2/10/12

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ & Η ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ


Μία από τις συνηθέστερες κατηγορίες εναντίον της χριστιανικής πίστης είναι και αυτή που έχει να κάνει με τη στάση της έναντι του ανθρωπίνου σώματος. Ο θαυμασμός των χριστιανών για τους μοναχούς και το μοναχισμό, αλλά και η ανάγκη αντίδρασης σε ένα πνεύμα φιληδονίας, το οποίο χαρακτήριζε τον ειδωλολατρικό κόσμο, η πρόταξη του γάμου και της οικογένειας και η στερέωση του θεσμού δια της μυστηριακής κατοχύρωσής τους, η αίσθηση ότι το σώμα είναι εύκολο να γεννήσει προσκολλήσεις στον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά και η ανάπτυξη της ευσέβειας, έκαναν πολλούς χριστιανούς να αισθάνονται το σώμα ως βάρος. Να θυμούνται την αρχαιοελληνική ρήση ότι το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής και να αισθάνονται ότι η σχέση με το Θεό προϋποθέτει αποτίναξη αυτού που ονομάζεται σαρκικό φρόνημα, το οποίο ταυτίστηκε με το σώμα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, αλλά και μία σειρά από κανόνες, η παραβίαση των οποίων θεωρήθηκε απόδειξη της αμαρτωλότητας του ανθρώπου. Οι περισσότεροι θεώρησαν τη χαρά της κοινωνίας και της αγάπης, για την οποία ο άνθρωπος χρειάζεται και το σώμα του, ως μη έχουσα πρωτεύουσα σημασία στη χριστιανική ζωή και ταύτισαν τη χαρά αυτή με μία ασώματη, πνευματική κοινωνία με το Θεό. Η προσευχή θεωρήθηκε η ύψιστη μέθοδος και αρετή, που οδηγεί στο Θεό. Η άσκηση περιλαμβάνει την αποτίναξη πάσας βιοτικής μέριμνας, δηλαδή χρήσης του σώματος μόνο για τα αναγκαία. Ο θάνατος θεωρήθηκε κατάσταση του σώματος και η χριστιανική πίστη ταυτίστηκε με τη μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής.
Πόσο αληθινή είναι άραγε αυτή η αντίληψη; Πόσο μέσα από την χριστιανική παράδοση το σώμα κατακρίθηκε; Πόσο ο μοναχισμός ως έκφραση υπερβάλλουσας αγάπης μπορεί να δικαιολογεί την όποια κατάταξη του σώματος σε υποδεέστερη θέση έναντι της ψυχής; Γιατί η Εκκλησία δεν μπόρεσε να ισορροπήσει την διάκριση αυτή και όταν έχουμε περιόδους, για παράδειγμα, νηστείας, όπως η Σαρακοστή, φαίνεται να δίνει βαρύτητα στον περιορισμό της υλικής τροφής, στην αλλαγή του περιεχομένου της, στην εγκράτεια στο γάμο, στην θέαση της ζωής από πνευματική πλευρά, στην οποία το σώμα φαίνεται να διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο;
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στα ζητήματα αυτά στην επιστολή του προς τους Κορινθίους, μας δίνει μία οπτική εντελώς διαφορετική σε σχέση μ’ αυτό που νομίζουμε ότι αποδέχεται η Εκκλησία. Παρότι συντηρητικός και άνθρωπος που έζησε εν εγκρατεία και παρθενία στη ζωή του, ο Παύλος μας κάνει να δούμε το τι και το γιατί στη ζωή της Εκκλησίας, σε σχέση με το σώμα, και μας εντυπωσιάζει, δίνοντάς μας θεωρήσεις που ανατρέπουν αυτό που βαθμιαία επικράτησε, εξαιτίας της ανάγκης των χριστιανών να διαφοροποιηθούν σε σχέση με τον κόσμο, που θεοποίησε το σώμα και εξακολουθεί να το θεοποιεί.
