8/4/11

ΑΛΛΑΓΗ Η’ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ;


«Μετεμορφώθη έμπροσθεν των μαθητών αυτού και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. 17,2). Η μεγάλη εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, την οποία εορτάζουμε στην καρδιά του καλοκαιριού, έρχεται να μας θέσει ένα μεγάλο δίλημμα: θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος μας; θέλουμε να αλλάξουμε εμείς; ή είμαστε ευχαριστημένοι με την εν γένει πορεία της ζωής μας, εντοπίζοντας το νόημά της στη δυνατότητα απόκτησης και κατανάλωσης υλικών αγαθών, στην αντιμετώπιση των κάθε λογής οικονομικών προβλημάτων, αλλά και στην κάρπωση με κάθε τρόπο της ηδονής, ιδίως της σαρκικής, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς όρια, χωρίς ήθος; Το δίλημμα αυτό εντονοποιείται στις ημέρες μας, όταν πλέον έχουν καταρρεύσει οι ψευδαισθήσεις της κοινωνίας μας πως μπορούμε ες αεί να είμαστε ευτυχισμένοι ακολουθώντας το καταναλωτικό πρότυπο, το οποίο άγγιξε την χορδή της άνεσης η οποία δεν απευθύνεται σε λίγους, μόνο στους έχοντες και κατέχοντες, αλλά σε περισσότερους και ει δυνατόν σε όλους. Μόνο που αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης δεν είναι οι λίγοι, αλλά οι πολλοί. Όσοι δηλαδή πίστεψαν ότι μπορούν να μοιάσουν τους λίγους, θεοποιώντας τα δικαιώματα κάθε λογής, τις επιθυμίες, τις ηδονές του βίου.
Τι μας δείχνει ο Χριστός στο όρος Θαβώρ; Ότι η ύπαρξή μας δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε, σάρκα, νους, εμφάνιση, ιδέες, επιθυμίες, λογισμοί, αλλά πρόσωπο. Στο όρος Θαβώρ η ανθρώπινη φύση του Κυρίου υπέστη μεταμόρφωση τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και προς τα ιμάτια. Η μεταμόρφωση του προσώπου δείχνει τον αληθινό προορισμό του ανθρώπου, που είναι να ενωθεί με το Θεό, να φωτιστεί και να ζήσει τις ιδιότητες του φωτός εντός του κόσμου, αλλά και στην αιωνιότητα. Και το φως κάνει τον άνθρωπο λαμπρό, διότι η ακτίνα του φωτίζει την καρδιά του. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. 15, 13) και ευφραινόμενη είναι η καρδιά η οποία γνωρίζει γιατί ζει, νικά τον θάνατο διότι πιστεύει στο νικητή του Θανάτου, ξεκινά την πορεία να αγαπήσει κάθε ύπαρξη και τον κόσμο. Και όταν κάποιος θέλει να αγαπά, νιώθει την λάμψη της εσωτερικής, της πνευματικής χαράς, της πληροφορίας ότι ο Θεός αναπαύεται στην καρδιά του και παίρνει δύναμη να ανέβει το δικό του Θαβώρ, που είναι να μπορεί να βλέπει τον κόσμο όχι παραδομένος στις βιοτικές μέριμνες, στις επιθυμίες και τις ηδονές, αλλά με γνώμονα την παρουσία του Θεού σ’ αυτόν. Και επειδή ο Θεός ενυπάρχει στον κόσμο-άλλωστε Εκείνος τον δημιούργησε- και ανακαίνισε τον κόσμο δια του Υιού Του, ο μεταμορφωμένος άνθρωπος βλέπει σε κάθε ύπαρξη το Θεό και ανεβαίνει με το Θεό στην Βασιλεία και την κοινωνία μαζί Του. Αυτό μας δείχνει η μεταμόρφωση του Κυρίου, κατά την οποία η ανθρώπινη φύση Του, όντας ενωμένη με τη Θεία, αφέθηκε σ’ αυτήν και φανερώθηκε στην λαμπρότητα που το Άκτιστον φως παρέχει.
