10/30/10
ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ;
Συχνά στο Ευαγγέλιο γίνεται λόγος από το Χριστό για τον πλούτο. Με τις παραβολές, αλλά και τους διαλόγους που ο Χριστός κάνει με πλούσιους ανθρώπους, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένας έντονος προβληματισμός από την μεριά του Χριστού, όχι για τον πλούτο, αλλά για τους πλουσίους ανθρώπους.
Ο πλούσιος δεν μπορεί να εισέλθει εύκολα στη Βασιλεία των ουρανών. Η εικόνα του πλούσιου ανθρώπου να οδυνάται στον άδη, χωρίς να έχει την δυνατότητα να γευθεί μία σταγόνα νερό, σε αντίθεση με την ζωή του, οπότε και τα είχε όλα, είναι μία πολύ σκληρή εικόνα. Ανάλογα σκληρή με αυτή του Λαζάρου, ο οποίος τρεφόταν από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου επί γης. Ο πλούσιος στον Άδη είναι μόνος και στερείται ακόμη και την συντροφιά των σκυλιών που έγλυφαν τις πληγές του Λαζάρου. Και το χειρότερο: ο πλούσιος τόσο στο γη όσο και στον άδη στερείται ονόματος. Σε αντίθεση με τον πάμπτωχο Λάζαρο, που φαίνεται ότι δεν τον ήξερε κανείς άνθρωπος, πλην του ίδιου του πλουσίου και του Θεού, ο πλούσιος που φαίνεται ότι τον γνώριζαν όλοι στη γη, παραμένει ανώνυμος, χωρίς πρόσωπο δηλαδή για το Θεό στην αιωνιότητα. Μόνο που το απρόσωπο του πλουσίου για το Θεό ίσχυε και γι’ αυτή τη ζωή. Για τον λόγο αυτό το Ευαγγέλιο δεν μας διασώζει το όνομά του.
Γιατί λοιπόν ο Χριστός μιλά εναντίον των πλουσίων;
Πρώτα για την σκληρότητά τους. Δεν είναι ο πλούτος που τους κάνει σκληρούς. Είναι ο χαρακτήρας και οι επιλογές τους. Ο πλούσιος είναι φαινομενικά κοινωνικός, στην ουσία όμως ασυγκίνητος και ακοινώνητος. Στηρίζεται στον πλούτο, την δύναμη, την ηδονή που αυτός φέρνει, χαίρεται τη ζωή του, αλλά η καρδιά του δεν έχει τρυφερότητα, ανθρωπιά, αγάπη γιατί νικά η δυνατότητα που ο πλούτος φέρει. Κι έτσι κάνει τα πάντα για να αποκτήσει ή να διατηρήσει τον πλούτο του, ο οποίος γίνεται αυταξία και δίνει νόημα στη ζωή του.
Κατόπιν, για την μοναχικότητά τους, που γίνεται μοναξιά. Η αυτάρκεια κάνει τους πλούσιους να μην βλέπουν την κοινωνία, αλλά να μετρούν τα πάντα με γνώμονα το δικό τους κέρδος. Αυτό δεν τους δίνει την ευκαιρία να έχουν ειλικρινείς σχέσεις με τους συνανθρώπους τους γιατί είτε τους βλέπουν ως αφορμές αυξήσεως του πλούτου τους είτε ως απειλή γι’ αυτόν. Και έτσι η πλεονεξία, η υποταγή στους νόμους της αγοράς, κάνει τους πλούσιους μοναχικούς. Δεν νιώθουν την αξία να μοιράζονται, αλλά προτιμούν την δυνατότητα να ελέγχουν τους γύρω τους, το περιβάλλον, τον κόσμο.