«Το σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω και ο Κύριος τω σώματι». «Ο Θεός και τον Κύριον ήγειρε και ημάς εξεγερεί δια της δυνάμεως αυτού». «Τα σώματα ημών μέλη Χριστού εστίν. Άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; μη γένοιτο». «Ο πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει». Το σώμα δεν δοξάζεται δια της πορνείας, αλλά δοξάζεται μέσω αυτού ο Κύριος και ο Κύριος δοξάζει το σώμα. Ο Θεός που ανέστησε τον Κύριο, θα μας αναστήσει δια της δυνάμεως Αυτού. Τα σώματά μας είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Μπορώ λοιπόν να πάρω κάτι που είναι μέλος του σώματος του Χριστού και να το κάνω μέλος του σώματος μιας πόρνης; Αυτός που πορνεύει, βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα» (Α’ Κορ. 6, 12-20).
Οι λόγοι του Παύλου είναι ξεκάθαροι. Δεν απορρίπτει το σώμα, αλλά το οδηγεί στη σχέση με το Χριστό. Δεν περιφρονεί τη χαρά και την κοινωνία που το σώμα προσφέρει, αλλά αντιδιαστέλλει τις καταστάσεις αυτές με την πορνεία. Και πορνεία είναι η χρήση του σώματος όχι για την αγάπη και την κοινωνία, αλλά για την αυτόνομη απόλαυση, χωρίς ευθύνη, χωρίς ζεστασιά και τρυφερότητα, χωρίς μοίρασμα ολόκληρης της ύπαρξης. Γιατί για τον Παύλο το σώμα δεν πρέπει να λειτουργεί αυθύπαρκτα, αλλά ως μέλος του σώματος του Χριστού, που σημαίνει ως ολόκληρη ύπαρξη, ως ο όλος άνθρωπος που συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας.
Η διάκριση αυτή είναι διαφορετική από την διάκριση σε δημόσια και ιδιωτική ζωή και πορεία που κάνει ο κόσμος, ιδίως σήμερα. Η πορνεία θεωρείται ιδιωτική υπόθεση για τον κόσμο. Μπορεί δημόσια να αποδοκιμάζεται, στην πράξη όμως γίνεται αποδεκτή, διότι ο άνθρωπος είναι άλλος στη δημόσια ζωή του και άλλος στην ιδιωτική. Για την Εκκλησία όμως και τον Παύλο ο άνθρωπος είναι μέλος του σώματος του Χριστού. Αυτή η στάση ζωής δεν γνωρίζει δημόσιο και ιδιωτικό. Ό,τι είναι ο άνθρωπος στη δημόσια ζωή είναι και στην ιδιωτική. Και τα κριτήρια έχουν να κάνουν με την αγάπη και την κοινωνία με το Θεό και τον άνθρωπο. Η πορνεία δεν είναι τότε ιδιωτικό δικαίωμα του ανθρώπου, γιατί τότε ο άνθρωπος δείχνει και βιώνει την έλλειψη αγάπης. Και αυτός που δεν αγαπά σε οποιαδήποτε πράξη και στάση ζωής, χωρίζεται από το σώμα του Χριστού. Έτσι, ποιώντας τα μέλη του μέλη πόρνης, γενόμενος ένα μ’ αυτήν, απαρνιέται την αγάπη, που είναι η κατεξοχήν στάση ζωής για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Επομένως για την Εκκλησία δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, αλλά και τα δύο αγιάζονται από το Θεό. Και τα δύο μας έχουν δοθεί για να δοξάζεται ο Θεός δια της αγάπης τόσο προς τον Ίδιο, όσο και προς τον συνάνθρωπο. Το μεν σώμα μπορεί να πεθαίνει κατά φύσιν, αλλά προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Και η ψυχή μπορεί να παραμένει αθάνατη κατά χάριν, όμως κι αυτή, εάν δεν βιώνει την αγάπη, την κοινωνία και τη χαρά της αληθινής συνάντησης με το Θεό και τον πλησίον, είναι στην ουσία νεκρή. Βιώνει τον πνευματικό θάνατο και μαζί με το σώμα θα πορευθεί προς τον αιώνιο θάνατο, εάν δεν επιλέξει την οδό της μετανοίας και της επιστροφής στην πατρική αγκαλιά της αγάπης. Για την Εκκλησία η νηστεία είναι ολοκληρωτική κίνηση προτεραιότητας της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό. Νηστεύουμε όχι μόνο από τις τροφές, αλλά και από τα πάθη, την απουσία της αγάπης. Νηστεύει το σώμα, νηστεύει και η ψυχή από ό,τι την κάνει να χωρίζεται από το Θεό και να μη λειτουργεί ως μέλος του σώματος του Χριστού, δηλαδή από την μνησικακία, την έλλειψη συγχωρητικότητας, τον ατομοκεντρισμό, την φιληδονία, τον θυμό, την κατάκριση και κάθε τι άλλο εμπαθές.
