8/6/11

Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ & ΤΩΝ ΙΧΘΥΩΝ, Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ



Μία από τις πιο εντυπωσιακές περικοπές των Ευαγγελίων είναι αυτή που αναφέρεται στον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων από το Χριστό στην έρημο, προκειμένου να δώσει τροφή στους πέντε χιλιάδες άνδρες και τις ακόμη περισσότερες γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν στην έρημο για να τον ακούσουν. Ο Χριστός χορταίνει την πνευματική πείνα τω ανθρώπων και κατόπιν καλύπτει και τις υλικές τους ανάγκες. Όταν μάλιστα οι μαθητές Του ζητούν από Εκείνον να απολύσει τους όχλους, να δώσει δηλαδή εντολή να φύγουν από κοντά Του και να κατευθυνθούν στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν την τροφή τους, ο Χριστός τους λέει ξεκάθαρα: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» (Ματθ. 14, 16). «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν από κοντά μου για να φάνε, αλλά εσείς οι μαθητές μπορείτε να τους δώσετε από την δική μας τροφή», επισημαίνει ο Κύριος, χαράσσοντας τελικά έναν δρόμο που διαφοροποιεί την αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν για τους συνεχιστές της πορείας του Κυρίου και των μαθητών Του, δηλαδή τους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία.
Ποια είναι αυτή η διαφοροποίηση;
Προηγείται το χόρτασμα της πνευματικής πείνας, η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πνευματική προσφορά του λόγου του Θεού και έπεται το υλικό χόρτασμα. Αν ο άνθρωπος έχει χορτάσει πνευματικά από την παρουσία του Χριστού και τον λόγο Του, τότε η ευθύνη των μαθητών είναι να μην του επιτρέψουν να φύγει για να βρει την υλική του τροφή, αλλά να μοιραστούν τη δική τους μαζί του. Και επειδή αυτή η τροφή είναι λίγη, ο Χριστός με την προσευχή Του, την πολλαπλασιάζει, ώστε όχι μόνο να φθάσει για όλους, αλλά και να περισσέψει εν αφθονία.
Η πνευματική πείνα. Μία κατάσταση η οποία στην εποχή μας έχει τεθεί στο περιθώριο. ΟΙ άνθρωποι που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή μιλούν για την Εκκλησία δεν βλέπουν την πνευματική πείνα αλλά μόνο την υλική. Ζητούν, απαιτούν, διαμαρτύρονται, κατηγορούν όχι γιατί η Εκκλησία δεν τους χορταίνει πνευματικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους ενδιαφέρει, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν τους χορταίνει υλικά. Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός της ανθρώπινης φύσης στην ιδιοτέλεια του εδώ και τώρα, στην ιδιοτέλεια των υλικών αγαθών, στην ιδιοτέλεια της άκοπης επιβίωσης, η οποία καθίσταται κύριος στόχος του ανθρώπου, ώστε να έχει ξεχαστεί η πνευματική πείνα, η αγωνία για νόημα ζωής, για να γνωρίζει ο άνθρωπος γιατί ζει και υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός της πορείας του στον κόσμο αυτό.
Ο Χριστός βλέπει στην έρημο τους ανθρώπους που πεινούν για ζωή, για αλήθεια, για κοινωνία με το Θεό. Και τους χορταίνει όχι μόνο με τη διδαχή Του, αλλά κυρίως με το πρόσωπό Του, με την παρουσία Του. Δεν περιφρονεί όμως και τις υλικές ανάγκες του κόσμου. Τις συνδυάζει όμως με τις πνευματικές και γι’ αυτό λέει στους μαθητές Του ότι δεν έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να φύγουν από κοντά Του. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο πορεύεται αληθινά η Εκκλησία, παρά την πίεση που υφίσταται από τον κόσμο να προτάξει την υλικότητα του ανθρώπου σε σχέση με το πνεύμα. Η Εκκλησία καλείται με τον λόγο, με τα βιώματα των Αγίων, με την ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο να πορευτεί, να δείξει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και από κει και πέρα, αφού χορτάσει πνευματικά τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει και στο υλικό κομμάτι της ζωής.