9/19/12

"ΤΟ ΝΗΜΑ" ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΧΙΣΛΟΠ ΚΑΙ ΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ



Η Βικτώρια Χίσλοπ έγινε διάσημη στην Ελλάδα μέσα από το μυθιστόρημά της «Το Νησί». Με πρωτότυπο θέμα που είχε να κάνει με την ιστορία της Σπιναλόγκα και των λεπρών που στέλνονταν εξορία εκεί, με τη βοήθεια της τηλεόρασης που ανέδειξε τη συγκίνηση που η προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει προκαλεί σε όλους, «Το Νησί» έκανε την Αγγλίδα συγγραφέα διάσημη. Φαίνεται λοιπόν πως η Χίσλοπ βρήκε φλέβα έμπνευσης στην Ελλάδα, την οποία αποφάσισε να αξιοποιήσει. Κυκλοφόρησε λοιπόν πρόσφατα το τρίτο μυθιστόρημά της με τίτλο «Το Νήμα», με θέμα την ιστορία της Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ού αιώνα, την συνύπαρξη χριστιανών, εβραίων και μουσουλμάνων στην «πολυπολιτισμική» πρωτεύουσα των Βαλκανίων, όπως ουσιαστικά την περιγράφει, αλλά και τις αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση και τη ζωή της πόλης, που προκάλεσε τόσο η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όσο και οι διώξεις κατά του εβραϊκού στοιχείου από τους Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής.

Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος ο Δημήτρης Κομνηνός, γιος ενός πλούσιου υφασματέμπορου της Θεσσαλονίκης, και η Κατερίνα, προσφυγοπούλα από την Μικρασία, σπουδαία κεντήστρα, η οποία εργαζόταν στο ραφείο του κυρίου Μορένο, εβραίου επιχειρηματία που βρήκε τραγικό τέλος στα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκεντρώσεως των Γερμανών. Ο έρωτας των δύο νέων, που ξεκινά από την παιδική τους ηλικία, παρά την κοινωνική διαφορά που τους χώριζε, είναι το σημείο-κλειδί του μυθιστορήματος. Και όλα περιστρέφονται γύρω από το νήμα των υφασμάτων που κεντά η Κατερίνα, αλλά και εμπορεύεται ο πατέρας του Δημήτρη, πλούσιος, συντηρητικός και ανάλγητος άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να ελέγχει τη ζωή τόσο της γυναίκας όσο και του γιου του, όπως και όλων όσων είχαν οποιαδήποτε σύνδεση μαζί του, έχοντας διαγράψει από το λεξιλόγιο της ζωής και της καρδιάς του την έννοια «αγάπη».

Δεν θα μείνουμε στη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος, κατά τη γνώμη μας πενιχρή τόσο περιγραφικά όσο και χαρακτηρολογικά. Θεωρούμε όμως επιβεβλημένο να επισημάνουμε την ξεκάθαρη προπαγάνδα στην οποία η συγγραφέας επιδίδεται, καθιστώντας το μυθιστόρημα ένα ιδεολογικό μανιφέστο υπέρ της πολυπολιτισμικότητας με τη σύγχρονη μορφή της, και την απόπειρά της να αλλοιώσει την ιστορική αλήθεια, προκειμένου να εξυπηρετήσει το σκοπό της. Ποιητική αδεία βέβαια ο καθένας μπορεί να γράφει ό,τι θέλει. Το πρόβλημα έγκειται στο αν ο αναγνώστης είναι υποψιασμένος για τι πραγματικά συνέβη, αλλά και στο αν μπορεί να διακρίνει τις βαθύτερες προθέσεις ενός συγγραφέα.

Αν «Το Νησί» ήταν ένα αντιρατσιστικό μανιφέστο, με σκοπό να δείξει ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από ένα κατά τεκμήριο ανίατο νόσημα, έχουν δικαίωμα να ζήσουν, να χαρούν, να δημιουργήσουν, «Το Νήμα» γίνεται ένα πολιτικό μανιφέστο που προβάλλει την πολυπολιτισμικότητα ως το φάρμακο εναντίον του ρατσισμού. Λύση δεν είναι οι άνθρωποι να έχουν ταυτότητα και αίσθηση της διαφορετικότητάς τους και να προχωρήσουν με επίγνωση στην συνύπαρξη, αλλά η ως δια μαγείας ανθρωπιά και προθυμία συνάντησης, η οποία μέσα από το χρόνο που περνά θα αμβλύνει τις όποιες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και των λαών (είναι σκόπιμη η ελάχιστη αναφορά σε θέματα θρησκείας, σε ανάλογο βαθμό με την απουσία της πίστης από «Το Νησί»).

Για να εξυπηρετήσει τις ιδέες της η συγγραφέας δε θα διστάσει να εξισώσει τη στάση Ελλήνων και Τούρκων στην Μικρασιατική εκστρατεία. Το ίδιο σφαγείς και οι δύο, άρα δικαιολογημένη και η εκδίκηση των Τούρκων με την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν καταδεικνύεται η διαφορά ανάμεσα στον βίαιο και πληρωμένο με αίμα ξεριζωμό των περισσότερων Ελλήνων, που ξεκίνησε από το 1914 και ολοκληρώθηκε το 1923 και τον τουλάχιστον ειρηνικό ξεριζωμό των Τούρκων από την Ελλάδα. Καμία αναφορά στην απάνθρωπη και εγκληματικά αδιάφορη στάση των ξένων Δυνάμεων και των πλοίων τους έναντι της σφαγής των Ελλήνων στη Σμύρνη, όπως επίσης και στο γεγονός ότι αρνούνταν να παραλάβουν τους Έλληνες που έφευγαν με πλοιάρια από την ακτή για να καταφύγουν στα πλοία αυτά και να μπορέσουν τουλάχιστον να ζήσουν. Πραγματοποιεί εξωραϊσμό της εικόνας των ξένων με την προβολή της Αμερικανίδας και Γαλλίδας που είχαν την ευθύνη της επιτροπής υποδοχής και τακτοποίησης των προσφύγων.

