5/1/12

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ’ ΑΣΤΡΑ Η’ ΠΩΣ ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ


Διάβασα αυτές τις μέρες το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Δεν είχα τη ευκαιρία να το διαβάσω στην εφηβική μου ηλικία, όπως ίσως χιλιάδες συνομήλικοί μου. Μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό, που μιλά για τον αγώνα ενός νέου παιδιού να μάθει γράμματα σε ένα σχολείο μετεμφυλιακό, όπου δέσποζε η πειθαρχία, η απαίτηση για συμμόρφωση με τους κανόνες της εξουσίας, όπου περιφρονούνταν η δημοτική, η γλώσσα δηλαδή του λαού, τα συναισθήματα των μαθητών, ακόμη και των καθηγητών.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να κρίνω τον λόγο του συγγραφέα ούτε τον τρόπο της δόμησης και τους ήρωες του μυθιστορήματος. Άλλωστε, η αποδοχή που γνώρισε από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας καθιστά μάλλον περιττή μία τέτοια κριτική. Θα ήταν μόνο μία εντελώς υποκειμενική προσέγγιση. Γράφω αυτές τις γραμμές θέλοντας να επισημάνω τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τους φορείς της εξουσίας στην μικρή πόλη, όπου ο Μέλιος, ο ήρωας του μυθιστορήματος, πήγε Γυμνάσιο, και ιδιαιτέρως τον θεολόγο, που ήταν παπάς.
Η Εκκλησία λειτούργησε ως δεκανίκι της πολιτικής εξουσίας μετά τον εμφύλιο και μέχρι και την δικτατορία. Αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς σε γενικό επίπεδο. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που μεταπολιτευτικά υπήρξε και ακόμη υπάρχει μία μεγάλη προκατάληψη έναντί της, είναι και αυτός. Αντί η Εκκλησία να ενώνει στο σύνολό της τον λαό, ασχέτως ιδεολογίας και αμαρτωλότητας, έπαιξε τον ρόλο του ηθικού και πνευματικού βραχίονα της πολιτικής εξουσίας, γεννώντας πίκρες σε μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Παρασυρμένη ίσως και από την αντίληψη των θρησκευτικών οργανώσεων, οι οποίες είχαν ως όραμά τους το χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας, χριστιανικής και ηθικής, δεν μπόρεσε να συλλάβει σε ηγετικό επίπεδο την ανάγκη για ένα ήθος ενωτικό και αγαπητικό, το οποίο θα αγκάλιαζε όλους, υπερβαίνοντας το πολιτικό κλίμα της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χτιστεί στη νοοτροπία των πολλών που διδάσκονταν Θρησκευτικά ή που πήγαιναν υποχρεωτικά τις Κυριακές στην εκκλησία ή που ήταν υποχρεωμένοι να έχουν συγκεκριμένη αμφίεση και να ακολουθούν κώδικες πειθαρχίας με θρησκευτικό πλαίσιο και έμπνευση, μία αποστροφή προς την διδασκαλία της πίστης. Η δικτατορία έδωσε την χαριστική βολή στη δυνατότητα του μεγαλύτερου μέρους του κλήρου να λειτουργήσει ενωτικά, παρά τις εξαιρέσεις. «Ελλάς . πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών. πυρ! τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;» αναρωτήθηκε ο Σεφέρης.
Η καρικατούρα όμως του παπά-θεολόγου που περιγράφει ο Λουντέμης ταύτισε σε μεγάλη μερίδα ανθρώπων την Εκκλησία και τους λειτουργούς της με ανθρώπους απάνθρωπους και εντελώς ηθικιστές, που δεν είχαν ουσιαστικά καμία δυνατότητα προσέγγισης των νεανικών σκιρτημάτων, αλλά εμφορούνταν από την επιθυμία τους να επιβάλουν ένα είδος νοοτροπίας «πνεύμα και ηθική», όπως έλεγε ο μεγάλος μας ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης. Και φοβάμαι τελικά ότι μια ολόκληρη γενιά, στην πλειοψηφία της, κατέστησε ένοχη τη διδασκαλία της αγάπης και της ελευθερίας και μετέδωσε και στα παιδιά της αυτήν την απόρριψη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που τόσο η άνθηση της θεολογίας και του μοναχισμού την δεκαετία του 70 και του 80, αλλά και το ξύπνημα της ηγεσίας της Εκκλησίας, ιδίως από τα χρόνια του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και μετά, κατέβαλαν. Αυτήν την στερεοτυπική απόρριψη και την αδιαφορία βιώνουμε κι εμείς οι νεώτεροι κληρικοί, αλλά και οι θεολόγοι και οι λαϊκοί, στον αγώνα μας σήμερα.
