1/29/11
ΟΙ ΛΥΧΝΟΙ
Χρειαζόμαστε, άραγε, πνευματικούς οδηγούς στην εποχή μας; Ή ο άνθρωπος έχει μάθει τόσα, που δεν του χρειάζεται κάποιος να τον καθοδηγεί, γιατί του αρκούν οι πληροφορίες και ο νους του για να σχηματίζει άποψη και για τον εαυτό του και για τους γύρω του και για τη ζωή του; Ο λόγος του Χριστού προς τους μαθητές και προς κάθε χριστιανό στην επί του Όρους ομιλία, να γίνουμε όλοι λυχνάρια που θα βρισκόμαστε πάνω στους λυχνοστάτες και θα φέγγουμε φωτίζοντας όλο τον κόσμο» (Ματθ. 5, 15) μήπως δεν μπορεί να γίνει κατανοητός σήμερα, γιατί ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από τον δικό μας φωτισμό;
Καθώς η Εκκλησία θυμάται και τιμά την μνήμη των Τριών Ιεραρχών, ο κάθε χριστιανός καλείται να συλλογιστεί και να προβληματιστεί σχετικά με το πόσο αυτόφωτος είναι και πόσο έχει ανάγκη και από τον φωτισμό από εκείνους που αληθινά τον έχουν , αλλά και να γίνει, στη συνέχεια, φως σε έναν κόσμο που απαξιώνει το φως.
Οι Τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπήρξαν αληθινοί πνευματικοί οδηγοί, φωτισμένοι λύχνοι, που έκαναν το φως να λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων», οι οποίοι έβλεπαν τα καλά τους έργα και δόξαζαν τον Θεό Πατέρα «εν τοις ουρανοίς». Και ήταν λύχνοι διότι καλλιέργησαν και τους τρεις δρόμους που δίδονται στον άνθρωπο για τον φωτισμό του. Ο πρώτος έχει να κάνει με τον προσωπικό κόπο. Με τον αγώνα για τη γνώση και την μόρφωση. Με την ανάγκη του ανθρώπου να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες αναζητώντας την αλήθεια. Και είναι κάθε σπουδή στην αλήθεια γνώση που ανοίγει την καρδιά και το νου του ανθρώπου. Γι’ αυτό και οι τρεις μεγάλοι Πατέρες δεν περιφρόνησαν καμία ανθρώπινη γνώση. Ήξεραν μέσα τους πως την δίψα για μάθηση ο Θεός την έδωσε στους ανθρώπους, ως εκείνον τον δερμάτινο χιτώνα που καλύπτει την γύμνια μας ενώπιον του Θεού και του κόσμου, μετά την πτώση μας. Γιατί χωρίς την όποια γνώση ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να επιβιώσει, αλλά ούτε και να βρει νόημα στη ζωή του. Θα συντριβεί από την δύναμη της φύσης, και κυρίως, από την δύναμη του διαβόλου και της αμαρτίας. Γνωρίζοντας, λοιπόν, τον κόσμο, ο άνθρωπος προφυλάσσεται από τις συνέπειες της αμαρτίας, χωρίς όμως να σώζεται. Η ανθρώπινη γνώση σταματά στον νυν αιώνα.
