10/15/11
ΠΙΣΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ
«Πιστός ο λόγος» (Τίτ. 3,8) αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τίτο, που ήταν επίσκοπος Κρήτης, σε μία περικοπή που διαβάζεται όταν στην Εκκλησία θυμόμαστε οικουμενικές συνόδους, στις οποίες οι Πατέρες τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος έδιναν απαντήσεις σε ζητήματα πίστης. Κι αυτό διότι ο λόγος της πίστης, ο λόγος των Πατέρων, ο λόγος της Εκκλησίας είναι αξιόπιστος, όχι μόνο διότι προέρχεται από ανθρώπους που έχουν αξιοπιστία στη σχέση τους με τους άλλους, αλλά και γιατί πηγάζει από εκείνους που έχουν εναποθέσει την εμπιστοσύνη τους στο φωτισμό του Θεού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καλλιεργούν τους εαυτούς τους, δεν μορφώνονται, δεν μελετούν, δεν ζούνε την πνευματική ζωή της πίστης δια της νηστείας, της αγρυπνίας, της προσευχής, της αγάπης, λαμβάνοντας ουράνια χαρίσματα. Δεν μένουν όμως οι Πατέρες, που είναι συνεχιστές του έργου των Αποστόλων, στα δικά τους χαρίσματα, αλλά εναποθέτουν τον τρόπο τους στα χέρια του Θεού και στην κοινωνία της Εκκλησίας και αφήνονται να φωτισθούν, να μιλήσουν και να κριθούν τελικά και από το Θεό και από το σώμα του Χριστού.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζουν την πίστη, το ήθος και την παράδοση της ίδιας της Εκκλησίας. Και είναι επιπλέον πιστός ο λόγος τους διότι έχει χριστοκεντρικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο. Δεν είναι λόγος που αποσκοπεί στο να προβάλλει την ικανότητα και το χάρισμά τους, αλλά καταδεικνύει τον Χριστό και τον δρόμο της σωτηρίας που ο Κύριος προσέφερε στους ανθρώπους, σπέρνοντας τον σπόρο του λόγου Του και ζητώντας την αγαθή γη των ανθρώπων. Δεν έμεινε όμως μόνο στο λόγο ο Χριστός, αλλά φρόντισε να «προΐσταται καλών έργων», που δεν ήταν απλώς η αγάπη που έβγαινε από μέσα Του για τους ανθρώπους και η οποία γιάτρευε, φώτιζε, παρηγορούσε, έτρεφε και υλικά και πνευματικά τις υπάρξεις, συγχωρούσε για τα αμαρτήματα και έδινε ελπίδα. Ο Χριστός προσέφερε τον ίδιο Του τον εαυτό δια του σταυρού και του τάφου και συνανέστησε το ανθρώπινο γένος με την δική Του Ανάσταση. Ο λόγος Του ήταν αξιόπιστος διότι συνδέθηκε με την αγάπη που έφτασε στην αυτοπαραίτηση και τη θυσία. Αυτόν τον λόγο φανέρωσαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτόν τον Χριστό κατέδειξαν στους ανθρώπους. Αυτόν τον Χριστό ζήτησαν από τους ανθρώπους να ακολουθήσουν. Και αυτόν τον Χριστό ακολούθησαν οι ίδιοι πρώτα. Θυσιάζοντας τον χρόνο τους, την δυνατότητά τους να γίνουν σπουδαίοι κατά κόσμον, την ευκαιρία να διακονηθούν, αλλά και οδηγούμενοι στην μαρτυρία και το μαρτύριο είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως. Δεν έμειναν στον λόγο, αλλά τον επιβεβαίωσαν δια των καλών έργων, κάνοντας βίωμα την πίστη.
