2/26/11
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Το βίωμα της Εκκλησίας είναι εσχατολογικό. Από τη στιγμή που ο Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς, η Εκκλησία δεν παύει να περιμένει την επάνοδό Του στον κόσμο. Αυτή η εσχατολογική προσδοκία εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στους πιστούς κάθε εποχής.
Άλλοι περιμένουν τον Χριστό ως Εκείνον που θα τους ανταμείψει για τους κόπους που κατέβαλαν στον κόσμο αυτό, που θα τους δικαιώσει για την μαρτυρία που κατέθεσαν ενώπιον των ανθρώπων για την πίστη, που θα τους αξιώσει να ζήσουν αιώνια με χαρά και ευτυχία. Άλλοι περιμένουν τον Χριστό ως τον τιμωρό των αμαρτιών των ανθρώπων, ως Εκείνον που θα αποκαταστήσει την θεία δικαιοσύνη στον κόσμο και που θα κάνει να διαγραφεί από τον ορίζοντα κάθε έννοια αδικίας και κακίας. Άλλοι περιμένουν το Χριστό ως τον λυτρωτή από τα βάσανα, τις δοκιμασίες, τις θλίψεις που πέρασαν σ’ αυτή τη ζωή. Άλλοι, τέλος, περιμένουν το Χριστό ως τον Αγαπημένο, Αυτόν που θα σβήσει από τον κόσμο την κατάσταση του χωρισμού των ανθρώπων από Εκείνον και θα καταστήσει την οικουμένη μία διαρκή κοινωνία Θεού και ανθρώπων, χωρίς τον φραγμό της αμαρτίας να στέκεται ανάμεσα στον Δημιουργό και την δημιουργία.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι οποίοι δεν τον περιμένουν, είτε γιατί δεν πιστεύουν σ’ Αυτόν, είτε γιατί δεν θεωρούν ότι θα ξαναέρθει, είτε γιατί δεν θέλουν να ξαναέρθει, επειδή διαβλέπουν ότι η ζωή τους δεν έχει καμία σχέση με τις εντολές Του. Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι Τον πολέμησαν και Τον πολεμούν και που ο ερχομός Του θα αποτελέσει την συντριβή τους. Όλες αυτές οι κατηγορίες των ανθρώπων επιλέγουν ή την αδιαφορία ή τον φόβο ή την απιστία έναντί Του. Θα προτιμούσαν να μην υπάρχει ή να μην ξανάρθει.
Αυτή η εσχατολογική προσδοκία, η οποία αποτυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως με την φράση « Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», αποτελεί πρόκληση για όλους, είτε πιστεύουν είτε όχι. Κι αυτό διότι δίνει την οριστική απάντηση στο υπαρξιακό αίνιγμα του θανάτου. Χωρίς την ανάσταση των νεκρών, που η Εκκλησία μας την θεωρεί αδιάσπαστη με την Δευτέρα Παρουσία, ο άνθρωπος θα νικιέται συνεχώς από τον χρόνο και τον θάνατο. Επομένως, εάν πιστεύουμε στο Χριστό, τότε δεν μπορούμε παρά να προσδοκούμε τον Δεύτερο Ερχομό Του. Αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό, ο θάνατος είναι το τέρμα μας κι επομένως, ό,τι κι αν κάνουμε στην ουσία θα είναι μάταιο, αφού δεν θα έχει προοπτική αιωνιότητας. Θα είναι αρκετό ίσως για να μας κάνει να περάσουμε καλά στο «νυν», αλλά δεν θα έχει «αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Η πίστη λοιπόν είναι ό,τι ανοίγει τον εσχατολογικό δρόμο και ό,τι χτίζει το εσχατολογικό κριτήριο. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός μας λέγει ότι όταν έρθει και μάλιστα στη δόξα Του, οι άνθρωποι θα κριθούμε με μοναδικό γνώμονα την αγάπη. Πόσο είδαμε στον αδελφό μας το πρόσωπο του Χριστού. Όλα όσα φαίνονται ως καθήκοντα του ανθρώπου που πιστεύει σ’ αυτή τη ζωή, ο Χριστός, με επαναστατικό λόγο, τα αφήνει στην άκρη. Αν δεν αγαπούμε, τότε, όσο τυπικοί κι αν ήμασταν στη ζωή μας σε σχέση με τα όσα ορίζονται στην Εκκλησία, η πορεία μας είναι «εις κόλασιν αιώνιον». Κι εδώ αξίζει να προβληματιστούμε. Όλα όσα ζητά η Εκκλησία να τηρούμε , αποτελούν τρόπους για να μάθουμε να αγαπούμε και να παλεύουμε με κάθε τι που μας χωρίζει από την αγάπη του Χριστού. Τα μυστήρια, η ελεημοσύνη, η άσκηση, η νηστεία, η μετάνοια, ο εκκλησιασμός, η άσκηση, ο πόλεμος κατά των λογισμών δεν είναι αυτοσκοπός στη ζωή μας. Είναι μέθοδοι που οδηγούν στην παιδεία της αγάπης. Είναι τρόποι με τους οποίους μαθαίνουμε να παραιτούμαστε από τον εγωκεντρισμό μας και να αφήνουμε τα μάτια μας να ανοίξουν για να συναντήσουν τον άλλο. Αν γίνουν αυτοσκοπός, θα πάθουμε ό,τι θα πάθουν εκείνοι που, όντας εξ ευωνύμων, διαμαρτύρονται ότι δεν γνώρισαν το Χριστό. Ίσως τήρησαν τα τυπικά. Όμως η καρδιά τους δεν οδηγήθηκε στην πορεία της αγάπης, γιατί τα τυπικά έγιναν αυτοσκοπός στη ζωή τους και τρόπος φαρισαϊκής δικαίωσης.
