2/28/11
1821: Η γέννηση (;) ενός έθνους -κράτους 2
Καθώς η τηλεοπτική σειρά του ΣΚΑΙ «1821: η γέννηση ενός έθνους-κράτους» προχωρά (ήδη προβλήθηκε το πέμπτο επεισόδιο), μπορούμε πλέον με περισσότερη ασφάλεια να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις.
Αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μία ιδιαίτερη επιμέλεια στην παραγωγή. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την προσπάθεια των ανθρώπων που εργάστηκαν, τόσο σε επιστημονικό, όσο και σε τηλεοπτικό επίπεδο, να δώσουν μία οπτικοποιημένη εκδοχή της Ιστορίας της Επανάστασης του 1821, κάτι που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε στην ελληνική τηλεόραση. Μέχρι τώρα μόνο τα επιστημονικά συνέδρια και οι ομιλίες κάποιων καθηγητών πανεπιστημίου σε διάφορους τόπους, η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, όπως και οι ποικίλες εκδόσεις ιστορικών και άλλων βιβλίων, ήταν οι κύριοι τρόποι για να προσεγγίσουμε την Ιστορία του Αγώνα. Οι πανηγυρικοί λόγοι κατά τις σχολικές εορτές και τις δοξολογίες, καθώς και οι παρελάσεις απεικονίζουν την συλλογική ανάμνηση της ιστορίας του λαού μας, μέθοδοι που αποσκοπούν στην τόνωση του εθνικού φρονήματος και στην προτροπή στις νεώτερες γενιές να αντλήσουν αξίες, όπως η δίψα για ελευθερία, ο πατριωτισμός και η στήριξη στην θρησκευτική πίστη και παράδοση. Παράλληλα, έτσι δίδεται η δυνατότητα να γίνουν γνωστές μορφές που τα χαρίσματά τους, χωρίς να ανταποκρίνονται στα πρότυπα της εποχής μας (μορφωμένοι, εργατικοί, με γνώση της τεχνολογίας και των δυνατοτήτων της αγοράς, οικονομική επιφάνεια), τους κατέστησαν ικανούς να εμπνεύσουν έναν ολόκληρο λαό να σταθεί στα πόδια του και να χτίσει ένα ελεύθερο κράτος. Η μόνη οπτικοποιημένη προσέγγιση του αγώνα του ’21, με δυνατότητες εμβέλειας σε επίπεδο των πολλών, ήταν μέχρι τώρα οι κινηματογραφικές ταινίες του περιεχομένου του «Παπαφλέσσα», της «Μπουμπουλίνας» και της «Μαντούς Μαυρογένους».
Η παραγωγή του ΣΚΑΙ, συνεργούσης και της αντίδρασης που προκάλεσε ως προς το περιεχόμενο του σεναρίου της και της οπτικής με την οποία αντιμετωπίζει τον Αγώνα, γεννά πλέον ξεκάθαρα την ανάγκη όσοι αγαπούν την Ιστορία να εγκύψουν αποφασιστικά και σ’ αυτήν την οδό. Χρειάζονται και άλλες τέτοιες παραγωγές, που να μπορούν να αγγίξουν ένα ευρύτερο κοινό και όχι μόνο τους μαθητές, τους επιστήμονες, τους κληρικούς, τους αυτοαναφερόμενους ως «πατριώτες». Κι εδώ γεννιέται μια μεγάλη πρόκληση τόσο για την Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και για τις Θεολογικές Σχολές, τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, αλλά και για όσους έχουν την δυνατότητα να δώσουν και την «άλλη πλευρά» στην οπτική του ΣΚΑΙ, να αποφασίσουν να διαθέσουν και χρόνο και χρήμα και να βγούνε από την μακαριότητά τους ή από τις εύκολες κορώνες. Καλές οι διαμαρτυρίες, αλλά ο ΣΚΑΙ τολμά και παρουσιάζει την άποψή του συγκεκριμένα και με επιχειρήματα. Ακόμη κι αν αυτά θεωρούνται ανεπαρκή, ως πότε θα αρκούμαστε σε λογύδρια ή σε φυλλάδια;
Και μια και αναφερόμαστε στην Εκκλησία, επιτέλους πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας σοβαρά ότι η νεώτερη γενιά με εικόνες σκέφτεται, με εικόνες χτίζει γλώσσα, με εικόνες διαμορφώνει άποψη. Καλές οι επισκοπικές αυθεντίες και τα απ’ άμβωνος μηνύματα, αλλά δεν επαρκούν για να είναι πειστικά στους νέους, και ιδίως σε όσους δεν συχνάζουν στους ναούς και δεν συγκινούνται από μηνύματα χωρίς συγκεκριμένα επιχειρήματα.