Ο λόγος των Πατέρων και ο λόγος της Εκκλησίας είναι πιστός, διότι διακρίνει ανάμεσα στην αλήθεια και την παραφθορά της που είναι η αίρεση. Η αλήθεια για την Εκκλησία δεν είναι διανοητικό κατασκεύασμα, ούτε σύνθεση λόγων. «Ου γαρ περί των λέξεων ο σκοπός εμοί, αλλ’ άπας ο αγών περί των πραγμάτων» αναφέρει ένας ωραίος πατερικός λόγος (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Είναι η αποτύπωση της κοινωνίας του ανθρώπου με το Χριστό, που είναι ο Ίδιος η Αλήθεια. Είναι Πρόσωπο η Αλήθεια και όχι λόγοι ή ιδέες ή επιχειρήματα. Και γι’ αυτό η αίρεση αποτελεί παραμόρφωση του προσώπου του Χριστού, διαίρεση του χιτώνα Του και επιλογή τμήματος της αλήθειας, δηλαδή διάλυση της ακεραιότητάς της. Ο Χριστός διασώζεται ακέραιος στη ζωή της Εκκλησίας. Και η Εκκλησία, δια των Συνόδων, δια του διαλόγου των Πατέρων μεταξύ τους, δια της λειτουργικής της εμπειρίας, δια της επιβεβαιώσεως από τον λαό που πιστεύει, μας δείχνει το Πρόσωπο του Χριστού ακέραιο στους αιώνες. Και η σχέση με τον Χριστό δείχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσουμε ώστε η ζωή μας να γίνει ακέραιη, να έχει δηλαδή πλήρες νόημα και σκοπό, που συνεπάγεται ότι δια της κοινωνίας με τον Χριστό να αγιαζόμαστε ψυχή τε και σώματι και να στρεφόμαστε προς Αυτόν για να μην χάσουμε την χαρά και την ελπίδα τόσο σ’ αυτή όσο και στην αιώνια ζωή. Αυτό είναι τελικά το νόημα της αληθινής ακεραιότητας.
Στην εποχή μας, μεγάλη μερίδα ανθρώπων, αντί να προβληματιστεί από το γεγονός ότι ο λόγος των όσων κυβερνούν τη ζωή μας και πολιτικά και οικονομικά και πολιτισμικά αποδεικνύεται παντελώς αναξιόπιστος, διότι στερείται των τριών χαρακτηριστικών που περιγράψαμε (του φωτισμού από τον Θεό στον Οποίο εναποτίθεται η εμπιστοσύνη, δεν είναι λόγος που οδηγεί στο Χριστό και την σωτηρία, ενώ δεν είναι λόγος που δείχνει την ακεραιότητα του νοήματος της ζωής μας) και αποδοκιμάζεται στην πράξη από την ίδια την πραγματικότητα, καθότι είναι λόγος εγωκεντρικός, λόγος εξουσίας και θεραπείας του εαυτού από τους άλλους και όχι διακονίας και θυσίας, λόγος που βλέπει τη ζωή μερικά και αποσπασματικά, στο τμήμα των υλικών αγαθών, των βιοτικών μεριμνών, της φιληδονίας και της ικανοποίησης των επιθυμιών, εξακολουθεί να ειρωνεύεται, να περιφρονεί και να αδιαφορεί για το λόγο της Εκκλησίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πάντοτε όσοι διακονούμε αυτόν τον λόγο με την φωνή αλλά και με τα έργα μας είμαστε έτοιμοι να αποδειχθούμε αξιόπιστοι. Όμως ο ίδιος ο λόγος, επειδή προέρχεται από τον Λόγο του Θεού και αυτόν εκφράζει μέσα από την ιστορία, την παράδοση, τον βίο της αγιότητας που συναντούμε στην Εκκλησία, αποτελεί τον αληθινό οδοδείκτη για να γίνει η καρδιά μας γη αγαθή, για να αλλάξουμε προσανατολισμό στην δύσκολη πραγματικότητά μας και να βρούμε τον δρόμο προς την ακεραιότητα. Προϊστάμενοι καλών έργων και ζώντας την αλήθεια της Εκκλησίας μπορούμε να διδάξουμε και ετέρους. Και εδώ έγκειται τελικά η ευθύνη όλων. Οι μεν ποιμένες να ακολουθούν τον δρόμο των Πατέρων. Ο δε λαός να ζητά καλούς ποιμένες, αλλά και να έχει αγαθή γη εντός του, ώστε να μπορεί να διακρίνει και να ζει την αλήθεια. Και να ζητεί την ελπίδα μέσα από την κοινωνία με τον Λόγο του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας, τον ίδιο τον Χριστό.
Κέρκυρα, 16 Οκτωβρίου 2011