Οι Τρεις Πατέρες όμως δεν έμειναν στη γνώση για τον κόσμο, την επιστήμη, τα επιτεύγματα του ανθρώπου, την φιλοσοφία. Προχώρησαν και στον δεύτερο δρόμο που οδηγεί στον φωτισμό. Πρόκειται για το «ένδον σκάπτε». Η αυτογνωσία είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο να γνωρίζει ποιος είναι, ποια είναι τα χαρίσματά του, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, ποιος είναι ο «ένδοθεν λογισμός του», πώς βλέπει δηλαδή τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, και παράλληλα, ποιοι είναι οι πειρασμοί που βιώνει, για να μπορεί να παλέψει εναντίον τους. Για να μπορέσει όμως κάποιος να προχωρήσει στην αυτογνωσία, χρειάζεται να αγωνιστεί εναντίον όλων εκείνων των στοιχείων που κλείνουν τα πνευματικά του μάτια. Τέτοια στοιχεία είναι πρώτα απ’ όλα η παχύτητα των αισθήσεων, που κάνουν τον άνθρωπο να ενδιαφέρεται για το σήμερα, τις απολαύσεις του, τα δικαιώματά του, την μέριμνά του. Είναι οι λογισμοί, που δεν του επιτρέπουν να δει με καθαρή καρδιά και καθαρό νου τη ζωή, να διακρίνει το θέλημα του Θεού και την αξία των εντολών Του, αλλά τον προσανατολίζουν στην υποταγή στο κοσμικό φρόνημα. Είναι, τέλος, οι διάφοροι φόβοι που σχετίζονται με την μοναξιά και τον θάνατο, που τον κάνουν να αναζητεί την πρόσκαιρη ηδονή, γιατί θα πεθάνει και, επομένως, πρέπει να χαρεί τη ζωή του. Αλλά και ο δρόμος της αυτογνωσίας δεν σώζει τον άνθρωπο, όσο κι αν τον κάνει να ξεπερνά την παράδοση στο φρόνημα του παρόντος αιώνος.
Οι Τρεις Πατέρες προχώρησαν και στον τρίτο δρόμο. Αυτόν της Θεογνωσίας. Η Θεογνωσία είναι η πίστη στο Θεό, που εκφράζεται δια της εμπιστοσύνης σ’ Εκείνον και το θέλημά Του. Και εμπιστοσύνη δεν μπορούμε να δείξουμε σε αφηρημένες ιδέες, αρχές ή αξίες. Εμπιστοσύνη δείχνουμε σε πρόσωπα. Γι’ αυτό και οι Πατέρες αναζήτησαν στη ζωή τους εκείνο το Πρόσωπο το Οποίο δίνει νόημα σ’ αυτήν. Και είναι ο Χριστός το Πρόσωπο, που η σχέση μαζί Του, κάνει τον άνθρωπο να ξεπερνά τον νυν αιώνα και να ανοίγεται στο αεί. Να νικά τον χρόνο και να οδηγείται στην ανάσταση και την αιωνιότητα. Και ο Χριστός αποκαλύπτεται σ’ εκείνους που Τον αναζητούν, γιατί χωρίς Εκείνον τίποτε δεν μπορούμε να πράξουμε.
Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος δε γίνεται ετερόφωτος;
Έτσι φαίνεται. Όμως ο Χριστός δεν διαγράφει την ανθρώπινη προσωπικότητα, μηδενίζοντάς την για να εγκατασταθεί ο ίδιος. Ενώνεται με τον άνθρωπο και προσθέτει στα χαρίσματα εκείνου το δικό Του φως. Αρκεί ο άνθρωπος να επιλέγει την ταπείνωση και την αγάπη. Γιατί εκεί αναπαύεται ο Χριστός και μόνο η πίστη σ’ Αυτόν ως Θεό μπορεί να φωτίσει τον άνθρωπο χωρίς ψεγάδι. Και τον Χριστό βρήκαν οι Πατέρες στη ζωή τους, τον Χριστό αγάπησαν, τις ευεργεσίες Του αποδέχθηκαν, για Εκείνον υπέστησαν κακουχίες, διωγμούς, εξορίες, απειλές, απογοητεύσεις. Τον Χριστό έζησαν στη ζωή της Εκκλησίας. Γιατί μόνο εκεί Εκείνος φανερώνεται αληθινά. Στην Εκκλησία που δημιούργησε πάνω όχι στα λόγια μόνο, αλλά στο τίμιο Αίμα Του.
