2/12/11
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
Η προσευχή αποτελεί για τον άνθρωπο που πιστεύει βαθιά ανάγκη της ύπαρξης. Παρότι για πολλούς είναι μία τυπική διαδικασία, κυρίως πριν τον ύπνο, για όλους καθίσταται σημείο ζωής και ελπίδας στις δυσκολίες μας. Όταν νιώθουμε ανασφάλεια, όταν βλέπουμε ότι τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους δικούς μας ανθρώπους οι ελπίδες για ζωή, πρόοδο, επιτυχία λιγοστεύουν ή όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις της ζωής μας, που ο εαυτός μας νιώθει ότι από μόνος του δεν επαρκεί για να τις αντιμετωπίσει, τότε σπεύδουμε να προσευχηθούμε, να εναποθέσουμε τις προσδοκίες για βοήθεια στο Θεό, για τον Οποίο είμαστε βέβαιοι ότι και μας αγαπά και μπορεί να μας δώσει αυτό που επιθυμούμε. Τι Θεός θα ήταν άλλωστε αν δεν είχε τέτοια δυνατότητα;
Στη ευαγγελική περικοπή, με την οποία ξεκινά η ωραία κατανυκτική και άκρως διδακτική περίοδος του λειτουργικού έτους, το Τριώδιο, ο Χριστός κάνει αναφορά σε δύο ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καμία πρόκληση ενώπιόν τους, ούτε περνούν δυσκολίες. Δεν έχουν ανασφάλεια και άγχος μπροστά στις καταστάσεις της ζωής τους, αλλά πηγαίνουν στο ναό, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι, για να προσευχηθούν. Η προσευχή τους δεν είναι ούτε για τους άλλους. Μπροστά στο Θεό αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και για τον εαυτό τους προσεύχονται, συνομιλούν δηλαδή με το Θεό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός μιλά για μία προσευχή που ξεπερνά φόβους, άγχη, ανασφάλειες και γίνεται υπαρξιακή, οντολογική προσευχή. Μόνο που ο καθένας από τους δύο ανθρώπους προσεγγίζει διαφορετικά την ύπαρξή του και μάλιστα μπροστά στο Θεό.
Ο Φαρισαίος ανεβαίνει ψηλά, για να βλέπει τους άλλους και να τον βλέπουν οι άλλοι. Κοιτά τη ζωή του και αισθάνεται ότι απέναντι στο Θεό δεν χρωστά τίποτε. Ο εαυτός του είναι τέλειος. Πρώτα τον συγκρίνει με τους άλλους ανθρώπους και εκεί διαπιστώνει ότι δεν είναι άρπαγας, άδικος, μοιχός όπως εκείνοι και ειδικά όπως ο τελώνης, τον οποίο φαίνεται ότι ο Φαρισαίος τον γνώριζε. Κατόπιν συγκρίνει τον εαυτό του με τον Θεό και εκεί διαπιστώνει ότι τηρεί στον έπακρο βαθμό τις εντολές του νόμου, νηστεύει δηλαδή δύο φορές την εβδομάδα και δίνει στο ναό το δέκατο των εισοδημάτων του. Ο Φαρισαίος διαπιστώνει ότι σε σχέση τόσο με τους ανθρώπους, όσο και με το Θεό είναι άψογος. Ο Χριστός, σε σύντομο σχόλιο Του, αναφέρει ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δικαιώσει έναν τέτοιο άνθρωπο, γιατί ο Φαρισαίος δεν χρειαζόταν τελικά τον Θεό. Η προσευχή του δεν ήταν κίνηση αγάπης έναντι του Θεού, αλλά κίνηση αυτοδικαίωσης. Η υπερηφάνεια του Φαρισαίου δεν του επέτρεπε να διαπιστώσει το αληθινό περιεχόμενο της ύπαρξής του, το οποίο διαφαίνεται από τη φράση «ή και ως ούτος ο τελώνης» (Λουκ. 18, 11). Η ύπαρξή του πορευόταν με κριτήριο τον εαυτό του, την καθαρότητά του, την αξία του, την αυτοπεποίθησή του και ταυτόχρονα δεν είχε καμία συγκατάβαση εναντίον των άλλων ανθρώπων. Έβλεπε έξω του, κοιτούσε μέσα του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελειότητά του ήταν δεδομένη.
Αντίθετα, ο Τελώνης δεν βλέπει τους άλλους, δεν βλέπει τον κόσμο. Αντίθετα στέκεται μακριά από όλους τους άλλους. Αλλά δεν τολμά να κοιτάξει ούτε το Θεό. Το μόνο που βλέπει είναι ο εαυτός του και εκεί διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν έχει τίποτε για να καυχηθεί, αλλά η ζωή του είναι γεμάτη αμαρτίες, δηλαδή και απέναντι στο Θεό και απέναντι στους ανθρώπους δεν είχε να δώσει κάτι. Το εσωτερικό του κενό όμως στην ουσία αποτέλεσε και την αφετηρία για την δικαίωσή του. Γιατί διαπιστώνοντας την αδυναμία του, την αποδέχτηκε με ταπείνωση και έκανε το μόνο που θα μπορούσε αληθινά να τον βοηθήσει. Επικαλέστηκε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού, ομολογώντας την αμαρτωλότητά του. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Ο Χριστός, σε σύντομο σχόλιό Του, διαβεβαιώνει ότι τελικά ο τελώνης δικαιώθηκε και συγχωρέθηκε από το Θεό γιατί με τη θέλησή του αποδέχθηκε την αδυναμία του και ταπεινώθηκε. Σε αντίθεση με τον Φαρισαίο, ο τελώνης έβλεπε μόνο εντός του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ατέλειά του ήταν δεδομένη.