Είναι δεδομένο ότι ένα λογοτέχνημα δεν είναι απαραίτητο ότι θα εξυπηρετεί την ιστορική αλήθεια. Όταν όμως καταγράφει και ιστορικά γεγονότα, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του, ο συγγραφέας φέρει ευθύνη έναντι των όσων γράφει. Στην περίπτωση της Χίσλοπ είναι ξεκάθαρη η εξυπηρέτηση ιδεολογικής προπαγάνδας, στα όρια της αφέλειας. Η επιφανειακή προσέγγιση της διαμάχης Δεξιάς και Αριστεράς τόσο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και κατά τη διάρκειά του, αλλά και κατά τον εμφύλιο, με αποσιώπηση του ρόλου των Ξένων Δυνάμεων και εντοπισμό των συγκρούσεων στις ιδεολογικές διαφορές και τα πάθη των Ελλήνων, η υποτίμηση της στρατηγικής αντίληψης του Μεταξά, τον οποίο θεωρεί ότι ήταν απροετοίμαστος για τον πόλεμο, άλλες παραναγνώσεις σε σχέση με τον τρόπο που η ελληνική αριστερά είδε τόσο τον ελληνοϊταλικό πόλεμο όσο και τον εμφύλιο, στην προσπάθεια της συγγραφέως να καταλαγιάσει τα πάθη, αποτελούν ορισμένα σημεία στα οποία διαφαίνεται ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, η συγγραφέας λειτουργεί εντελώς ιδεολογικοποιημένα, κάνοντας προπαγάνδα σύγχρονων πολιτικών αντιλήψεων. Γιατί δεν μπορεί κάποιος να περιγράψει το παρελθόν, αν δεν μπει σ’ αυτό, αν δεν το ερμηνεύσει με τα κριτήρια της εποχής για την οποία γράφει.

Έχουμε την αίσθηση ότι η συγγραφέας μέσα από το βιβλίο της κάνει κήρυγμα. Η ενότητα και η άμβλυνση των διαφορών των ανθρώπων δεν μπορούν να επιτευχθούν με ασπόνδυλες προσωπικότητες, τηλεοπτικές καρικατούρες που υπάρχουν για να επιβιώνουν, να ερωτεύονται και να ζούνε στην ουσία συμβατικές ζωές. Η ομορφιά και η τραγικότητα συνάμα της ανθρώπινης ιστορίας πήγασε και πηγάζει από εκείνους τους ανθρώπους που είχαν όραμα και πάθος για τον κόσμο και την πορεία του. Το να καταδικάζουμε και να απορρίπτουμε τη βία, τα εγκλήματα, τον πόλεμο, τον ρατσισμό πριν από κάποια χρόνια φαίνονταν αυτονόητες στάσεις, αλλά σήμερα, δυστυχώς, για μεγάλη μερίδα ανθρώπων δεν είναι, ιδίως εξαιτίας της κρίσης. Και αυτό μαρτυρεί τελικά την αποτυχία όλου αυτού του πολυπολιτισμικού κηρύγματος, το οποίο στηρίχτηκε μόνο στον άνθρωπο ως άτομο, αρνούμενο να δει την διαφορετικότητα, την παράδοση, την ιστορία, το παρελθόν που συγκροτεί λαούς και πρόσωπα. Η Χίσλοπ και άλλοι συγγραφείς ευπώλητων βιβλίων, όπως επίσης και πλήθος δημοσιογράφων και διανοουμένων, επιμένουν σ’ αυτό το ασπόνδυλο πολυπολιτισμικό ιδεολόγημα, χωρίς να διαβλέπουν την αδυναμία του να χτίσει ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς και να συνδράμει σε περιόδους κρίσεων. Γιατί οι κρίσεις κρίνουν την αξία θεωρητικών συλλήψεων και πρακτικών εφαρμογών τους.

Η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης, χωρίς ταυτότητα, αιωνιότητα και βαθύτερο νόημα δεν μπορεί να στηρίξει τον κόσμο μας, τουλάχιστον σήμερα.
Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι τρόποι για να επιτευχθεί η κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Και αυτούς μπορεί να τους δώσει η παιδεία, η κριτική σκέψη, το όραμα, η πνευματικότητα, η διαπάλη των ιδεών και η ζωή με νόημα. Στην Εκκλησία πιστεύουμε στη σχέση με το Θεό που ξυπνά την αγάπη στον άνθρωπο και κάνει την διαφορετικότητα όχι εχθρό, αλλά προϋπόθεση για ζωντάνια και ενδιαφέρον για τον κόσμο. Μόνο έτσι η όποια πολυπολιτισμικότητα έχει νόημα. Όχι όταν γίνεται υποταγή και μίμηση μιας νεοταξίτικης ομοιομορφίας, η οποία αποκοιμίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και τις κάνει να μη γεννούν ελευθερία.

Κέρκυρα, 20 Σεπτεμβρίου 2012