Η μεταμόρφωση του Χριστού όμως δεν περιορίστηκε στο πρόσωπο, αλλά επεκτάθηκε και στα ιμάτια. Δεν περιελάμβανε μόνο την καρδιά η μεταμόρφωση, αλλά και την ύλη, ό,τι περιβάλλει τον άνθρωπο, ό,τι ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει για να επιβιώσει, αλλά και για να μπορεί να συνυπάρξει με τους συνανθρώπους του. Τίποτε δεν εξαιρεί ο Θεός από την ανθρώπινη ύπαρξη. Τίποτε δεν περιφρονεί. Άλλωστε, η δημιουργικότητα είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Πώς θα μπορούσε ο Θεός να περιφρονήσει αυτό που ο Ίδιος μας δώρισε; Επομένως, κάθε τι που δημιούργησε ο άνθρωπος μπορεί να βρει το αληθινό του νόημα στην προοπτική της σχέσης με το Θεό. Να γίνει αντίδωρο προσφοράς στο δώρο της δημιουργίας και να κάνει τον άνθρωπο να τιμήσει το Θεό και δια μέσω αυτού.
Ο Χριστός δεν άλλαξε απλώς. Δεν έβαλε κάποιο ρούχο διαφορετικό, δεν μεταμφιέσθηκε σε κάποιον άλλο, δεν σημαδεύτηκε η ύπαρξή του από το θαύμα και πλέον άρχισε να πορεύεται μεταμορφωμένος. Η μεταμόρφωση του Κυρίου συνίστατο στο να Τον δουν οι μαθητές Του όπως πραγματικά ήταν. Δεν προσέλαβε την λαμπρότητα της θεϊκής φύσης την οποία δεν είχε, αλλά αποκάλυψε την πληρότητα του προσώπου Του στους μαθητές και στον κόσμο. Για μας τους ανθρώπους μία τέτοια κατάσταση είναι μάλλον ακατανόητη. Γι’ αυτό και θέλουμε να περιγράφουμε οποιαδήποτε μεταβολή στη ζωή μας με την λέξη «αλλαγή». Γινόμαστε κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν. Όμως το θαύμα του Θαβώρ μας δείχνει ότι ήδη είμαστε κάτι που είτε δεν θέλουμε να το γνωρίζουμε είτε το θεωρούμε αυτονόητο χωρίς όμως να το αφήνουμε να δρα στη ζωή μας είτε το περιφρονούμε συνειδητά. Είμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4). Ο Τριαδικός Θεός μας χάρισε κατά τη δημιουργία μας την εικόνα Του. Μας έδωσε την αγάπη, την ελευθερία, το «έλλογον», την δημιουργικότητα, την ροπή προς Εκείνον και μας καλεί να ενεργοποιούμε αυτά τα χαρίσματα στον παρόντα χρόνο, ώστε να φτάσουμε στην κοινωνία μαζί Του, στο «καθ’ ομοίωσιν». Άρα, η πρόσκλησή Του για μεταμόρφωση δεν αποτελεί απλώς μία διδασκαλία αλλαγής μας, δηλαδή μετατροπής μας σε κάτι άλλο. Είναι η αφόρμηση για να επανεύρουμε το αληθινό μας πρόσωπο και να χρησιμοποιήσουμε τα κάθε λογής ιμάτιά μας όχι μόνο για την επιβίωση ή την κοινωνική μας συμβίωση ή την φιλήδονη απόλαυση, αλλά ως αντίδωρο για την αγάπη του Θεού και αντιπροσφορά στις άλλες εικόνες Του που είναι οι συνάνθρωποί μας.