Καταγράφω αυτές τις σκέψεις και εν όψει των εκλογών. Ο καθένας από εμάς έχει την άποψή του για την πολιτική και τους πολιτικούς. Το ίδιο κι εμείς οι ιερείς. Είναι αυτονόητο ότι δεν μας επιτρέπεται να διαδραματίσουμε τον ίδιο ρόλο και πάλι. Να αφήσουμε τους εαυτούς μας, στο όνομα ίσως ευγενών οραμάτων, να χρησιμοποιηθούνε από την όποια πολιτική και κομματική εξουσία, για να επιτευχθούν σκοποί αλλότριοι του Ευαγγελίου. Να επιβάλλουμε πνευματικά ή εκκλησιαστικά τι θα ψηφίσουν οι άνθρωποι που μας εμπιστεύονται. Αλλά και να αρνηθούμε την συνεργασία με όποιους αισθάνονται ότι η Εκκλησία αποτελεί πυλώνα για την κοινωνία, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν σε όλα ή σε τίποτα με τον τρόπο της ζωής που Αυτή διακηρύττει.
Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι η Εκκλησία πρέπει να συμβάλει στην γενικότερη απαξίωση της πολιτικής, την οποία έχουν κατορθώσει να επιβάλουν στην συνείδηση των πολλών, εκτός από τα λάθη και τις προκλητικές συμπεριφορές μερίδας των πολιτικών ή μερίδας των εκπροσώπων άλλων ομάδων, όλα εκείνα τα παράκεντρα εξουσίας τα οποία δεν δίστασαν στο παρελθόν να γελοιοποιήσουν την ίδια την Εκκλησία, επιτιθέμενα στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, μεγεθύνοντας πραγματικά ή ανύπαρκτα σκάνδαλα κληρικών, καθιστώντας το Βατοπαίδι σημαία εναντίον της πίστης και χρησιμοποιώντας την αντικληρικαλιστική νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στο παρελθόν, και χάρις σε βιβλία όπως του Λουντέμη, για να πλήξουν την ίδια την υπόσταση της Εκκλησίας στην ελλαδική κοινωνία. Τα ίδια κέντρα γελοιοποίησαν την δικαιοσύνη μεγεθύνοντας την ύπαρξη παραδικαστικού κυκλώματος, τα ίδια κέντρα γελοιοποίησαν τα πανεπιστήμια και τους εκπαιδευτικούς, τα ίδια κέντρα διασύρουν κοινωνικές ομάδες, όπως οι γιατροί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στα μέχρι τώρα «κλειστά επαγγέλματα», θέλοντας να εξυπηρετήσουν διάφορα συμφέροντα, ενώ δεν έχουν επιτρέψει σε κανέναν να κρίνει και να απορρίψει δημόσια την δική τους στάση έναντι της κοινωνικής και πνευματικής προόδου. Γιατί αυτοί είναι που εκμαυλίζουν την συνείδηση του λαού προβάλλοντας ως πρότυπα ηθοποιούς, τραγουδιστές, αθλητές, μοντέλα, τηλεπερσόνες και άλλους, γεννώντας σύγχυση για το τι είναι αληθινό και τι κατασκευασμένο.
Το βιβλίο «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» μπορεί να περιγράφει τον πόνο ενός νέου ανθρώπου που δεν βρήκε στον ταγό της Εκκλησίας, όπως και στους ταγούς της παιδείας, της πολιτικής εξουσίας και της τότε κοινωνίας αγάπη, υποστήριξη και σεβασμό. Μπορεί να αποτυπώνει το μήνυμα ότι στους περιθωριακούς της ζωής, όπως οι τσιγγάνοι, οι αρχηγοί των παιδικών συμμοριών, οι ηλικιωμένοι, οι απλοί άνθρωποι, μπορεί κάποιος να βρει την ελευθερία και την ανθρωπιά και κανείς βεβαίως δεν μπορεί και δεν έχει το δικαίωμα να αποκλείσει αυτή την εξιδανίκευση ούτε αυτήν την πιθανότητα, ιδίως στην εποχή μας. Αυτός ο πόνος πρέπει να γίνει αφορμή και σε μας που αγωνιζόμαστε στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και σε όλους τους άλλους ταγούς, να κάνουμε την αυτοκριτική μας.
Όμως ο λαϊκισμός της απόρριψης ότι «όλοι τέτοιοι είναι» τελικά αποτελεί ένα άλλοθι για την αδυναμία μας ή την άρνησή μας να αναζητήσουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει σε όλες τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή. Αν μάλιστα, το κριτήριό μας σ’ αυτό που έχουμε μπροστά μας, δηλαδή στις εκλογές , είναι το «όλοι το ίδιο είναι» και «τίποτε δεν θα αλλάξει», τότε για μια ακόμη φορά θα πέσουμε θύματα της νοοτροπίας των παράκεντρων, που μας θέλουν παραιτημένους από το δικαίωμα να διαλέξουμε πρόσωπα που πιστεύουμε ότι μπορούν να συμβάλουν στο να καλυτερέψει η ζωή μας ή τουλάχιστον να έχουμε την συνείδησή μας ήσυχη ότι επιλέξαμε «το μη χείρον», εάν δεν πειθόμαστε απολύτως για τις όποιες προθέσεις, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να ελέγχουν ερήμην μας την κοινωνία. Ακόμη πάντως κι αν δεν αλλάξει τίποτα, εμείς οφείλουμε να είμαστε ήσυχοι με την συνείδησή μας. Γιατί, τελικά, αυτό είναι το ζητούμενο. Να έχουμε και να αξιοποιούμε την συνείδησή μας, όχι όπως έκαναν εκείνος ο ιερέας, εκείνος ο γυμνασιάρχης, εκείνος ο νομάρχης, εκείνος ο μαθηματικός, εκείνη η άδικη γυναίκα που απέρριψε τον νεαρό Μέλιο και οδήγησε στον τάφο τον ίδιο της τον άντρα.

Κέρκυρα, 1 Μαΐου 2012