2/4/11

ΤΑ ΤΕΚΝΑ & ΤΑ ΚΥΝΑΡΙΑ


Στη συνάντηση του Χριστού με μια γυναίκα Χαναναία (Ματθ. 15, 21-28), βλέπουμε έναν από τους τρόπους με τους οποίους ο Θεός μιλά στους ανθρώπους, όταν εκείνοι επιδιώκουν να Τον συναντήσουν. Και έχει ο καθένας τον λόγο του, γι’ αυτή τη συνάντηση. Άλλος, όπως η Χαναναία, επιδιώκει να βρει από το Χριστό την παρηγοριά και την ίαση είτε για τον εαυτό του είτε για τους οικείους του. Ζητά από το Χριστό βοήθεια στο σταυρό που σηκώνει. Άλλος ζητά από το Χριστό να τον βοηθήσει να δει το υπαρξιακό πρόβλημα του θανάτου με άλλη ματιά, να τον κάνει να νιώσει ότι δεν τελειώνει η ζωή την ώρα που ο καθένας κλείνει τα μάτια του, αλλά συνεχίζεται δίπλα στον Κύριο. Άλλος ζητά από το Χριστό υλικά αγαθά, πρόοδο και φωτισμό, για να μπορεί να ευημερήσει στον κόσμο αυτό. Άλλος πηγαίνει στο Χριστό από περιέργεια, για να δει ποιος είναι ο Κύριος και τι ξεχωριστό έχει να του προσφέρει, θέαμα, έθιμο, συνήθεια. Άλλος ζητά από το Χριστό να του δώσει απαντήσεις στις αναζητήσεις της σοφίας, των μεγάλων ερωτημάτων για το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος. Υπάρχουν όμως και άλλοι, οι οποίοι συνήθως είναι λιγότεροι και που θέλουν να συναντήσουν το Χριστό επειδή Τον έχουν πιστέψει και Τον έχουν αγαπήσει, καθώς αισθάνονται ότι μόνο αυτός μπορεί να είναι ο αληθινός Θεός και γι’ αυτούς ο Θεός δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από Πατέρας και Αδελφός.
Ο Χριστός εσαρκώθη για όλους τους ανθρώπους και δεν απορρίπτει τα κίνητρα κανενός. Κι αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσί Του, που σημαίνει ότι τον έκανε πρόσωπο. Πρόσωπο σημαίνει «αυτοσυνειδησία» πρωτίστως και κατ’ επέκτασιν «ετερότητα». Το πρόσωπο γνωρίζει ότι υπάρχει, ότι είναι οντότητα που βιώνει δια των αισθήσεων, του νου και της καρδιάς τη ζωή. Συνειδητά και ασυνείδητα δηλώνει αυτή του την ύπαρξη. Κλαίγοντας, χαμογελώντας και ζητώντας όταν είναι νήπιο και «λαλώντας ως νήπιο». Δηλώνοντας με τον λόγο, τη γλώσσα του σώματος, της όψεως και των ενεργειών ότι δεν υπάρχει από ένστικτο, αλλά έλλογα. Αγαπώντας, μισώντας, μοιραζόμενο ή οικειοποιούμενο τα πάντα, καθώς μεγαλώνει, χτίζοντας τον χαρακτήρα και διαμορφώνοντας τις πεποιθήσεις για τη ζωή του.
Πρόσωπο όμως σημαίνει και «ετερότητα». Δεν γνωρίζω μόνο ότι υπάρχω ως «εγώ». Συνειδητοποιώ ότι τα πάντα μέσα μου διαμορφώνονται από την στάση μου έναντι των άλλων, έναντι του «εσύ». Ότι η ύπαρξή μου πορεύεται διαμορφώνοντας σχέσεις και υπάρχοντας μόνο σε σχέση με τους άλλους. Ακόμη και αν απορρίψω τους άλλους, εάν επιλέξω ως μοναδική προτεραιότητα στη ζωή μου το «εγώ» μου, είναι και αυτό μία δήλωση της ετερότητάς μου. Δεν υπολογίζω τον κόσμο, τους άλλους, το Θεό. Κριτήριο είναι μόνο ο εαυτός μου.
