3/2/12

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΛΕΙΣΤΟ Η’ ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ;


Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, τους υπενθυμίζει μεγάλες μορφές της παράδοσής τους, που αποτελούν και μορφές όλης της Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η πίστη στον αληθινό Θεό (Εβρ. 11, 23-24 και 32-40). Αυτή η πίστη έκανε ανθρώπους όπως ο Μωυσής, ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών, ο Ιεφθάε, ο Δαβίδ, ο Σαμουήλ, οι προφήτες να απαρνηθούν αξιώματα, να ζήσουν ασκητικά, να παλέψουν για τη δικαιοσύνη του Θεού, να νικήσουν τους εχθρούς του Ισραήλ, να σηκώσουν το σταυρό της δοκιμασίας, να μην έχουν σταθερό τόπο για να μείνουν, να εγκαταλείψουν τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό στα χέρια του Θεού. Όμως ο Παύλος επισημαίνει ότι η πίστη αυτή δεν τους έδωσε την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού. Ο Θεός δεν ήθελε αυτοί να φτάσουν στην τελειότητα χωρίς όσους επρόκειτο να πιστέψουν σ’ Εκείνον με τον ερχομό του Χριστού, όλους δηλαδή εμάς που είμαστε και παραμένουμε μέλη της Εκκλησίας και μάλιστα της Ορθόδοξης. Γιατί στην Ορθοδοξία διατηρείται ανόθευτο το ήθος αυτής της πίστης ανά τους αιώνες και, παρά τις όποιες εξελίξεις τόσο στην λατρεία και στο τυπικό, όσο και στον τρόπο με τον οποίο θεσμικά η Εκκλησία πορεύτηκε, εντούτοις και η πίστη βιώνεται ακέραιη και η παράδοση παραμένει σταθερή στα πλαίσια που χάραξαν ο Κύριος και οι Απόστολοι.
Ο λόγος του Παύλου ότι οι μορφές της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορούσαν να φτάσουν στην τελειότητα χωρίς εμάς, μαρτυρεί ότι η Εκκλησία δεν λειτουργεί με στατικότητα ούτε μένει στα κατορθώματα των μορφών του παρελθόντος, όχι μόνο διότι κάθε εποχή και κάθε άνθρωπος βιώνει προσωπικά το μυστήριο της πίστης, αλλά και γιατί το ίδιο το μυστήριο δεν εξαντλείται. Η κοινωνία των προσώπων που βίωσαν την πίστη είναι μάλιστα ατέλειωτη χρονικά και αλληλοσυμπληρούμενη, με σκοπό την τελειότητα, η οποία δεν μπορεί να έρθει χωρίς την συμμετοχή στο μυστήριο της πίστης και όλων όσων θα έρχονται μετά από το «εμείς» κάθε εποχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη ως προς το μέτρο της πίστης, τη χαρά, την πληρότητά της. Η αγάπη όμως του Θεού, ενώ είναι πλήρης και ανεξάντλητη, δεν γνωρίζει χρονικό όριο ούτε γίνεται κλειστή πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι χωρούν κι άλλοι σ’ αυτήν, και «ουκ έστιν όριον» ως προς την χρονική της έκταση. Μόνο κατά την Δευτέρα Παρουσία θα σταματήσει η δυνατότητα ένταξης κι άλλων ανθρώπων στην αγάπη του Θεού και θα γίνει ένα κλειστό σύστημα σε ό,τι αφορά στον αριθμό, όχι όμως στην προσοικείωση της αγάπης, στον τρόπο βίωσής της.
