο νόμος εν τη αγάπη κρέμαται. Ότι τηρούμε τις εντολές για να μπορούμε να δείχνουμε την αγάπη μας προς το Θεό περισσότερο και ότι οι όποιες εντολές αποσκοπούν στο να μας δείχνουν πότε αδυνατούμε να αγαπήσουμε αληθινά το συνάνθρωπό μας και τον εαυτό μας. Παραδίδουμε λοιπόν τον εαυτό μας στην ψευδαίσθηση ότι επειδή τηρούμε το γράμμα εξωτερικά είμαστε αυτό που θέλει ο Θεός και από εδώ ξεκινά η υποκρισία μας.
Αν μάλιστα η τήρηση είναι ακριβής και γίνεται ενώπιον των ανθρώπων, αν αναγορεύουμε τους εαυτούς μας ή μας δίδεται η αποστολή να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα του νόμου του Θεού, μας είναι αδύνατο να βάλουμε στον εαυτό μας το όριο της ταπείνωσης. Όπως ο αρχισυνάγωγος έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού, το ρόλο του σταυροφόρου υπερασπιστή των δικαίων του Θεού έναντι όλων των άλλων, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουμε ερμηνεία του πνεύματος των εντολών του Θεού. Βάζουμε δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των ανθρώπων, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και όταν μας υποδεικνύεται από το Θεό με διάφορους τρόπους ότι η πορεία μας δεν είναι σωστή, είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε και τον ίδιο το Θεό. Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με τον φαρισαϊσμό μας.
Τέλος, λησμονούμε ότι η χαρά του αδελφού μας, όπως και η λύπη του, είναι χαρά και λύπη δική μας. Ότι γι’ αυτό κληθήκαμε στη ζωή του Θεού και της Εκκλησίας. Για να μπορούμε να εξερχόμαστε από τον εαυτό μας, να προσευχόμαστε και να στηρίζουμε τους δοκιμαζόμενους, να τους παρηγορούμε με την αγάπη τους, αλλά και να μετέχουμε στη χαρά και την ευλογία που λαμβάνουν στη ζωή τους με γενναιόδωρη καρδιά και όχι με μιζέρια και αστερίσκους. Αν θεωρούμε τους εαυτούς μας εντάξει έναντι του Θεού, τότε εύκολα δείχνουμε μία κλειστή καρδιά και είμαστε ανίκανοι να μοιραστούμε τον εαυτό μας, αλλά και να συνδράμουμε στο του ετέρου. Όμως απέναντι στο Θεό οφείλουμε και χωρίς Εκείνον τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Γι’ αυτό χρειάζεται, για να νικηθεί το πνεύμα της υποκρισίας, να γίνει η καρδιά μας ανοιχτή στην αγάπη και εύκολη στο να συνδράμει τους άλλους στο σταυρό τους, αλλά και να συγχαρεί με την ανάστασή τους.
Ο πολιτισμός μας τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι του συνανθρώπου είναι σήμερα ένας πολιτισμός υποκρισίας. Παρουσιάζει νόμους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν με την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να μοιράζεται και να αγαπά, αλλά με τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Επιφυλάσσουν για την πίστη το ρόλο είτε της μεταφυσικής τακτοποίησης είτε της θεραπείας των υλικών αναγκών του ανθρώπου και αρνούνται να της αναγνωρίσουν το γεγονός ότι τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο και ότι οι αξίες και ο τρόπος ζωής που προτείνει και βιώνει χτίζουν μια κοινωνία στηριγμένη στην αγάπη και την ελευθερία, δηλαδή στην υπαρξιακή αλλαγή του ανθρώπου με σκοπό να μπορεί να λυτρωθεί από τα δεσμά του εγωκεντρισμού και του θανάτου. Αντικαθιστούν αυτές τις αξίες με άλλες, ανθρωπιστικού περιεχομένου, χωρίς όμως να δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να στηριχτεί, να πιστέψει και να παλέψει κατά Θεόν, για να μη νιώθει μόνος του. Και έχοντας επιβάλει έναν υλιστικό τρόπο ζωής, αδιαφορεί για την κλειστή καρδιά, για τον εγωκεντρισμό και τα τείχη που υψώνονται γύρω από τον άνθρωπο που ψάχνει την ευτυχία στα περιττά της ύλης. Κι όλα αυτά στο όνομα της προόδου, του μοντερνισμού, της ανάγκης για ποιότητα ζωής και συνύπαρξης. Μόνο που οι ερμηνευτές των νόμων θα κατέχουν την αποκλειστικότητα να κρίνουν και να απορρίπτουν όχι μόνο ιδέες και γεγονότα, αλλά, κυρίως, ανθρώπους, όπως ο αρχισυνάγωγος της εβραϊκής συναγωγής.
Η Εκκλησία μας καλεί να ανοίξουμε την καρδιά μας στο πνεύμα που ελευθερώνει. Να κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού που γεννιέται στην αγάπη. Να μοιραστούμε με γενναιοδωρία τη χαρά και να συνδράμουμε με γνήσια συμπόνια τη λύπη του άλλου. Και να περιορίσουμε την υποκρισία που μας κάνει να μην αναγνωρίζουμε τις δωρεές του Θεού, αυτοαναγορευόμενοι σε τιμητές των πάντων. Μόνο έτσι ίσως θα μπορέσουμε να έχουμε ένα νέο ξεκίνημα και στη ζωή μας και στην κοινωνία μας.
Κέρκυρα, 9
Δεκεμβρίου 2012