Στον διάλογο του Χριστού με τη Χαναναία διαπιστώνουμε ότι ο Κύριος φαίνεται να χωρίζει τους ανθρώπους σε τέκνα και κυνάρια. Τέκνα για το Χριστό είναι εκείνα τα πρόσωπα που επιλέγουν να συντρώγουν στην τράπεζα μαζί Του. Αυτό σημαίνει ότι Τον αναγνωρίζουν ως εκείνον τον οικοδεσπότη που προσφέρει αφειδώλευτα την αγάπη Του και μοιράζεται την ύπαρξή Του με τα πρόσωπα που τον αποδέχονται. Είναι τα πρόσωπα για τα οποία ο Χριστός είναι ο Πατέρας τους, Αυτός που τους δίνει ασφάλεια, που τους δίνει αγάπη, που τους δίνει το δικαίωμα ελεύθερα να είναι ισότιμοι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι της Βασιλείας Του και που ήρθε γι’ αυτούς στον κόσμο. Είναι εκείνα που την αυτοσυνειδησία τους και κάθε τι δεν τα θεωρούν ως κατακτήσεις αυτάρκειας, αλλά ως δωρεές, ευλογίες του Θεού, χωρίς να περιφρονούν κανένα «έτερο».
Κυνάρια είναι εκείνα τα πρόσωπα που ακολουθούν τον οικοδεσπότη όχι ως πρόσωπα με αυτοσυνειδησία και ετερότητα, ως εικόνες Του, που επιζητούν την κοινωνία μαζί Του, για να χαρούν την αγάπη, αλλά ως πρόσωπα που παρότι γνωρίζουν ότι υπάρχει αυτή η αγάπη, δεν είναι ικανά να την γευτούν στην πληρότητά της ή αρκούνται με αυτό που πέφτει από εκείνη και το οποίο μπορεί να χορτάσει την περιέργειά τους, τις υλικές τους ανάγκες, να γιατρέψει τους πόνους τους, να τους βοηθήσει να άρουν το σταυρό τους.
Ο Χριστός θαυμάζει την πίστη της Χαναναίας, η οποία αρκείται στο να ανήκει στα κυνάρια, γιατί ξέρει από την παράδοση ότι ως ειδωλολάτρισσα δεν μπορεί να είναι ισότιμος συνδαιτυμόνας με τα τέκνα του Θεού. Έχει την αίσθηση της ετερότητας, η οποία όμως δεν την καθιστά περήφανη γιατί ξεχωρίζει, αλλά ταπεινή, γιατί γνωρίζει ότι είναι μακριά από την σχέση με το Θεό, όπως την βίωναν οι Ισραηλίτες. Έχει όμως και την αυτοσυνειδησία ότι είναι κι αυτή δημιούργημα του Θεού, ότι υπάρχει για να πάρει έστω και ένα ψιχίο από την αγάπη Του και ότι ο Θεός δεν θα της το αρνηθεί. Αυτή είναι η πίστη, η οποία τελικά ανεβάζει το ανθρώπινο πρόσωπο από την θέση του ενστικτωδώς υπάρχειν ή από την θέση του «εγωκεντρικώς» υπάρχειν, στη θέση του «κατά Θεόν υπάρχειν». Η απουσία της πίστης, η οποία δεν συναντάται μόνο στα κυνάρια, αλλά ενίοτε και στα τέκνα του Θεού, σε όσα δηλαδή ενώ γεύτηκαν την τράπεζα της αγάπης Του, δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να χορτάσουν από αυτήν, παρασυρμένα ίσως από τις όποιες κοσμικές μέριμνες ή από την περιφρόνηση των ετέρων και τον θρίαμβο του «εγώ», κάνει τελικά τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει αληθινά, παρότι συναντιέται με το Θεό.
Ζούμε σε μία εποχή, όπου «εψύγη η αγάπη των πολλών». Ο άνθρωπος παρότι κάνει ό,τι μπορεί για να τονώσει την αυτοσυνειδησία του, δεν αξιοποιεί την ετερότητά του για να αγαπήσει τόσο τον Θεό, όσο και τον πλησίον. Και καθώς ο πολιτισμός μας μάς δίνει την αίσθηση ότι είμαστε αυτάρκεις, ούτε την ταπείνωση των κυναρίων δεν διαθέτουμε. Η Χαναναία μας δείχνει ότι ο αληθινός δρόμος της συνάντησης με το Θεό περνά για το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα από την πίστη. Ακόμη κι αν τα κριτήρια της καρδιάς μας δεν είναι κριτήρια τέκνων, ο Χριστός δεν μας απορρίπτει. Αρκεί να χορταίνουμε έστω και με τα ψιχία που μπορούμε να οικειοποιηθούμε όντας κοντά στην τράπεζά Του. Όντας κοντά στην Εκκλησία. Και αν μπορέσουμε να Τον συναντήσουμε άμποτε να μεταμορφωθούμε σε τέκνα που θα τον αγαπούν και θα τον εμπιστεύονται.

Κέρκυρα, 6 Φεβρουαρίου 2011