Ζούμε την Ορθοδοξία που λειτουργεί ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο της αγάπης του Θεού. Δεν είναι ένα κλειστό σύστημα, μία θρησκεία με καταγεγραμμένους τους πιστούς της. Δεν είναι καν, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, μία πίστη η οποία διαχειρίζεται κατά το δοκούν, κατά τα πλαίσια και τα όρια της την αγάπη του Θεού, γιατί η Εκκλησία βιώνει η ίδια αυτή την αγάπη και δεν είναι η πηγή της. Και αυτό που βιώνει το μεταδίδει σε όσους θέλουν να το ζήσουν, σε όσους ανταποκρίνονται στην πρόσκληση της πίστης κι εκείνοι με τη σειρά τους το προσφέρουν σε όσους βρίσκονται κοντά τους για να συνεχιστεί αυτή η πανήγυρις της αγάπης αιωνίως.
Ίσως αναρωτηθούν κάποιοι: μα η Ορθοδοξία έχει όρια και κανόνες, με τις διατυπώσεις τους κατοχυρωμένες από τις Οικουμενικές Συνόδους. Πώς είναι δυνατόν να μη θεωρηθεί ένα κλειστό θρησκευτικό σύστημα, και μάλιστα στενά παραδοσιακό, αφού όποιος δεν αποδέχεται τα όρια και τους κανόνες χαρακτηρίζεται και είναι αιρετικός; Είναι δυνατόν η αγάπη να μην σχετίζεται, να μην συναποτελεί το ίδιο ψηφιδωτό με την αλήθεια; Η θεώρηση της Ορθοδοξίας στη βάση αυτή πραγματικά την καθιστά ένα κλειστό σύστημα. Αυτό το κλειστό σύστημα όμως την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτό διότι δεν εκφράζεται μόνο μέσα από την αποστήθιση ορίων και κανόνων, αλλά μέσα από τα μυστήρια, και ιδίως μέσα από το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία. Εκεί βρίσκεται η βάση της ζωής εν Ορθοδοξία. Η γνώση των ορίων και των κανόνων δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στις αναζητήσεις του. Όμως, αν η Ορθοδοξία εξαντλούνταν στην διανοητική ή άλλη αναζήτηση, τότε θα ήταν ένα φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, το οποίο, με τα όριά του, θα λειτουργούσε περιχαρακωτικά, θα παρείχε ψυχολογική ασφάλεια στους συμμετέχοντες και, με τα διάφορα «πρέπει», θα τους λύτρωνε από την ανάγκη να παλέψουν για την όντως ελευθερία στη ζωή τους, να παλέψουν με ευθύνη για τον εαυτό τους, για το πρόσωπό τους, για το είναι τους.
Η Ορθοδοξία όμως δεν εξαντλείται στα όρια και στους κανόνες. Στην πράξη προϋποθέτει την μετοχή του ανθρώπου στο Βάπτισμα, δηλαδή την απόφασή του να αποδεχθεί το «κατ’ εικόνα Θεού» και να ζητήσει να μετάσχει στην αγάπη του Θεού, η οποία αποτυπώνεται στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την μετοχή του πάλι στην Ευχαριστία, δηλαδή την απόφασή του να υπάρξει ως ον που συνεχώς αγαπά, αγωνίζεται να ειρηνεύσει, να επικοινωνήσει και να κοινωνήσει εν Χριστώ με τους συνανθρώπους του και με το Θεό, δηλαδή να κάνει την πίστη ζωή. Και ζωή σημαίνει συνεχής μετοχή του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού, που αποδεικνύεται με την πάλη του ανθρώπου να πολεμήσει τα πάθη και τις αμαρτίες του, να αγαπήσει τον πλησίον συγχωρώντας τον και συνυπάρχοντας μαζί του, και ταυτόχρονα θέαση της σχέσης με το Θεό ως κλήσης για συνεχή αναγέννηση και ανανέωση της δωρεάς του Βαπτίσματος. Και αυτή η σχέση τελικά δεν εξαντλείται σε κλειστά συστήματα. Ο αληθινά ορθόδοξος προσεύχεται για όλους τους ανθρώπους, ασχέτως θρησκεύματος, καταγωγής, γλώσσας, αγιότητας ή αμαρτωλότητας. Θέλει όλοι οι άνθρωποι να μετάσχουν στην αγάπη του Θεού. Λυπάται που δεν αποδέχονται, είτε από επιλογή είτε από άγνοια είτε από αδιαφορία, την αληθινή πίστη. Και προσδοκά την επιστροφή όσο το δυνατόν περισσοτέρων ή και όλων.