Μερικές τώρα παρατηρήσεις στην οπτική του ΣΚΑΙ, σε ό,τι αφορά τα επεισόδια 2-5 της σειράς.
Η σειρά δεν μπόρεσε να εξηγήσει επαρκώς την διάδοση του επαναστατικού φρονήματος και την συγκίνηση που η ιδέα της ελευθερίας προκάλεσε στο λαό. Κι αυτό διότι παρέμεινε (σύνηθες λάθος των ακαδημαϊκών) σε μία τεχνική προσέγγιση της σχέσης Ελλήνων και Τούρκων (οικονομικοί λόγοι, αλλαγή πολιτικής των Οθωμανών σε σχέση με τους υπόδουλους, ιστορικές συνθήκες). Δεν μπόρεσε να εντάξει στην προσέγγισή της την συνειδητή εχθρότητα μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων λόγω της θρησκευτικής, πολιτιστικής και ιστορικής διαφοροποίησης. Σε επίπεδο επιστημονικό, και μάλιστα στους καιρούς μας, τέτοιες διαφοροποιήσεις δεν αποτελούν λόγους για χτίσιμο εχθρότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε επίπεδο όμως λαού, και μάλιστα στα χρόνια εκείνα, τέτοιοι παράγοντες, σε συνδυασμό με την κόπωση από την τουρκική παρουσία, η οποία δεν ήταν αγαθή κατάσταση (κεφαλικός φόρος- χαράτσι, παιδομάζωμα, όχι ιδιαίτερη άνεση στην δυνατότητα παιδείας, - το ομολογεί η ίδια η σειρά μέσα από τα λόγια του Κολοκοτρώνη- , δύσκολες οικονομικές συνθήκες, όπως επίσης και, κάτι που η σειρά συνειδητά αποκρύπτει, τα μαρτύρια χριστιανών, ιδίως νέων, που αρνούνται να αλλαξοπιστήσουν), περιχαρακώνουν την συνείδηση του Γένους και καθιστούν την αναζήτηση της ελευθερίας μύχιο πόθο. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Ρήγας Φεραίος γίνεται αποδεκτός από το λαό. Γιατί ο Ρήγας αγγίζει την λαϊκή ψυχή και με το «Θούριό» του περιγράφει τα βιώματα των ανθρώπων, ενώ, κυρίως στην Πελοπόννησο, δεν είχαν λησμονήσει οι Έλληνες τα Ορλωφικά και τις μεγάλες σφαγές που υπέστησαν από τους Τουρκαλβανούς.
Ένα δεύτερο σημείο, στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι η πολύ πρόχειρη αναφορά στην περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δύο προσωπικότητες παρουσιάστηκαν από την σειρά: ο Κοραής και ο Ρήγας. Όμως ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στην ουσία ξεκίνησε από λόγιους, οι οποίοι στην πλειονοψηφία τους ήταν κληρικοί από τις αρχές ουσιαστικά του 18ου αιώνα. Μεθόδιος Ανθρακίτης, Μελέτιος Μήτρου, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ήταν μερικοί μόνο από τους κληρικούς- διανοουμένους που είχαν οδηγήσει τους Έλληνες να έχουν επαφή με τις βασικές κατευθύνσεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με αποτέλεσμα οι ιδέες για ελευθερία, για παιδεία, ακόμη και για ανεξιθρησκία (ο Βούλγαρης μεταφράζει τον Βολταίρο) να είναι οικείες.