Τέλος, για το απρόσωπό τους έναντι του Θεού και του συνανθρώπου τους. Οι πλούσιοι είναι επώνυμοι, γνωστοί σε όλους. Αυτό όμως δεν τους κάνει γνωστούς έναντι του Θεού, γιατί ο Θεός δεν συγκινείται από το χρήμα που είναι μέσο για τη ζωή μας, αλλά από την αγάπη, η οποία καταξιώνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο πλούσιος θεωρεί ότι το χρήμα είναι αυτό που τον καταξιώνει. Για το Θεό η ταπεινή αγάπη είναι αυτή που καθιστά τον άνθρωπο πρόσωπο. Και η ταπεινή αγάπη εκφράζεται όχι μόνο με την υλική ελεημοσύνη, αλλά και με την προσευχή και την μαρτυρία της καλοσύνης και της αγαθότητας, με τον περιορισμό των κερδών μας και την από κοινού με τους ανθρώπους συμπάθεια και πορεία.
Ο πλούσιος θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο και ξεχωριστό. Κάνει παρέα με τους ομοίους του και είναι βέβαιος για τις επιλογές του. Γι’ αυτό βλέπουμε στο Ευαγγέλιο και τα πέντε αδέρφια του πλουσίου (κι αυτά ανώνυμα), να μην γνωρίζουν τον ακατανίκητο εχθρό του ανθρώπου, που δεν είναι ο θάνατος, αλλά η αιωνιότητα. Γιατί η αιωνιότητα έρχεται να μετρήσει την σκληρότητα, την μοναχικότητα και το απρόσωπο του ανθρώπου και να τον οδηγήσει στον άδη όχι της τιμωρίας αλλά στον άδη της αδυναμίας να στηριχτεί στον πλούτο του. Και ενώπιον του Θεού δεν μετράνε τα αγαθά της γης, αλλά η τρυφερότητα και η ανθρωπιά, το μοίρασμα και η παραίτηση από την εξουσία να ελέγχεις τον κόσμο, όπως επίσης και το πρόσωπο που έμαθε και έδειξε αγάπη.
Δεν είναι ο Χριστός εναντίον του πλούτου. Όμως ο πλούτος είναι βαρίδι στην προσπάθεια του ανθρώπου να βρει τρυφερότητα και ανθρωπιά, να μοιραστεί, να γίνει πρόσωπο αγαπώντας και νοιαζόμενος για τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. Ο Χριστός, επομένως, είναι εναντίον όλων εκείνων οι οποίοι δεν δίνουν στον πλούτο το αληθινό νόημά του. Να είναι δηλαδή μέσο για την πορεία της εδώ ζωής μας και όχι ο σκοπός της. Και αυτό μπορεί να γίνει αν ο άνθρωπος επιλέξει τον δρόμο του προσώπου. Να έχει όνομα και υπόσταση ενώπιον του Θεού χάρις στην ανθρωπιά του, το μοίρασμα του περισσεύματός του και την αγάπη του.
Ο καθένας από μας ας αναρωτηθεί, άσχετα με τα λίγα ή τα πολλά χρήματα που έχει, αν στη ζωή του βρίσκει νόημα σ’ αυτά ή επιδιώκει την πορεία της σχέσης με το Χριστό μέσα στην Εκκλησία. Αυτή η σχέση κάνει τον πλούτο λιγότερο βαρύ. Και μας βοηθά να κατανοούμε ότι η στάση μας έναντί του θα είναι το κριτήριο για να νικήσουμε τον μεγαλύτερο εχθρό μας που είναι η αιωνιότητα και να την μεταμορφώσουμε σε κοινωνία με το Θεό εν τοις κόλποις του Αβραάμ. Αλλιώς, το απρόσωπο θα μας περιμένει, χωρίς ελπίδα.
Οι προβληματισμοί αυτοί ας μιλήσουν στον καθέναν μας, σ’ αυτή την δύσκολη εποχή της κρίσης. Και ας δούμε πώς θα εξέλθουμε από αυτήν, όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως, έχοντας νοηματοδοτήσει διαφορετικά τη ζωή μας. Κι εδώ η Εκκλησία μπορεί να μας βοηθήσει υπενθυμίζοντας αυτές τις μεγάλες αλήθειες.
Κέρκυρα, 31 Οκτωβρίου 2010