Ο δεύτερος ερχομός του Χριστού αποτελεί για όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν αφορμή χαράς. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να υπάρχει παρασυρμός σε κατάσταση αγωνίας για όσα θα συμβούν πριν την Δευτέρα Παρουσία. Επαγρύπνηση, νήψη, αγώνας αγάπης, ναι. Αγωνία, φόβος, σπασμωδικές κινήσεις, όχι. Το εσχατολογικό βίωμα, εάν δεν το δούμε στην πραγματική προοπτική του, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις απελπισίας, συνωμοσιολογίας, απομόνωσης. Το κλειδί όμως ήταν και είναι η αγάπη, τόσο προς το Χριστό, όσο και προς τον συνάνθρωπο. Αντί να στρεφόμαστε προς τον κόσμο και τις καταστάσεις που αυτός γεννά, προσπαθώντας να τις ερμηνεύσουμε υπό το πρίσμα της εσχατολογίας, και μάλιστα κόβοντας και ράβοντας τα ιερά κείμενα στις δικές μας φοβίες, ας εργαστούμε για την αγάπη. Ας μην λησμονούμε ότι ο δεύτερος ερχομός του Χριστού θα διαγράψει τον θάνατο και θα οδηγήσει στην καινοποίηση των πάντων, δηλαδή στην αιώνια κοινωνία εν τω Φωτί του προσώπου του Χριστού. Επομένως, όφελος είναι για μας αυτός ο ερχομός. Χαρά, γιατί ο Αγαπημένος δεν θα φύγει ποτέ από εμάς και η αμαρτία θα πάψει να βάζει εμπόδια σ’ αυτήν την κοινωνία.
Η Εκκλησία, μία Κυριακή πριν ξεκινήσει η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ορίζει να διαβάζεται η περικοπή της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. 25, 31- 46), για να μας υπενθυμίσει πως ό,τι καλούμαστε να ζήσουμε το επόμενο διάστημα δεν έχει νόημα χωρίς την αγάπη και δεν έχει άλλο στόχο εκτός από αυτήν. Και η αγάπη προς το Χριστό δεν είναι θεωρία. Είναι ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, λίγα ρούχα, μία επίσκεψη στον ασθενή και τον φυλακισμένο, η ανοιχτή καρδιά προς τον ξένο. Ο πνευματικός αγώνας είναι η προπόνηση για να μπορέσουμε να αθληθούμε στο στάδιο της αγάπης. Και αν πιστεύουμε, ούτε ο θάνατος μπορεί να νικήσει την αγάπη, ενώ ο Δεύτερος Ερχομός του Χριστού δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά το αιώνιο σφράγισμά μας μ’ αυτήν. Αυτήν την σπουδή της αγάπης ας αναλάβουμε στη ζωή μας και ας είναι η έμπνευσή μας καθώς πορευόμαστε προς την οδό των εσχάτων, μέσα από την λειτουργική και πνευματική ζωή της πίστης, αλλά και μέσα από την συνάντηση με τον συνάνθρωπο στον κοινωνικό μας χωροχρόνο. Κι ας μην λησμονούμε ότι ζούμε μόνο μία φορά.
Κέρκυρα, 27 Φεβρουαρίου 2011