Οι άνθρωποι λειτουργούμε με γνώμονα τον ορθολογισμό
και τις εμπειρίες που μας δίνουν οι αισθήσεις μας. Δεν είναι μόνο η
επιστημονική μέθοδος, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και την
διατύπωση απόψεων και θεωριών με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων. Είναι και ο
τρόπος που ερμηνεύουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.
Υπαρκτό είναι ό,τι
βλέπουμε. Υπαρκτό είναι ό,τι μπορούμε να απολαύσουμε. Υπαρκτό είναι μόνο ό,τι
μπορούμε να ζήσουμε. Και το υπαρκτό ταυτίζεται με το αληθινό. Μικρότεροι και
μεγαλύτεροι ζούμε σε έναν πολιτισμό που έχει περιθωριοποιήσει κάθε έννοια
υπέρβασης του αισθητού. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο δεν μπορεί,
ιδίως σήμερα, να αντιτάξει κάποια άλλη θεώρηση. Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε τι
συμβαίνει μετά το θάνατο, αυτό συνεπάγεται την απουσία ζωής μετά το χρόνο. Και
η ίδια στάση έγκειται και έναντι του ερωτήματος περί της ύπαρξης του Θεού.
Εφόσον δεν μπορούμε να δούμε το Θεό με τα φυσικά μας μάτια, με τις φυσικές μας
αισθήσεις, να τον συμπεριλάβουμε στα μετρήσιμα μεγέθη του κόσμου, ζούμε σα να
μην υπάρχει ή δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Το παράδειγμα με το «σωματίδιο του
Θεού», το «μποζόνιο του Higgs»
είναι χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης του κόσμου από πολλούς, επιστήμονες και
μη.
Η
πίστη όμως μάς καλεί σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Ζητά από εμάς, όπως ο
τυφλός που συνάντησε ο Χριστός κατά την είσοδό Του στην Ιεριχώ, να αναφωνήσουμε
στο Θεό «Κύριε, ίνα αναβλέψω», «κάνε Κύριε, να μπορέσω να δω» (Λουκ. 18,41). Να αναβλέψουμε ως προς το
μεγάλο ερώτημα της ύπαρξης αν υπάρχει ο Θεός και πώς μπορούμε να Τον δούμε. Να
αναβλέψουμε ως προς τον σκοτασμό τον οποίο εμποιούν στη σκέψη και την καρδιά
μας η αμαρτία και ο διάβολος και μας κάνουν να καθηλωνόμαστε στην ματαιότητα
του κόσμου τούτου, να παραδιδόμαστε στις βιοτικές μέριμνες και την απουσία
πνευματικού προσανατολισμού. Να αναβλέψουμε ως προς το άνοιγμα των οφθαλμών της
ψυχής μας, την οποία έχουμε καταστήσει σωματική λειτουργία και όχι αθάνατο
πνεύμα. Και η ανάβλεψη δε γίνεται χωρίς την δύναμη της προσευχής, η οποία είναι
η φωνή την οποία βγάζουμε προς το Θεό, και την δύναμη της εμπιστοσύνης που η
αγάπη μας προς Εκείνον γεννά, όταν νιώθουμε ότι έρχεται στην Ιεριχώ της ζωής
μας, η οποία μας έχει καταστήσει ανήμπορους να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που
μας έταξε πολλά, αλλά που αποδείχτηκε ότι πρόσκαιρα ήταν τα όσα έδωσε και,
τελικά, μάταια.
Γιατί
δεν μπορούμε να δούμε με τις σωματικές μας αισθήσεις το Θεό; Διότι η ύπαρξή μας
δεν μπορεί να ανοιχτεί στον κόσμο που Εκείνος δημιούργησε. Να καταλάβει, έστω
και μερικώς, ότι η τελειότητα αυτού του κόσμου, της φύσης, το κάλλος το οποίο
αποτυπώνεται στα όσα εν σοφία Εκείνος εποίησε αποτελούν εικόνες μέσα από τις
οποίες ο καθένας μας μπορεί να Τον προσεγγίσει. Ότι αυτά δεν μπορεί να έχουν
γίνει τυχαία. Ότι μιλούν για το Θεό. Αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, με την
τελειότητα του βιολογικού μηχανισμού, μαρτυρεί την ύπαρξη Δημιουργού.
Συνήθως ψάχνουμε την απόρριψη του Θεού
στις ατέλειες, οι οποίες όμως είναι αποτέλεσμα της δικής μας κακής χρήσης του
κόσμου και της ύπαρξής μας. Της φθοράς που επιφέρουμε με μια ζωή γεμάτη πάθη
και εκμετάλλευση. Και λησμονούμε ότι τα πάντα «καλώς λίαν» εποιήθησαν. Αλλά και
η δυνατότητα να αγαπούμε, να μοιραζόμαστε τη ζωή μας, να έχουμε δίψα για να
συναντήσουμε τον πλησίον με πνεύμα θυσίας και ανιδιοτέλειας μέσα από τη ζωή της
Εκκλησίας, αποτελούν στοιχεία που μας δείχνουν ότι υπάρχει ο Θεός. Το ίδιο και
μέσα από την αποκάλυψή Του στο πρόσωπο του Χριστού, στην οδό του Ευαγγελίου.
Προϋπόθεση η πίστη, η παράδοσή μας σ’ Εκείνον που μας αγαπά. Και τότε θα
ανοιχτούν τα πνευματικά μας μάτια, η δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στην ψυχή
μας να Τον αναζητεί.
«Μακάριοι
οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Ο λόγος του Χριστού μας δείχνει μιαν άλλη οδό για να
αναβλέψουμε και να δούμε το Θεό. Να καταλάβουμε το σκοτάδι στο οποίο η αμαρτία
μας έχει ρίξει. Και είναι πολλά τα πάθη που δεν μας αφήνουν να δούμε. Ο
εγωκεντρισμός που δεν μας επιτρέπει να αγαπούμε και να νικούμε το θέλημά μας. Η
ενασχόληση με την ύλη, την επιβίωση, την αυτάρκεια και τον πλούτο, που δεν μας
αφήνει να δούμε ότι αλλού είναι το νόημα της ζωής. Η ανάγκη της ηδονής, που μας
στερεί την ελευθερία και μας υποδουλώνει σ’ αυτούς που μας ευχαριστούν και
ελέγχουν την ύπαρξή μας, αμαυρώνοντας την δυνατότητα του προσώπου μας να δει το
Φως. Όλα αυτά που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση, είναι γεννήματα της επιλογής
μας να είναι ο κόσμος προτεραιότητα της ζωής μας και όχι η σχέση μας με το Θεό.
Από μέσα για τη ζωή έχουν καταστεί σκοπός της και έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο να
έχει διαγράψει την πνευματική θέαση από την πορεία του.
Έχουμε
ψυχή οι άνθρωποι. Έχουμε αθάνατο πνεύμα, το οποίο μέσα από τη δύναμη της
χάριτος του Θεού καλείται να Τον συναντήσει από αυτήν εδώ τη ζωή και να
συνεχίσει την κοινωνία μαζί Του στην αιώνια, στη Βασιλεία του Θεού. Και δεν
είναι η ψυχή μας μία λειτουργία του εγκεφάλου ή της συνείδησή μας μόνο. Είναι η
ζώσα πνοή που ο Θεός εγκατέστησε μέσα μας και που αναζητεί τον Δημιουργό της
όχι μόνο μέσω των σωματικών οφθαλμών αλλά και μέσω των πνευματικών
αισθήσεων. Είναι η εικόνα Του που
αγκαλιάζει την σύνολη ύπαρξή μας, δηλαδή και το σώμα μας, και το κάνει να διψά
να απαλλαγεί από την παχύτητα των αισθήσεων, δηλαδή από την προσκόλληση στο
ορώμενο, και να αναζητεί το νοούμενο. Το νοούμενο όμως δεν είναι ιδέες ή
θεωρίες ή φιλοσοφία. Αυτά είναι στοιχεία που μας προπαιδεύουν για να
αναζητήσουμε το πέρασμα στην κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί αυτό το
Πρόσωπο είναι η Αλήθεια και το τελικό Νοούμενο, νόημα και ζητούμενο για την ύπαρξη.
Και σ’ αυτό το δρόμο η ψυχή συναρπάζει και το σώμα. Και όταν έρθει ο θάνατος, η
ψυχή θα περιμένει την ανάσταση των νεκρών για να ζήσει και το σώμα αυτή την
αιώνια κοινωνία με το Χριστό, απαλλαγμένο από την ανάγκη και τον περιορισμό των
αισθήσεων.
Ο
τυφλός της Ιεριχούς απευθύνθηκε στο Χριστό με την προσευχητική κραυγή «Ιησού,
υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Στο ερώτημα του Χριστού «τι σοι θέλεις ποιήσω;» ,
απάντησε με την κραυγή της πίστης «Κύριε, ίνα αναβλέψω». Και έλαβε και την
σωματική ίαση, αφού ήδη είχε δει πνευματικά. Και το ωραίο στο θαύμα είναι πως
το πρώτο πρόσωπο που βλέπει μετά την ίασή του είναι ο Χριστός. Είναι ο
Δημιουργός του. Γι’ αυτό και ο πρώην τυφλός δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά θα
ακολουθήσει τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό για την ευλογία που έλαβε. Αυτόν τον δρόμο που ακολούθησε ο
τυφλός ας μιμηθούμε κι εμείς στην εποχή μας. Με
προσευχή, πίστη και ετοιμότητα να ακολουθήσουμε το Πρόσωπο του Χριστού,
παλεύοντας με το πνεύμα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού, την αμαρτία που μας εμποδίζει να αγαπούμε Θεό
και συνάνθρωπο και την προσκόλληση στις αισθήσεις που μας κάνουν να μην
μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχουμε ψυχή. Και στη ζωή της Εκκλησίας θα νικήσουμε
την Ιεριχώ του κοσμικού πνεύματος.
Κέρκυρα, 2
Δεκεμβρίου 2012