Όποιος λοιπόν θεωρεί ότι η Εκκλησία απορρίπτει ή περιφρονεί το σώμα, σφάλλει. Για την Εκκλησία ακόμη και η χαρά της αγάπης και της ηδονής που πηγάζει μέσα από αυτήν, εγκεντρίζεται στο σώμα του Χριστού. Ευλογείται από το Θεό μέσα στο μυστήριο του γάμου. Δε λειτουργεί ως αυτόνομη σωματική λειτουργία, αλλά ως ένωση υπάρξεων και δημιουργία οικογένειας, δηλαδή συνδημιουργία με το Θεό. Και εκεί ακόμη η εγκράτεια έχει να κάνει με τη στροφή του ανθρώπου, έστω και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στην έκφραση επιθυμίας για περισσότερη κοινωνία με το Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι ενασχόληση με το Θεό και υπενθύμιση του τελικού προορισμού του ανθρώπου και όχι ένδειξη περιφρόνησης της αγάπης. Και πρωτίστως, η Εκκλησία υπενθυμίζει την μεγάλη αλήθεια: ότι ο άνθρωπος είναι μέλος του σώματος του Χριστού, δηλαδή καλείται να αγαπά, να προσφέρεται και να καταξιώνεται εκεί όπου ανήκει και ο ίδιος και η σχέση του με τον συνάνθρωπο.
Ο Παύλος μας υπενθυμίζει: «δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού». Η ύπαρξή μας, το σώμα και η ψυχή μας, ανήκουν στο Θεό. Και με τα δύο λοιπόν καλούμαστε να δοξάζουμε το Θεό και να μην νικιόμαστε από το σαρκικό φρόνημα της αυτόνομης χρήσης τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, με τελικό γνώμονα όχι την αγάπη που μας κάνει να εξερχόμαστε από την ύπαρξή μας, αλλά την ιδιωτικότητα, η οποία μας κάνει υποκριτές. Άλλο να είμαστε και άλλο να δείχνουμε και τελικά να χωρίζουμε τον εαυτό μας σε σώμα που έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει χωρίς να αγαπά και επειδή το έχει ανάγκη, ίσως επειδή θα πεθάνει κάποια στιγμή, και ψυχή που είναι από μόνη της θεός με όλα τα δικαιώματα ή που θα σωθεί ως ανταμοιβή για τις αρετές της. Η στάση αυτή τελικά μας καταξιώνει ως μέλη του σώματος του Χριστού και δίνει στην πνευματική μας προσπάθεια τις γνήσιες συντεταγμένες της, ακόμη κι αν δεν κατορθώθηκαν να βρούνε πάντοτε ξεκάθαρη έκφραση μέσα στον τρόπο που βιώθηκε η παράδοσή μας. Δε φταίει αυτή για τις δικές μας αστοχίες ή για τις ιστορικές και κοινωνικές πιέσεις στις οποίες η Εκκλησία έζησε. Τουλάχιστον, ας επανέλθουμε.

Κέρκυρα, 12 Φεβρουαρίου 2012