4/9/12

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ - 2


«Μια κι ο καιρός τελειώνει κάπου, άκουσε ψυχή μου: Λιγόστεψε τις μάταιες ώρες, κέρδισέ τα όλα. Άφησε αυτούς που δεν έχουν αστέρι στο βάθος, τις φωταψίες, τα τύμπανα, την τύρβη των πραγμάτων. Τα πρόσωπά τους από σκέτο χώμα θ’ αφανιστούν σαν μούμιες όταν πάρει ο ήλιος. Βάδιζε, βάδιζε, λοιπόν, ψηλώνοντας το μέτωπό σου. Ξεστράτισε από τη μεριά των πεθαμένων και κύλα με τα ζωντανά νερά, με την κορφή σου σταθερά προσανατολισμένη στον ήλιο που δεσπόζει των καιρών, στον ήλιο που δεσπόζει σε όπλα όσα παρασέρνουν τα δίκαια ποτάμια: τους μικρούς φρύνους και τις μάταιες πράξεις. Οι αιώνες είναι παιδιά που σαρώνονται, μην το ξεχνάς. Εσύ, είσαι άντρας» (Ν. Βρεττάκου, «Υποθήκαι εις εαυτόν»).
Άραγε το καταλαβαίνουμε ότι τελειώνει ο καιρός μας; Μπορεί το λιγόστεμα του χρήματος και της άνεσης να μας προειδοποίησε ότι ο καιρός του πολιτισμού που μας μάθαινε να ξοδεύουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι τελείωσε, εντούτοις ακόμη είμαστε προσκολλημένοι σε όσους στο βάθος της δεν έχουν αστέρι. Σ’ εκείνους που κομίζουν τις ψεύτικες ιδέες, που απατούνε με θόρυβο προβάλλοντας την αμαρτία και το δικαίωμά σ’ αυτήν ως την μόνη οδό της χαράς, σ’ εκείνους που προτείνουν τα πρόσκαιρα αισθήματα και τις ηδονές του βίου ως το ένδυμα που μπορεί να μας ντύσει ζωή. Και η στολή της ψυχής μας; Μόνο αν βγούμε στον Ήλιο της Δικαιοσύνης, στον Φωτοδότη θα ξανακερδίσουμε τον καιρό. Μόνο αν βαδίσουμε προς Εκείνον που αγαπά, καθαρίζει δίδοντάς μας στολίδι την μετάνοια, κάνοντάς μας να ντυθούμε την αγάπη και την ταπεινοσύνη, μόνο τότε δεν θ’ αφανιστούμε κι εμείς μαζί με όλους εκείνους που πέρασαν και κανείς δεν τους νοσταλγεί. Μόνο αν ωριμάσουμε, αντρειέψουμε στην καρδιά μας και πούμε τα μεγάλα ΟΧΙ σ’ εκείνους που θέλουν τη ζωή μας κολλημένη στο παρόν και στην ηδονή και στο δικαίωμα, μόνο τότε Θα ξαναβρούμε την ψυχή μας. Καιρός του σιγάν, καιρός του λαλείν.

«Σαν Ευαγγέλιο κλειστό στο τραπέζι το μαύρο ψωμί. Και μέσα του χέρια. Εκείνο που κράτησε το στάρι και τόσπειρε, αυτό που θέρισε, αυτό που το ζύμωσε. Δεν είμαι μόνος». (Ν. Βρεττάκου, «Η συντροφιά»)
Δόγματα τυραννικά εξακολουθεί να βγάζει η εποχή μας. Εκείνο πρέπει. Το άλλο. Πρωτίστως τον Θεό δεν πρέπει. Δεν θέλουμε να υπάρχει. Εικόνες λατρεύονται και άνθρωποι που παρέρχονται. Και να πιστεύεις δύσκολο. Νιώθεις μόνος σου. Είσαι μόνος σου; «Σαν το Χριστό να προσμένεις το τελευταίο καρφί, το ξύδι, τη λόγχη» (μοναχού Μωυσή αγιορείτη). Κι όμως, δεν είσαι μόνος σου. Πρώτα είναι Εκείνος μαζί σου. Γιατί με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατήργησε την μοναξιά. Μπορεί να μοιάζεις ψωμί μαύρο, που δεν έχει το χρώμα που αποδέχονται οι πολλοί. Όμως, ακόμη κι αυτό το μαύρο ψωμί κρύβει χέρια μέσα του. Εκείνο που κράτησε το στάρι και τόσπειρε. Το χέρι του Χριστού. Αυτό που θέρισε το στάρι. Το χέρι της Εκκλησίας. Αυτό που ζύμωσε. Το χέρι το δικό σου. Κι αυτό που το έβαλε στο τραπέζι. Το χέρι της αγάπης. Δε μένει παρά εσύ και όσοι πεινούνε να το μελίσουν. Και θα ανοίξει σαν το Ευαγγέλιο. Προϋπόθεση μία. Να ομολογήσεις Θεό και να ψάλλεις: δοξάστε όλα τα έργα του Κυρίου τον Κύριο. Και τα τυραννικά δόγματα κάθε εποχής θα καούν στην κάμινο του χρόνου και της εξουσίας που έχουν ετοιμάσει για σένα. Ναι, δεν είσαι μόνος.

Μεγάλη Τρίτη (Σχόλια πάνω στους ύμνους «Τον νυμφώνα σου»-«Τω δόγματι τω τυραννικώ»)

Κέρκυρα, 10 Απριλίου 2012