Ο σύγχρονος άνθρωπος λειτουργεί με κριτήριο το κοσμικό πνεύμα. Συνήθως αναζητεί μόνο τον πρώτο δρόμο του φωτισμού. Και έχει πολλούς λόγους για να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Είναι η δύναμη της επιστήμης, της εικόνας, της πληροφορίας που γεμίζουν οίηση ή σκοτίζουν τον ανθρώπινο νου, ότι είναι αρκετά όλα αυτά για να είναι φωτισμένος. Ενίοτε, μερικοί φιλοσοφούν και μπαίνουν δια της αυτογνωσίας σε τμήματα του δεύτερου δρόμου, χωρίς όμως να αγωνιστούν να καθαρίσουν τον λογισμό και την ψυχή τους από τα πάθη. Όμως κανένας από τους δύο δρόμους δεν σώζει. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι που επιλέγουν είτε τον ένα είτε τον άλλο δεν νιώθουν την ανάγκη να έχουν πνευματικό οδηγό. Ο ίδιος ο πολιτισμός τα προσφέρει όλα. Ακόμη και την αυτογνωσία, υπάρχουν επιστήμες που μπορούν να την κάνουν να διαφανεί, όπως η ψυχολογία. Έτσι, η όποια καθοδήγηση, ακόμη κι αν χρειαστεί, θα είναι πρόσκαιρη, γιατί ο άνθρωπος τελικά θα την χρησιμοποιήσει για να καταστήσει τον εαυτό του ως την αυτο-πυξίδα. Θα θεωρεί πάντοτε ότι το να είναι αυτόφωτος, τον καθιστά ελεύθερο και του δίνει νόημα. Όμως έτσι, θα παραμένει στην παγίδα του «νυν».
Οι τρεις μεγάλοι λύχνοι της Εκκλησίας μάς δείχνουν ότι ο αληθινός φωτισμός έγκειται στον τρίτο δρόμο. Και οι άνθρωποι, οι οποίοι αγωνίζονται να εισέλθουν σ’ αυτόν τον δρόμο, είναι ικανοί να διδάξουν και να φωτίσουν και ετέρους. Δεν έχει σημασία η τελειότητα της ζωής τους, αφού κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι εφικτό όσο ο άνθρωπος τον κόσμον οικεί και την σάρκα φορεί. Σημασία έχει το να μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να διακρίνουν τον Χριστό και να Τον δείχνουν στους άλλους. Και τότε, όποιος ελεύθερα ακολουθεί τέτοιους οδηγούς, που δεν είναι απλώς πινακίδες που δείχνουν το δρόμο, αλλά Πατέρες που μοιράζονται την αλήθεια που ζούνε με όσους τους εμπιστεύονται, τότε έχει επιλέξει την οδό της σωτηρίας, της αιωνιότητας, της ανάστασης.
Αυτή είναι και η παράδοση της Εκκλησίας μας. Και δεν αλλοιώνεται από το «νυν» του κόσμου. Γι’ αυτό τελικά τιμούμε τους τρεις αληθινούς λύχνους. Ώστε και Εκκλησία, αλλά και κάθε χώρος γνώσης, όπως είναι το σχολείο, να θυμόμαστε τους τρεις δρόμους, να συναντιόμαστε σ’ αυτούς και να πορευόμαστε προς την Αλήθεια. Και αν η εποχή μας ξεχνά, η Εκκλησία θα επιμένει να μας υπενθυμίζει ποιους πνευματικούς οδηγούς χρειαζόμαστε αληθινά. Για να δείχνει και στους δασκάλους, στους γονείς, στους διανοουμένους, που αναλαμβάνουν τον ρόλο του οδηγού στους ανθρώπους, τι αληθινά οδηγεί στο «αεί και εις τους αιώνας» και τι κρατά στο «νυν». Η ταπείνωση τελικά θα είναι το κριτήριο πόσους από τους δρόμους θα διαλέξουμε.
Κέρκυρα, 30 Ιανουαρίου 2011