Γι’ αυτό και μιλούμε για Ορθοδοξία και Ορθοπραξία. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αισθανόμαστε αυτάρκεις μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Χαιρόμαστε που γευόμαστε την αγάπη του Θεού και αισθανόμαστε ευθύνη να παραμείνουμε πιστοί στην κλήση μας, να αγωνιζόμαστε να ευαρεστούμε όλο και περισσότερο Αυτόν που μας αγαπά, αλλά δεν αντιμετωπίζουμε την Ορθοδοξία μας ως ένα κλειστό σύστημα, στο οποίο ενοχλούμαστε αν εισέλθουν και άλλοι. Τουναντίον, κάνουμε ό,τι μπορούμε, εργαζόμενοι με την στάση ζωής που ονομάζεται «ιεραποστολή» να ζήσουν και άλλοι το ατελεύτητο και το αλληλοσυμπληρούμενο της αγάπης.
Αυτός, μάλιστα, που χαίρεται την αγάπη του Θεού δεν έχει άγχος για να την προστατέψει δήθεν από όσους την επιβουλεύονται. Δεν βλέπει εχθρούς στους άλλους, αλλά με σταθερότητα διαπιστώνει πού αποκλίνουν από την αλήθεια της πίστης, χωρίς όμως αυτό να τον κάνει κλειστό απέναντί τους. Δεν κραυγάζει ούτε σαλπίζει βλέποντας πιθανούς προδότες. Επισημαίνει τα όρια, τα οποία είναι για τον άνθρωπο, για να μπορεί να ανήκει σε έναν χώρο και τρόπο πίστης και ζωής, που για μας είναι ο μοναδικός, αλλά δε βιάζεται να καταδικάσει. Και συναισθάνεται ότι μόνο το έλεος του Κυρίου τον καταδιώκει «πάσας τας ημέρας της ζωής του». Παραμένει έτσι ταπεινός, χωρίς αυτό να του στερεί την αποφασιστικότητα να διαφυλάξει τα όρια και τους κανόνες. Εμπιστεύεται όμως την τελική κρίση των απόψεών του στην Εκκλησία, δηλαδή στην ευχαριστιακή κοινότητα στην οποία ανήκει και παραμένει πάντοτε έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη για την ζωή του, για να την δει τελικά ως αγώνα κοινωνίας με τον Θεό και την αγάπη Του.
Σε μια πραγματικότητα που απαιτεί ιδεολογική καθαρότητα, αποστερεί από τον άνθρωπο την δυνατότητα να βιώνει την αλήθεια με τον δικό του τρόπο και που δεν θέλει υπεύθυνους και ελεύθερους ανθρώπους, ζητά δηλαδή στην ουσία κλειστά συστήματα, η Ορθοδοξία θα παραμείνει η υπέρβαση αυτής της περιχαράκωσης. Θα είναι ανοιχτό σύστημα μέσα στην όποια κλειστότητά του. Θα αφήνει το περιθώριο στον άνθρωπο να αγωνίζεται για την αγάπη του Θεού και την μετοχή σ’ αυτήν μέσα από τα μυστήρια. Και θα καλεί τον καθέναν μας μέσα από την σχέση με το Χριστό να παραμένει αναζητητής της χαράς που η πίστη δίνει ακόμη και μέσα από τον θάνατο. Γιατί η πίστη στο Χριστό τον νικά και αυτόν με την Ανάσταση.
Αυτή την Ορθοδοξία χρειαζόμαστε και οι εντός και οι εκτός Εκκλησίας.

Κέρκυρα, 4 Μαρτίου 2012