Πολλές φορές, σε συζητήσεις με νέους ανθρώπους, μας
ρωτούνε «τι έχει να πει η Εκκλησία στο σύγχρονο άνθρωπο και μάλιστα στο νέο;».
Ζούμε σε μια εποχή εικονικής πραγματικότητας. Η νεανική γλώσσα, εκτός από
ελλειπτική, είναι και αυτή εικονική. Η σκέψη έπαψε να είναι πολύπλοκη και
αναλυτική και είναι απλή και σύντομη, όσο μια εικόνα κι ένα τραγούδι που
ανεβαίνει στο Facebook.
Παράλληλα, τα πάντα πορεύονται στη
λογική της επιβίωσης, της χρηματικής, αλλά και της εργασιακής. Ποιος ασχολείται
με ιδέες; Ποιος αναφέρεται σε μεταφυσικές αναζητήσεις, ενώ το παρόν, το «εδώ
και τώρα’ που είναι πολύ δύσκολο μας αφορά. Το μάθημα των Θρησκευτικών στο
σχολείο λειτουργεί στη λογική του συμπληρώματος του σχολικού προγράμματος, ενώ
αρκετά παιδιά, και μάλιστα καλοί μαθητές, είναι πρόθυμοι να απαλλαγούν από
αυτό, για να μην έχουν φόρτο εργασίας και να μπορούν να ασχοληθούν με τα
σημαντικά για το πέρασμα στο Πανεπιστήμιο μαθήματα. Η κατήχηση θεωρείται μια
ξεπερασμένη διαδικασία. Μόνο ίσως στην κατασκήνωση και στις γιορτές, όπου πολλά
παιδιά ζούνε κάτι από τον τρόπο της Εκκλησίας να μπορεί να απομένει ένα ίχνος
πνευματικής αναζήτησης.
Όλα
αυτά μπορεί να μοιάζουν για δρόμο που οδηγεί στην απελπισία και στο κλείσιμο
στον εκκλησιαστικό εαυτό μας. Ας πούμε τα λιγοστά μας λόγια γι’ αυτούς που
έμαθαν και θέλουν να τα ακούσουν. Είναι όμως έτσι;
Ας
μην λησμονούμε ότι η Εκκλησία εμφανίστηκε σε έναν κόσμο κακίας, διαφθοράς,
εξουσίας, βίας, εκμετάλλευσης, ισοπέδωσης της αξίας του ανθρώπινου προσώπου. Ο
αρχηγός της γεύτηκε στην ύπαρξή του το μαρτύριο, τόσο της απόρριψης από τους ιδίους του, αλλά και από την εξουσία
του κόσμου, φθάνοντας στο θάνατο της αισχύνης. Το ίδιο και οι απόστολοι, που
συνέχισαν το έργο Του. Όμως, μέσα από τη δική Του Ανάσταση, οι χριστιανοί
πάλεψαν και άλλαξαν τον κόσμο. Πρώτα με το λόγο, που εμφορούνταν από το ήθος
της αγάπης. Μια παρέα αγάπης που άλλαξε τον κόσμο και τις ζωές όλων όσων
εντάχτηκαν σ’ αυτήν ήταν η κοινότητα της πρώτης Εκκλησίας. Αφύπνισε συνειδήσεις
αυτή η κοινότητα. Έδωσε μία νέα θέα στον κόσμο. Γιατί μίλησε στις βαθύτερες
ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης: να νικήσει τον θάνατο, να μπορεί να ξεπεράσει
με την αγάπη κάθε κακία, κάθε εξουσία, κάθε απόρριψη.
Αυτό
λοιπόν έχουμε να πούμε και σήμερα στους νέους ανθρώπους, αλλά και στον κόσμο.
Μπορεί οι μεγαλύτεροι να κουβαλάμε φορτία και μάλιστα δυσβάσταχτα. Φορτία
αποτυχίας, λύπης, απουσίας οραματισμού. Φορτία προσωπικής νωθρότητας,
απαισιοδοξίας, συμβιβασμού. Την παράδοσή
όμως της ύπαρξής μας σ’ αυτά δεν δικαιούμαστε να την μεταφέρουμε στη νέα γενιά.
Γιατί έτσι τη θέλει κι εκείνη ο πολιτισμός. Νωθρή, συμβιβασμένη, απαισιόδοξη.