Τούτο φαντάζει ανέφικτο στην εποχή μας, ίσως και σε κάθε εποχή. Γι’ αυτή την οδό όμως έγινε ο Θεός άνθρωπος. Και σ’ αυτή την οδό συντείνει η ζωή της Εκκλησίας. Άλλωστε, στο Θαβώρ ο Χριστός δεν μεταμορφώθηκε για τον εαυτό Του. Ήταν παρόντες οι τρεις μαθητές Του, οι οποίοι μπορούσαν να δούνε την δόξα Του «καθώς ηδύναντο», αλλά και ο Μωυσής, ο εκπρόσωπος του Νόμου και της Παλαιάς Διαθήκης, του μέχρι τότε κόσμου δηλαδή, όπως επίσης και ο Ηλίας, ο προφήτης του νυν και του εσχάτου χρόνου, ο οποίος δεν εγεύθηκε τον θάνατο. Στα πρόσωπά τους αποτυπώνεται η Εκκλησία. Άλλα μέλη της ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το Ευαγγέλιο και τις διατάξεις των νόμων και των κανόνων (κατά το πρότυπο του Μωυσή), άλλα λειτουργούν με την θέρμη της αγάπης, την πίστη και την μαρτυρία για το Θεό που γίνεται συνεχής αναζήτηση (όπως ο Ηλίας), άλλα ανήκουν στην κατάσταση των μαθητών που αναζητούν, ακολουθούν, αλλά τα μάτια της ψυχής τους δεν είναι ικανά να δούνε την δόξα του Θεού και συχνά ο φόβος και η αβεβαιότητα ταλανίζει τις καρδιές τους, όμως δεν παύουν να πιστεύουν. Όλους ο Χριστός τους δέχεται. Για όλους ο Χριστός μεταμορφώνεται. Όλους τους προσκαλεί να ξαναβρούνε αυτό που τους δόθηκε ως δωρεά και ως ειδοποιό χαρακτηριστικό που τους διαφοροποιεί από την κτίση: την εικόνα του Θεού και να την αφήσουν να ενεργήσει ώστε να γίνει ομοίωσή Του. Η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, με την Θεία Λειτουργία και την λατρεία, την ασκητικότητα, τα έργα της αγάπης, την αντίσταση στο πνεύμα του κόσμου τούτου, συμπεριλαμβάνει κάθε ύπαρξη που θέλει να βρει το βαθύτερο πρόσωπό της, να μεταμορφωθεί σ’ αυτό που πραγματικά της δόθηκε.
Ο κόσμος μας δεν μπορεί να αλλάξει όσο «κείται εν τω πονηρώ» (Α’ Ιωάν. 5,19). Όσο ο άνθρωπος δεν αφήνεται στη σχέση με το Χριστό που τον μεταμορφώνει σ’ αυτό που αληθινά είναι. Κι επειδή οι συζητήσεις για την κρίση είναι ατέρμονες, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση, δεν αγγίζουν την πνευματική και ηθική αποσύνθεση ή και παραπλάνησή μας από τις ιδέες και τη νοοτροπία μιας ζωής χωρίς Θεό και θεοποίησης του εαυτού μας, ας μην περιμένουμε αποτελέσματα. Η απάντηση βρίσκεται στην εντός μας μεταμόρφωση μέσα από την συναίσθηση ότι είμαστε κοινωνοί της θείας φύσης, ότι ο Χριστός προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο φύραμα μας έδωσε μέσα στην Εκκλησία την δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα χαρίσματά μας και να Του τα αντιπροσφέρουμε τόσο στην διαπροσωπική κοινωνία με τους αδελφούς μας όσο και μέσω των κάθε λογής ιματίων μας, ώστε όχι απλώς να αλλάξουμε, αλλά να μεταμορφωθούμε εν ελπίδι, νικώντας τον χρόνο και τις ανθρωποβόρες διαστάσεις του, κυρίως τον τρόπο που υιοθετούμε ως στάση ζωής. Κι εδώ η απάντηση είναι προσωπική.

Κέρκυρα, 6 Αυγούστου 2011