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης την οποία ζούμε η στάση του Χριστού φαντάζει εντελώς ουτοπική. Όταν μάλιστα αυξάνουν οι στρατιές των ανθρώπων που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στερούνται ακόμη και το καθημερινό φαγητό, το συναίσθημα και η ανθρωπιά μας σπρώχνουν να βγάζουμε κηρύγματα φιλανθρωπίας και να απαιτούμε από την Εκκλησία να προσφέρει. Πόσοι από εκείνους που υποδεικνύουν στην Εκκλησία να αντιστρέψει την σειρά του Ευαγγελίου άραγε κάνουν πράξη αυτά που πρεσβεύουν για τους άλλους; Αλλά και η ίδια η Εκκλησία πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την πίεση και να δώσει στους ανθρώπους να κατανοήσουν ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός προσανατολισμός της ζωής; Μήπως, εάν οι άνθρωποι βίωναν τον πνευματικό χορτασμό, θα αισθάνονταν την ανάγκη τελικά να μοιραστούν και την τροφή τους μ’ αυτούς που δεν έχουν; ΚΙ εδώ οι μαθητές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν είχαν οι ίδιοι χορτάσει πνευματικά για να αισθανθούν το αυτονόητο: να μοιραστούν το υλικό με τους ακροατές του Χριστού. Τι άλλο μαρτυρεί η ορθολογιστική προτροπή προς το Χριστό να απολύσει τους όχλους για να βρούνε τροφή; Ενώ ο Χριστός, τους υποδεικνύει τελικά με τον τρόπο του ότι δεν είναι ο ορθολογισμός που πρέπει να κυβερνά τη ζωή μας, αλλά η πνευματική πορεία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί το θαύμα. Γιατί η αγάπη τελικά είναι το σημείο του πνευματικού χορτασμού, που γεννά την πληρότητα εντός του ανθρώπου και τελικά το θαύμα του μοιράσματος.
Ολοκληρώσαμε αυτές τις ημέρες την μελέτη του βιβλίου του Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκι: η ζωή και το έργο ενός μεγάλου Θεολόγου (εκδ. Εν πλω). Εκτός των άλλων ενδιαφερόντων στοιχείων για μία από τις μεγαλύτερες θεολογικές μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 20ού αιώνα, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η διαφωνία που ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ είχε σε σχέση με την πορεία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών από το 1960 και μετά. Αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο-βιογραφία ότι το ΠΣΕ είχε δύο μεγάλες επιτροπές, στα πλαίσια του διαλόγου των χριστιανικών ομολογιών-εκκλησιών: η πρώτη είχε θέμα της την Πίστη και την Τάξη και η δεύτερη την Εργασία και τη Ζωή (σελ. 220 κ. ε.). Η πρώτη επιτροπή είχε ως σκοπό της να συμβάλει στο να βρουν οι χριστιανικές ομολογίες τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγούσαν σε ένα διάλογο σχετικά με την σωτηρία του ανθρώπου και το νόημα της πίστης για τον κόσμο και τον άνθρωπο, ενώ η δεύτερη να εξετάσει τη διδασκαλία των χριστιανικών ομολογιών για τα κοινωνικά προβλήματα και την μαρτυρία του χριστιανισμού για την κατάσταση του κόσμου. Από το 1961, προς μεγάλη απογοήτευση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, τα θέματα για την Εργασία και τη Ζωή αποτέλεσαν την κύρια βάση για τον διάλογο μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, στην αγωνία των πολλών να δικαιολογήσουν την ύπαρξη και την αξία του χριστιανισμού για τον κόσμο, σε αντίθεση με τα θέματα της πίστης και της θεολογίας. Οι χριστιανικές ομολογίες ηττήθηκαν από το κοσμικό πνεύμα, το οποίο διαρκώς θέτει το ερώτημα πόσο άρτο μπορεί η πίστη και κατ’ επέκταση η Εκκλησία να παρέχει στον κόσμο και όχι ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ανθρώπου. Από τότε ακόμη και ο διάλογος μεταξύ των ομολογιών, αλλά και η έννοια της αποστολής του χριστιανισμού στον κόσμο θυμίζει την προτροπή των μαθητών στο Χριστό: «απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (Ματθ. 14,15).
Πόσοι είμαστε έτοιμοι στην εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης να διακηρύξουμε τον λόγο του Χριστού: «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4, 4). Πόσο χορτάτοι από τον λόγο του Θεού είμαστε εμείς για να ακούσουμε τελικά την προτροπή του μοιράσματος: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν. δότε αυτοίς υμείς φαγείν», τόσο πνευματικά όσο και υλικά;


Κέρκυρα, 7 Αυγούστου 2011