1/25/11
1821: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ
Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή το πρώτο επεισόδιο της πολυδιαφημισμένης από καιρό σειράς-ντοκυμανταίρ του τηλεοπτικού καναλιού ΣΚΑΙ, που επιγράφεται: 1821: Η γέννηση ενός έθνους-κράτους. Παρότι, πριν διαμορφώσουμε πλήρη εικόνα για την όλη εξέλιξη της «ιστορίας, όπως δεν την γνωρίζαμε», κατά την διαφήμιση του καναλιού, δεν είναι βέβαιη οποιαδήποτε εκτίμηση, αυτό που είδαμε ειλικρινά μας απογοήτευσε. Δεν αναφερόμαστε στην όποια έρευνα έγινε στα αρχεία τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών πηγών. Ήδη το επιστημονικό υλικό κυκλοφορήθηκε σε βιβλία από τις εκδόσεις του καναλιού. Ούτε στα γυρίσματα, με τους καθηγητές της ιστορίας που έδωσαν τη γνώμη ή τους εξωτερικούς χώρους που παρουσιάστηκαν ή τους ερασιτέχνες ηθοποιούς που συμμετείχαν, δίδοντας παραστατικότητα στην παραγωγή. Έτσι κι αλλιώς οποιαδήποτε τέτοια κίνηση, σε μια εποχή όπου ουδείς λόγος γίνεται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλήνιας εμβέλειας για ιστορία και ταυτότητα, αποτελεί θετικό βήμα.
Όμως, η ερμηνεία των γεγονότων και των πηγών δεν μας αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την πορεία της σειράς. Οι αναμορφωτές της Ιστορίας, οι οποίοι εργάζονται εδώ 15 περίπου χρόνια συστηματικά, για να αμβλύνουν τις διαφορές μεταξύ των λαών, με απώτερο σκοπό να προωθήσουν την φιλία και την συνεργασία, όχι όμως βασισμένη στην ιστορική αλήθεια και την επιλογή των ανθρώπων να ξεπεράσουν τις διαφορές του παρελθόντος μεταξύ τους, αλλά στην κατασκευή μίας νέας ιστορικής αφήγησης, φαίνεται ότι εργάστηκαν συνειδητά και εδώ. Βεβαίως, κανείς δεν θα περίμενε κάτι διαφορετικό από ανθρώπους οι οποίοι στήριξαν παντοιοτρόπως το εγχείρημα του βιβλίου ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, στη γραμμή του οποίου φαίνεται ότι κινούνται και οι ίδιοι. Μόνο που εδώ δεν απευθύνονται μόνο σε παιδιά, αλλά σε όλους μας, είτε γνωρίζουμε είτε όχι.
Τι μας είπαν λοιπόν στο πρώτο επεισόδιο, που είναι και το εισαγωγικό στη φιλοσοφία και τους στόχους της σειράς;
Ότι Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους, τουλάχιστον μέχρι το 1718. Ότι υπήρχαν και τόποι όπου ήταν και τα νεκροταφεία τους κοινά, όπως σε ένα χωριό της Κορίνθου. Ότι η Πύλη παρεχώρησε πλήθος προνομίων στους Έλληνες, με μοναδικό ενδιαφέρον να εισπράττει τους φόρους και να υπάρχει ηρεμία σε κοινωνικό επίπεδο. Ότι οι Οθωμανοί ήταν λάτρεις του πολιτισμού και έκτισαν γεφύρια, σχολεία, νοσοκομεία, ενώ οι Ρωμηοί μπορούσαν να αναγείρουν και ναούς. Ότι το μεγάλο κακό ξεκίνησε από τις εισβολές των Βενετών στην Πελοπόννησο και συνεχίστηκε από την κόπωση του Οθωμανικού κράτους στις αρχές του 18ου αιώνα, που έκανε την Πύλη να αναθέσει στους προεστούς ή κοτζαμπάσηδες την συλλογή των φόρων και το λαού να αγανακτεί εναντίον τους και εναντίον των παπάδων που εκμεταλλεύονταν την συλλογή για να απομυζούν τους πληθυσμούς και να περνάνε οι ίδιοι καλά. Ότι δεν υπήρχε ουσιαστικά εθνική συνείδηση ότι οι Έλληνες ήταν Έλληνες, αλλά η μόνη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Τούρκους ήταν η θρησκευτική. Ότι οι Έλληνες μιμήθηκαν πλήρως τους Τούρκους στις συνήθειές τους, απέρριψαν όλες τις βενετσιάνικες και γενικότερα ευρωπαϊκές επιδράσεις στο φαγητό, στο ντύσιμο, στην αρχιτεκτονική και την διακόσμηση των σπιτιών, με έναν λόγο ότι περνούσαν καλά με τους Τούρκους, για τα περισσότερα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ότι όταν ήρθαν οι Ρώσοι, με τα Ορλωφικά το 1768, για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες, βρήκαν θετική αρχικά ανταπόκριση, αλλά η αιτίας της αποτυχίας του κινήματος ήταν η ανοργανωσιά των Ελλήνων και ότι οι Ορλώφ δεν ήξεραν ακριβώς πού στόχευαν. Απλώς, οι Τούρκοι έκαναν σφαγές, φέρνοντας Αλβανούς, για να καταπνίξουν την επανάσταση των Ορλώφ και αυτές οι ταραχές δημιούργησαν κακά προηγούμενα στους Έλληνες. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την δημιουργία τσιφλικιών, που έκαναν τους αγρότες να υποφέρουν και την οικονομία να βρίσκεται σε μεγάλη κρίση.