Όταν ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση, πάλι μία ομάδα, κυρίως κληρικών και διανοουμένων, που έχουν αυτο-αναλάβει την ευθύνη για την παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά και εργάζονται κυρίως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα σπεύσουν να τυπώσουν πλήθος βιβλίων, τα οποία θα διαδοθούν στον ελλαδικό χώρο ως τα κατεξοχήν διδακτικά εγχειρίδια. Προσωπικότητες όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Νεόφυτος Δούκας, αλλά και όσοι συνεργάζονται μαζί τους, ενταγμένοι στον κύκλο του Κοραή ή και πιο ανεξάρτητοι στην σκέψη, όπως ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης δείχνουν τον αρμονικό συνδυασμό εκκλησιαστικών προσώπων και διανοουμένων της εποχής, οι οποίοι θέλουν για το Γένος την παιδεία, που θα οδηγήσει στην ελευθερία. Ακόμη και οι συντηρητικοί λόγιοι της εποχής, οι εχθροί του Κοραή, οι πιο «προσκολλημένοι» στις παραδοσιακές γραμμές της Εκκλησίας, δεν παύουν να καθιστούν γνωστές, έστω και με την πολεμική τους, τις νέες ιδέες.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν συντηρητικό. Η θέση του όμως ήταν όχι μόνο θρησκευτική, αλλά κατεξοχήν πολιτική. Η ασφάλεια των χριστιανικών πληθυσμών έπρεπε και ήταν η πρώτη μέριμνά του, ενώ είναι αυτονόητο ότι κανείς Πατριάρχης δεν ήταν ελεύθερος να χαράξει την δική του στρατηγική επαναστατικού αγώνα. Οι συνεχείς αλλαγές προσώπων στον πατριαρχικό θρόνο μαρτυρούν την καχυποψία των Τούρκων και την αδυναμία του Πατριαρχείου να πάρει θέσεις που αμφισβητούν την εξουσία του σουλτάνου. Παράλληλα, ας μην ξεχνούμε το έντονο αντικληρικαλιστικό πνεύμα που επικράτησε στην Ευρώπη. Έλληνες λόγιοι που σπεύδουν να υιοθετήσουν αυτό το πνεύμα, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν την μεγάλη διαφορά του κλήρου στην Ανατολή σε σχέση με τη Δύση (Εκκλησία δεν είναι μόνο οι Επίσκοποι και ο Πατριάρχης όπως ο Πάπας και οι καρδινάλιοι στη Δύση, καθένας μπορούσε να γίνει κληρικός και δεν υπήρχε κάστα, ο παπάς δεν είχε δουλοπάροικους υπό την εξουσία του, ο παπάς ήταν αγαπητός στους ανθρώπους, γιατί κατανοούσε τα βάσανά τους και ήταν το διαφοροποιητικό σύμβολο σε μια κοινωνία στην οποία δεν συνυπήρχαν χριστιανοί, όπως στη Δύση, αλλά χριστιανοί και μουσουλμάνοι), είναι φυσικό να προκαλούν στο Πατριαρχείο επιφύλαξη και καχυποψία και να ρίχνουν στην παγίδα της απόρριψης των ιδεών του Διαφωτισμού κληρικούς και άλλους συντηρητικούς λογίους, οι οποίοι πρωτίστως ενδιαφέρονταν για την Εκκλησία και λιγότερο για την ιδεολογία.
Μόλις ξεσπά η Επανάσταση, πάντως, το όλο ιδεολογικό περίγραμμα γίνεται οικονομικοποιημένη προσέγγιση και παιχνίδι εξουσίας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο τέταρτο επεισόδιο, όπου γίνεται αναφορά στη σύγκρουση «καλαμαράδων» και «στρατιωτικών». Σχηματοποιείται η επανάσταση και ενώ οι στρατιωτικοί αναγνωρίζουν στους πολιτικούς την γνώση και την ικανότητα να στήσουν οργανωμένο κράτος, εντούτοις, όταν οι τελευταίοι λειτουργούν προς το συμφέρον τους, τότε προκαλείται ο εμφύλιος. Η σειρά θα μπορούσε να κάνει ένα σχόλιο για την γοητεία της εξουσίας. Αλλά θα μπορούσε και να προχωρήσει και σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση απαντώντας στο ερώτημα: πόσο συνέβαλαν στις συγκρούσεις οι ξένες δυνάμεις (εκτός της Αγγλίας και του Λόρδου Βύρωνα); πόσο επηρέασε η ιδεολογία ανθρώπους όπως ο Πετρόμπεης ή ο Μαυροκορδάτος και όχι η δίψα για κυριαρχία; Πόσο διαφορετικό θα ήταν το ελληνικό κράτος εάν δεν είχε ακολουθηθεί η λογική του εξευρωπαϊσμού, αν είχε οργανωθεί με βάση την λογική των καντονιών (όπως έκανε ο Καποδίστριας στην Ελβετία) και των κοινοτήτων;
Ο Μαυροκορδάτος προβάλλεται ως ο δυτικός Έλληνας, που είχε γνώση για το πώς οργανώνεται ένα κράτος. Μάλιστα, ο εκ των βασικών συντελεστών της σειράς καθηγητής Βερέμης, τον χαρακτηρίζει ως «τιμιώτατο διαχειριστή» των χρημάτων του αγγλικού δανείου. Η ίδια όμως η σειρά δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι τα χρήματα της Αγγλίας, τα οποία διαχειρίστηκε ο Μαυροκορδάτος, έγιναν αντικείμενο διασπάθισης σε «παρατρεχάμενους, παράσιτα και δήθεν αξιωματούχους», ενώ χρησιμοποιήθηκαν ακόμη για να αντιμετωπισθούν οι στρατιωτικοί, που με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, αποτελούσαν το αντίπαλον δέμας των πολιτικών. Τα χρήματα δεν πήγαν στον Αγώνα, αλλά στην διαπλοκή και την διαφθορά, κι εδώ η ευθύνη των τότε «εκσυγχρονιστών» ήταν μεγάλη, όσο κι αν η σειρά θέλει να τους «αθωώσει».