Για να την κρατά καθηλωμένη στην ανάγκη από αυτόν και να κρύβει την ελπίδα.
Ζούμε
όμως αυτή την προσωπική νωθρότητα, την απαισιοδοξία και τον συμβιβασμό στην
Εκκλησία σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση αντιδρούμε με έναν ακτιβισμό, που να
λέει ότι κάτι προσπαθούμε να κάνουμε. Συνήθως όμως καταφεύγουμε στις ακολουθίες
και τις προσευχές μας, στις παραδόσεις και τα έθιμά μας και καθηλωνόμαστε σε
μία ανιστορική προσέγγιση του κόσμου. Ζούμε στο παρελθόν και είμαστε κι ευχαριστημένοι
που το κρατούμε αλώβητο. Επίσκοποι, ιερείς, λαϊκοί φτάσαμε στο σημείο να έχουμε
παραδοθεί στο χθες. Εγκλωβισμένοι στη συνήθεια, στο γεγονός ότι το παρελθόν μας
έχει αγίους, έχει μνημεία, έχει γιορτές που θα κάνουν κι αυτή τη γενιά να
συνεχίσει να το αγγίζει. Πού είναι η φρεσκάδα του Ευαγγελίου όμως;
Το
πώς θα μιλήσουμε στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στο νέο είναι πρόβλημα. Και δεν
αρκεί ο λόγος. Χρειάζεται να επανέλθουμε στο ήθος και τον τρόπο της κοινότητας
που θα κάνει τους νεώτερους να χαίρονται να είναι μέλη της. Αυτό που ζούμε στην
κατασκήνωση, στην οποία με λαχτάρα πολλά παιδιά και νέοι, ακόμη κι αν δεν
συμμετέχουν τον υπόλοιπο χρόνο στη ζωή της Εκκλησίας, σπεύδουν να συμμετάσχουν
και να συνυπάρξουν, ανοίγοντας στις ψυχές τους χώρο για το Χριστό και την
αγάπη. Αυτό γιατί δεν μπορεί να συμβεί στις ενορίες μας; Μήπως γιατί δεν
λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψιν τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Ή έχουμε περιορίσει τη
στόχευση και το ενδιαφέρον μας στην ανακούφιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων,
οι οποίοι όμως δεν έχουν σχέση με τις ενορίες τους. Γίνονται λήπτες βοήθειας, χωρίς να
προβληματίζονται για τη ζωή από την οποία ξεκινά η θέληση για βοήθεια.
Χρειάζεται
να ξαναβρούμε τις πνευματικές μας υποδομές. Τη λατρεία, την αγάπη, το μοίρασμα,
τη ζεστασιά των ψυχών. Τη φυσική παρουσία του ιερέα και των λαϊκών στη ζωή των
άλλων ανθρώπων και ιδίως των νέων. Δεν είναι πάντοτε ο Επίσκοπος και ο ιερέας
οι καταλληλότεροι για να κάνουν τους δασκάλους και τους κατηχητές στη ζωή των
νέων. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να απουσιάζουν από αυτή τη ζωή. Να οχυρώνονται
πίσω από διοικητικά ή άλλα καθήκοντα, πίσω από τις πανηγύρεις και τα έθιμα και
τη διατήρηση του χθες, ξεχνώντας ότι στην Εκκλησία ισχύει το «σήμερον», το
αιώνιο και δυνατό.
Το
υλικό της κατήχησης είναι ένας δρόμος. Ο κατηχητής όμως, το πρόσωπο, αξιοποιεί
και δίνει ζωή στο υλικό ή το αφήνει να σβήνει και να χάνεται. Το υλικό δεν
πρέπει και δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την απουσία ζήλου, για την διαρκή
ανανέωση της ψυχής και της διάθεσης την οποία καλείται να χτίζει μέσα από τη
σχέση του με το Χριστό και την Εκκλησία εκείνος που θέλει να μοιραστεί την
προφητική του αποστολή με τους άλλους και ιδίως τα παιδιά και τους νέους.
Τι
έχει και τι θέλει να πει η Εκκλησία στο σύγχρονο άνθρωπο και ιδιαίτερα στο νέο;
Σίγουρα
πολλά. Κατά τη γνώμη μας όμως τρεις είναι οι κύριοι άξονες της κατηχητικής και
της εν γένει διακονίας όλων μας στο έργο της ιεραποστολής. Ο Χριστός, η σωτηρία και η Βασιλεία του Θεού. Ο Χριστός ως Πρόσωπο
και όχι ως Ιδέα. Ο Χριστός ως η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, που γίνεται
συνοδοιπόρος μας μέσα από την προσευχή και το μυστήριο της Ευχαριστίας. Μέσα
από την αγάπη την οποία αντλούμε καλώντας Τον στην δική μας πορεία και
μιμούμενοι το παράδειγμα των αγίων Του, όλων εκείνων δηλαδή που προηγήθηκαν στο
δρόμο αυτό. Η σωτηρία που σημαίνει Ανάσταση από κάθε θάνατο. Από τα πάθη, από
το μίσος, τη διάσπαση της ψυχής και της ύπαρξης, τους περισπασμούς των βιοτικών
και της κρίσης. Ανάσταση από την κυριαρχία του χρόνου και του εγωκεντρισμού. Η
Βασιλεία του Θεού που έγκειται στην
αναβίωση της κοινότητας που είναι η αυθεντική εκκλησιαστική ζωή. Όπου ο καθένας
θα χαίρεται το χάρισμα του προσώπου μέσα στη συνάντηση με το «εμείς». Στην
ενορία που θα λειτουργεί ως οικογένεια, στην οποία όποιος θέλει θα μπορεί να
είναι μέλος, αρκεί να σέβεται και τους άλλους, να μπορεί να τους αγαπά και να
δίνει τον εαυτό του.
Όλα
αυτά μέσα από μια γλώσσα που να έχει να κάνει με το πάντοτε ανακαινίζον του χαροποιού
οίνου της πίστης, αλλά και με την ανάγκη
να γίνουν καινοί οι ασκοί για να μπορούν
να αντέξουν την ορμή του. Ναι, χρειάζεται να αξιοποιήσουμε το Διαδίκτυο. Να
συζητήσουμε με τον κόσμο με τον τρόπο που εκείνος καταλαβαίνει, μέσα από την
μουσική, τα πολυμέσα, τα social networks,
αλλά χωρίς να αφιστάμεθα των πηγών μας και της αλήθειας που δίνουν στη ζωή.
Μέσα από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη, μέσα από την πατερική παράδοση,
την ασκητική μαρτυρία, τη σύγχρονη θεματική. Να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε
το δόγμα σε αλήθεια, σε ήθος, σε στάση ζωής. Να μη λυγίσουμε μπροστά στην υπονόμευση
και την απόρριψη των ΜΜΕ, του σχολείου, της οικογένειας. Για όλους είναι το
μήνυμα, όχι μόνο για τους δικούς μας. Και το μήνυμα γεννά νόημα, χαρά και
ελπίδα και δεν μένει σε μία ηθικιστική βελτίωση του ανθρώπου.
Πώς
να μιλήσεις όμως για ό,τι δεν ζεις ή δεν
θέλεις να ζήσεις; Τα πρόσωπα είναι που μεταδίδουν την αλήθεια. Και είναι γνώση
η αλήθεια, αλλά και βίωμα. Είναι κοινωνία με το Χριστό και κοινωνία με τους
ανθρώπους. Τα πρόσωπα είμαστε εμείς. Ο καθένας μας. Κληρικός και λαϊκός που δεν
εφησυχάζει. Που δεν υποτάσσει το είναι του στην νωθρότητα, τον συμβιβασμό, την
απαισιοδοξία. Ο κόσμος περιμένει χρήμα και περιουσίες. Γι’ αυτά μιλά. Η
Εκκλησία όμως παλεύει εναντίον του πνεύματος του πονηρού, το οποίο με αφροσύνη
διαλύει κάθε ελπίδα, καθιστώντας τη ζωή του καθενός κόλαση όταν δεν μπορεί να
συνυπάρξει με τους άλλους. Όταν παραμένει στα δικαιώματά του, στις αλήθειες
του, στους τρόπους του. Όταν για όλα του φταίνε εκείνοι και ποτέ ο ίδιος. Η
Εκκλησία δείχνει και προκαταγγέλλει το Χριστό τοις πάσι. Κι αυτός ο δρόμος
είναι για όλους και για τους νέους και για τους μεγαλύτερους. Ας συνεργαστούμε
για να μην τον αποκρύψουμε.
για την ανανέωση του κατηχητικού λόγου
που έγινε
στη Λευκάδα 16-18 Νοεμβρίου 2012