Οι δύο αυτοί ανθρώπινοι τύποι απαντώνται τόσο στην ζωή της Εκκλησίας όσο και του κόσμου. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι διαρκώς βρίσκονται στραμμένοι στη λογική της σύγκρισης του εαυτού τους τόσο με τον κόσμο όσο και με τις εντολές του Θεού και οι οποίοι αγωνίζονται να τηρήσουν τα όσα ο Θεός ζητά, όχι όμως από αγάπη προς Εκείνον, αλλά από αγάπη προς τον εαυτό τους. Στόχος τους η δικαίωσή τους. Γνώμονάς τους η κατάκριση των άλλων. Και μέσα στην υπερηφάνειά τους, δεν καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί η ύπαρξή τους να είναι τέλεια, καθώς κανείς άνθρωπος, όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να νικήσει την αμαρτία, η οποία τον χτυπά άλλοτε με τα έργα που έρχονται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού και άλλοτε με τους λογισμούς της υπερηφάνειας και της τελειότητας. Η αυτοπεποίθηση γίνεται τύφλωση του νου. Η σύγκριση και η κατάκριση σβήνουν την αγάπη και την ευσπλαχνία για τους άλλους. Και τελικά η φιλοδοξία κάνει τον άνθρωπο να προσεύχεται για τον εαυτό του όχι για να συναισθανθεί τι του λείπει, αλλά για να αυτοεπαινεθεί επειδή κατά τη γνώμη του δεν του λείπει τίποτα.
Αυτόν τον ανθρώπινο τύπο τον συναντούμε στα πρόσωπα εκείνων που διεκδικούν για τους εαυτούς τους την αυθεντία και την αλήθεια. Πολιτικοί, διανοούμενοι, εκκλησιαστικοί άνδρες, ακόμη και απλοί πιστοί, τυφλωμένοι είτε από τις θέσεις και τα αξιώματά τους, είτε από τις γνώσεις και τα χαρίσματά τους, είτε από την ημιμάθειά τους, είτε από τον χαρακτήρα και την απουσία πνευματικού αγώνα, ευχαριστούν το θεό τους, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εαυτό τους, για το ότι ξεχωρίζουν από τους άλλους και είναι οι μόνοι αληθινοί και αυθεντικοί και στην ουσία διεκδικούν την δικαίωση από τους άλλους ανθρώπους, διότι μόνο αυτοί γνωρίζουν και εφαρμόζουν ό,τι είναι σωστό.
Αντίθετα, τον τύπο του τελώνη τον συναντούμε μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, στα πρόσωπα εκείνων οι οποίοι χωρίς να κάνουν θόρυβο για τον εαυτό τους, βλέπουν εντός τους πολύ περισσότερο από ό,τι εκτός τους. Διαισθάνονται ότι σε σύγκριση με τον τέλειο Θεό, ό,τι κι αν κάνουν είναι ατελείς. Και όχι μόνο αυτό. Τους πληγώνει η αδυναμία τους να κάνουν αυτό που πραγματικά ζητά ο Θεός και η παράδοσή τους στα πάθη και τους λογισμούς του αιώνος τούτου. Και εκεί ομολογούν ενώπιον του Θεού την αδυναμία τους, επιλέγοντας τον δρόμο της ταπείνωσης. Αλλά και μέσα στον κόσμο, ανάμεσα σ’ εκείνους που ξεχωρίζουν, μπορούμε να συναντήσουμε τέτοιους τύπους. Είναι εκείνοι που προτείνουν και δεν διαβεβαιώνουν ότι έχουν τις λύσεις. Είναι εκείνοι που λένε την αλήθεια και δεν θεωρούν ότι οι εαυτοί τους είναι η αλήθεια. Είναι εκείνοι που εμπιστεύονται το Θεό και ζητούν την ευσπλαχνία Του, γιατί γνωρίζουν ότι από μόνοι τους δεν επαρκούν. Είναι τελικά, εκείνοι που για τον εαυτό τους λένε μία ωραία προσευχή ενός ασκητή της Αιγύπτου, του αββά Μακαρίου: «Κύριε, όπως ξέρεις και όπως θέλεις, ελέησέ με». Καθώς εισερχόμαστε στο Τριώδιο, ας σπουδάσουμε σε ποιον ανθρώπινο τύπο τείνουμε να μοιάσουμε υπαρξιακά. Το σχόλιο του Χριστού μας δείχνει τι θέλει ο Θεός από εμάς. Και είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε η αλήθεια. Αν αυτό μας βοηθήσει με περισσότερη αγάπη και συγκατάβαση να φερόμαστε έναντι των άλλων, να μην βλέπουμε εκείνους ως το κριτήριο της πορείας και του εαυτού μας, αλλά να στρεφόμαστε εντός μας και να καταλαβαίνουμε ότι, ακόμη κι αν προοδεύουμε πνευματικά και κοσμικά, έναντι του Θεού και όσων Τον αγάπησαν, δηλαδή των αγίων, όχι απλώς θα υστερούμε, αλλά θα είμαστε τίποτα, τότε θα επιλέξουμε τον δρόμο της ταπείνωσης. Όχι για να δικαιωθούμε από τον Θεό, αλλά για να βρούμε τον αληθινό δρόμο προς την εσωτερική μας ανάσταση.
Κέρκυρα, 13 Φεβρουαρίου 2011