Ένα τρίτο σημείο στο οποίο η σειρά δεν στάθηκε όσο θα έπρεπε, ήταν η επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ανεξαρτήτως της αποτυχίας της, η εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν το αποκορύφωμα μεγάλων ιδεολογικών ζυμώσεων στον χώρο των Βαλκανίων, στις οποίες πρωταγωνίστησαν Έλληνες λόγιοι και κληρικοί. Παρά το αρνητικό κλίμα στην Ευρώπη Ιερή Συμμαχία), αυτή η ιδεολογική προετοιμασία αποτέλεσε την βάση ώστε πλήθος προσωπικοτήτων στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, να εργαστούν για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Αυτό στην σειρά έμεινε χωρίς να επισημανθεί. Αντιθέτως, τονίστηκε (μέχρι το 5ο επεισόδιο) ο ρομαντισμός των ξένων και η συγκίνησή τους από την προσπάθεια των Ελλήνων να απελευθερωθούν, χωρίς όμως να επισημανθεί η ιδεολογική προεργασία του κινήματος.
Ένα τέταρτο σημείο, το οποίο δεν τονίστηκε, ήταν πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην Επανάσταση, όπως ο Παπαφλέσσας (εκείνος ο οποίος θυσιάστηκε στο Μανιάκι για να δείξει στους Έλληνες ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν ανίκητος και για να τους ενώσει), που είναι σαν να μην υπάρχουν στη σειρά. Η σειρά επέλεξε, ίσως και για τηλεοπτικούς λόγους, πρόσωπα του Αγώνα όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυροκορδάτος, ο Νέγρης, αλλά άφησε χωρίς ουσιαστικές αναφορές μορφές οι οποίες λειτούργησαν καταλυτικά τόσο για την επιτυχία του Αγώνα όσο και για τον διχασμό, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μακρυγιάννης, ο Μιαούλης, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κανάρης. Εξάλλου, για την σειρά, ο Αγώνας του ‘21 περιορίζεται στον Μοριά και στην Στερεά Ελλάδα, ενώ γίνεται και πάλι ελάχιστη, έως ανύπαρκτη, αναφορά στις εξεγέρσεις που έγιναν στην Θεσσαλία, στην Μακεδονία, στην Κρήτη και στην Κύπρο. Ασχέτως της αποτυχίας τους ο Αγώνας μαρτυρεί ότι η δίψα των Ελλήνων για ελευθερία δεν περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο, αλλά υπήρχε εθνική συνείδηση στο μεγαλύτερο μέρος του σημερινού ελληνικού χώρου. Ακόμη και στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποσιωπάται το γεγονός ότι εκπροσωπήθηκαν τόποι, όπως η Θεσσαλία, που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί, κάτι που θα γίνει και στις επόμενες Εθνοσυνελεύσεις. Το νέο κράτος δεν περιορίζεται μόνο εκεί που επικράτησε η επανάσταση, αλλά περιλαμβάνει δυνάμει όλες τις περιοχές που ζητούν ελευθερία.
Τέλος, αξίζει να κάνουμε ένα σχόλιο για τις σφαγές, ιδίως στον Μοριά. Η σειρά έχει ιδεολογικούς στόχους που θέλουν να εξυπηρετήσουν την πολιτική του σήμερα, που είναι τελικά η λήθη. Στο τρίτο επεισόδιο είδαμε ότι ουσιαστικά οι σφαγές των Τούρκων είχαν ως αιτία την θρησκευτική κάθαρση, δηλαδή τον θρησκευτικό φανατισμό! Οι Έλληνες στρέφονται «εναντίον του τουρκικού πληθυσμού» επισημαίνει η σειρά, ο οποίος πληθυσμός ήταν άοπλος και απροστάτευτος στον Μοριά. Έτσι, εξισώνουν τις σφαγές ελληνικού πληθυσμού, που δεν είχε επαναστατήσει, στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη και σε άλλες περιοχές της Μικρασίας, με κορυφαία την θανάτωση του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ , από τους Τούρκους, με σφαγές που έγιναν σε κατάσταση πολέμου, που, όσο κι αν δεν μας αρέσει, το κλίμα και η εξαγρίωση των ψυχών των ανθρώπων πάντοτε ευνοούν. Δεν ήταν θρησκευτική κάθαρση οι όποιες σφαγές στην Πελοπόννησο. Ήταν αποτέλεσμα του πολέμου, του μίσους και της συσσώρευσης κυρίως εθνικών αντιθέσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, αλλά και κάτι που η ίδια η σειρά επισημαίνει, αντιφάσκοντας με τον εαυτό της: η δίψα για λάφυρα, χρήμα και εξουσία, που γίνεται, σε συγκεκριμένες συνθήκες, παράγοντας δράσης κάποτε αποφασιστικότερος και από την δίψα για ελευθερία. Η σειρά, θέλοντας να μειώσει την σημασία της θρησκευτικής διαφοροποίησης Ελλήνων και Τούρκων στο σήμερα, υπονοεί ότι η θρησκεία αποτελεί πηγή μίσους ανάμεσα στους ανθρώπους, μη βάζοντας τα όρια εκείνα που χωρίζουν τον χριστιανισμό από τον μωαμεθανισμό, αλλά και μη καταδεικνύοντας τα ιστορικά γεγονότα που έκαναν τους Έλληνες να αισθάνονται καταπιεσμένοι ραγιάδες και που τους έδωσαν την ευκαιρία να εκδικηθούν στα πρόσωπα, πιθανότατα, πολλών αθώων, όλα όσα είχαν υποστεί. Η παθολογία του πολέμου, όπως την είχε περιγράψει ο Θουκυδίδης, σε όλο της το μεγαλείο.
Πολλά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς για τη σειρά και θα περιμένουμε και τα υπόλοιπα επεισόδια για να διατυπώσουμε ολοκληρωμένα πλέον την άποψή μας. Ανεξάρτητα από την επιστημονική ευστάθειά της ή όχι, είναι ξεκάθαρα ενταγμένη στην λογική μιας επανερμηνείας της Ιστορίας. Η ίδια η ιστορική επιστήμη άλλωστε προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Ανάλογα με τις πηγές που χρησιμοποιεί κανείς, μπορεί να φτάσει και στα ιδεολογικά συμπεράσματα που θέλει. Και η ερμηνεία δεν δίνεται τόσο μέσα από την επιθυμία για αλήθεια, αλλά μέσα από την πολιτική χροιά που θέλουν οι ερμηνευτές να εξυπηρετήσουν. Κι εδώ έγκειται και η τελευταία παρατήρησή μας. Η σειρά του ΣΚΑΙ δεν χρησιμοποιεί αναφορές που λειτουργούν πιο παραδοσιακά. Μοιάζει να έχει επιλέξει τον δικό της δρόμο. Με την βοήθεια των συγκεκριμένων συντελεστών που εργάστηκαν γι’ αυτήν, δείχνει ότι πρέπει να χαραχθεί ένας καινούριος δρόμος. Όχι πατριωτικός, αλλά παγκοσμιοποιημένος. Όλοι χωράμε λοιπόν στις στρατηγικές του νεο- οθωμανισμού. Η χορηγία, μάλιστα, της Εθνικής Τράπεζας, η οποία έχει αγοράσει την τουρκική Financebank και έχει κάθε συμφέρον να ακολουθείται πολιτική συμβιβασμού, αποδεικνύει ότι η σειρά εξυπηρετεί και οικονομικά αυτό το δρόμο Μακάρι να έρθει απάντηση που να απευθύνεται στους πολλούς από όσους ισχυρίζονται (της διοικούσας Εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης) ότι αυτός ο δρόμος δεν είναι η λύση.
Κέρκυρα, 28 Φεβρουαρίου 2011