Η οικονομική βάση της επανάστασης του 1821, το ταξικό της ουσιαστικά περιεχόμενο, δεν είναι καινούρια ιδέα. Αποτελεί κλασικό μοτίβο στην ανάλυση μαρξιστών ιστορικών, ιδιαιτέρως εκείνων που είναι ακραίοι στη σκέψη τους. Όμως ποτέ ένας λαός δεν ξεσηκώνεται παντού στον ελλαδικό χώρο για να διώξει τους κοτζαμπάσηδες ή τους παπάδες ή τους τσιφλικάδες που τον τυραννούν. Άλλη πρέπει να είναι η κινητήρια σκέψη, ιδέα και συνείδηση για να ενώσει την πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούν σε μία μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια, κι αυτό είναι η συνείδηση της διαφορετικότητας, όπως επίσης και τα αρνητικά βιώματα που συσσωρεύονται. Παράλληλα, η έννοια του «ἐθνους-κράτους» όντως είναι γέννημα της περιόδου του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Όμως το Γένος προϋπάρχει του έθνους-κράτους και το Γένος δεν στηρίζεται μόνο στη θρησκευτική πίστη. Έχει και τη γλώσσα ως σημείο αναφοράς του, έχει την κοινότητα όπου οι άνθρωποι ανήκουν (και όχι μόνο για φορολογικούς λόγους), έχει την ιστορία του που παραμένει ορατή στα μνημεία της («γι’ αυτά πολεμήσαμε» θα πει ο Μακρυγιάννης σε δύο ¨Έλληνες που ήθελαν να πουλήσουν κάποια αγάλματα), έχει τους λογίους του που το διακονούν, έχει τους πνευματικούς του ηγέτες και έχει την νοσταλγία της ελευθερίας που δεν σβήνει εύκολα από την καρδιά. Παράλληλα, έχει απέναντί του μία διοίκηση από έναν λαό που κάνει το Γένος να αισθάνεται ότι δεν έχει κοινά σημεία μαζί του. Όταν υφίσταται άγριους φόρους (τα χαράτσια), όταν βλέπει τα παιδιά του να τα συγκεντρώνουν και να του τα στερούν (παιδομάζωμα), όταν βλέπει ότι ανά πάσα στιγμή η θρησκευτική του πίστη μπορεί να οδηγήσει στο μαρτύριο (πλήθος οι Νεομάρτυρες, οι οποίοι βρήκαν τραγικό θάνατο γιατί δεν ήθελαν να απαρνηθούν την πίστη τους), όταν ήδη έχει επιχειρήσει να απελευθερωθεί (χαρακτηριστικό το κίνημα στις αρχές του 17ου αιώνα του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Φιλοσόφου, που καταπνίγηκε από τους Τούρκους και ο επίσκοπος βρήκε μαρτυρικό τέλος), όταν νιώθει ότι δεν έχει δικαιώματα, όσο και αν η ζωή του βελτιώνεται παιδευτικά χάρις στα σχολεία που οι ευφυείς έμποροί, λόγιοι, φωτισμένοι κληρικοί δημιουργούν, τότε συνείδηση διαφορετικότητας, στην ουσία «εθνική», υπάρχει.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον καίριο ρόλο που διαδραματίζει η οικονομία στην καθημερινή ζωή. Όμως η προβολή μεταγενέστερων ιδεολογημάτων και η εκ νέου ουσιαστικά απόπειρα να δοθεί ταξικός χαρακτήρας στην Επανάσταση, σε συνδυασμό με τις αγριότητες και τις ωμότητες των Τούρκων την περίοδο των Ορλωφικών (μόνο που δεν ξεσηκώθηκε το 1821 μόνο ο Μοριάς, που υπέστη κυρίως αυτές τις ωμότητες, αλλά και η Ρούμελη και οι Κυκλάδες και η Κρήτη και η Θεσσαλία και η Μακεδονία και οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, που σημαίνει ότι άλλη ήταν η συνείδηση του Γένους από αυτήν που θέλουν να μας περάσουν), δεν μπορούν να ερμηνεύσουν έναν ξεσηκωμό ο οποίος επιταχύνθηκε από το 1770 και μετά, αλλά προετοιμαζόταν ουσιαστικά από το τέλος του 16ου αιώνα σε ευρύτερο επίπεδο. Παράλληλα, όλη αυτή η φιλολογία περί αρμονικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την οικονομίστικη θεώρηση. Ήταν δυνατόν να ήταν ευτυχισμένοι οι Έλληνες πληρώνοντας κεφαλικούς φόρους; Ήταν δυνατόν να ήταν τόσο φιλοπρόοδοι οι Οθωμανοί και οι μεταδοτικές ασθένειες, η ληστεία και η πειρατεία να οδηγούν τους ανθρώπους στα όρη και τα βουνά, όπως η ίδια η σειρά περιγράφει; Τελικά όλοι αυτοί οι νεομάρτυρες έχυσαν το αίμα τους στα πλαίσια της θρησκευτικής ελευθερίας που υπήρχε; Μήπως τα χωριά-εξαιρέσεις δεν μπορούν να γίνουν κανόνας; Τουλάχιστον η εκκλησιαστική ιστορία, με τις συνεχείς εναλλαγές πατριαρχών, τα μαρτύρια που αρκετοί υπέστησαν, τις εξορίες των επισκόπων, που πολλοί αγίασαν για χάρη του ποιμνίου και της πίστης, αλλά και χαρακτηρισμοί των Τούρκων όπως «μισόχριστοι» σε έργα που δεν έχουν και τόσο φιλική στάση έναντι της Εκκλησίας, όπως η Γεωγραφία Νεωτερική, δείχνουν κάτι άλλο; Πότε, επιτέλους, θα πάψουμε να βλέπουμε την παρουσία των παπάδων στη ζωή του λαού κατά τα χρόνια Της Τουρκοκρατίας όχι όπως ήταν στη Δύση (αριστοκράτες εκμεταλλευτές του λαού), αλλά όπως η δική μας παράδοση ξέρει και βιώνει (ως δασκάλους, διασώστες της γλώσσας και της πίστης, εξίσου φτωχούς με τους άλλους ανθρώπους και ηγέτες τους); Γιατί ο Κοραής και οι λόγιοι του Διαφωτισμού, που μιμούνται και θαυμάζουν όλοι οι σύγχρονοι «προοδευτικοί», έκαναν ό,τι μπορούσαν για να απελευθερωθεί το Γένος; Ο Ρήγας Φεραίος τι ήταν και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον λαό; Ένας προπαγανδιστής που ήθελε να κάνει κακό στην «συνύπαρξη των λαών»;
Ερωτήματα «ων ουκ έσται τέλος».
Θα περιμένουμε να δούμε τη συνέχεια της σειράς. Όμως η χρήση της Ιστορίας κατά το παρελθόν για να επιβληθούν ιδεολογήματα πολέμων, μεγαλοϊδεατισμού και εθνικής συσπείρωσης, με παραθεώρηση και άλλων όψεων, δεν μπορεί να διορθωθεί με το «κόψιμο και το ράψιμο» της στη βάση άλλων ιδεολογημάτων. Κανείς δεν θέλει σήμερα ούτε πολέμους ούτε να μην υπάρχει συνύπαρξη και συνάντηση των ανθρώπων και των λαών. Όχι όμως με βάση ιδεολογήματα, αλλά από επιλογή. Κι αυτή μπορεί να γίνει αν συνειδητοποιήσουμε αυτό που προσφέρει και ζητά η Εκκλησία και η χριστιανική πίστη: την αγάπη που ξέρει να μοιράζεται, αλλά και να υπερασπίζεται την αλήθεια.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός