9/25/10

Η ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ ΕΞΩ ΒΑΛΛΕΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟΝ


Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, του οποίου η Εκκλησία εορτάζει την μετάσταση στους ουρανούς στις 26 Σεπτεμβρίου, διατύπωσε μία από τις πιο μεγάλες αλήθειες που κάνουν την χριστιανική πίστη ξεχωριστή: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 19). Ο ευαγγελιστής αναφέρεται στην αγάπη που έχει ο Χριστός προς τον κάθε άνθρωπο, την κάθε εικόνα Θεού που ανταποκρίνεται στην συνεχή κλήση που ο Θεός απευθύνει προς αυτήν. Είναι τέτοια η αγάπη και τόση, ώστε είναι «πεπληρωμένη εν ημίν». Δεν υπάρχει δηλαδή μέτρο το οποίο δεν έχουμε φτάσει ούτε ίχνος της που να μην την έχουμε καλύψει, αρκεί να αποδεχόμαστε την παρουσία του Χριστού εντός ημών, να έχουμε δηλαδή σχέση αγάπης μαζί Του. Και η αγάπη αυτή μας δίνει το έσχατο κριτήριο για να την καταστήσουμε γνήσια: δεν φοβόμαστε την ημέρα της κρίσεως, αλλά και τίποτε στη ζωή μας επικίνδυνο και δυσάρεστο, διότι «η τέλεια αγάπη του Χριστού που κατοικεί μέσα μας έξω βάλλει τον φόβον».
Οι άνθρωποι έχουμε πολλούς και ποικίλους φόβους στη ζωή μας. Φοβόμαστε πρωτίστως το θάνατο, το βιολογικό τέρμα της ζωής, διότι δεν γνωρίζουμε, δεν έχουμε εμπειρία του τι πρόκειται να μας συμβεί όταν σφαλίσουμε τα μάτια μας. Φοβόμαστε τον πόνο, την αρρώστια, την δοκιμασία, γιατί δεν νιώθουμε ότι είμαστε πλασμένοι για κάτι άλλο παρά για τη χαρά. Φοβόμαστε την αποτυχία, γιατί νιώθουμε ότι το εγώ μας δεν μπορεί να την αντέξει, ότι αν αποτύχουμε, στην ουσία ακυρώνεται εκ των πραγμάτων η εκτίμηση που έχουμε στον εαυτό μας, διαπιστώνουμε ότι τα χαρίσματα και οι επιλογές μας δεν μας βοηθούν να έχουμε χαρά και ευτυχία στη ζωή μας, αισθανόμαστε ότι οι δυνάμεις μας έχουν όρια. Φοβόμαστε την σχέση με τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τους δούμε όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως εμείς θα θέλαμε να είναι, ενώ νιώθουμε ότι δεν είμαστε έτοιμοι να δώσουμε σ’ αυτούς περισσότερα από όσα υπολογίζουμε ότι θα πάρουμε. Άλλοτε όμως φοβόμαστε ότι κι εκείνοι δεν είναι έτοιμοι να μας δούνε όπως πραγματικά είμαστε και περισσότερο θέλουν να πάρουν από εμάς παρά να μας δώσουν. Φοβόμαστε το κοινωνικό, το πολιτικό, το ηθικό, το προσωπικό κόστος όταν θέλουμε να λάβουμε και να εφαρμόσουμε αποφάσεις, τις οποίες οι άλλοι δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούμε, ακόμη κι αν μέσα μας γνωρίζουμε ότι αποτυπώνουν το σωστό και το δίκαιο. Φοβόμαστε την μοναξιά από τις επιλογές μας ή από την αντίθεσή μας στην στάση του μέσου όρου. Φοβόμαστε το κακό και τον διάβολο που τυραννούν τον κόσμο. Φοβόμαστε το χρόνο που περνά αδυσώπητος, τόσο από το σώμα όσο και από την ψυχή μας και μας σημαδεύει.
Για τον ευαγγελιστή ο μεγαλύτερος φόβος είναι αυτός της κολάσεως. Της αιώνιας δηλαδή απομάκρυνσης από το Θεό και την αγάπη Του, της αιώνιας απομάκρυνσης από τον συνάνθρωπό μας, της αιώνιας ακοινωνησίας. Αυτός ο φόβος σήμερα δεν αγγίζει τους πολλούς. Έχοντας στείλει τον Θεό στη γωνία της ζωής μας, διαλέγουμε να ασχολούμαστε με τους άλλους φόβους. Για να τους θεραπεύσουμε, πηγαίνουμε στους ειδικούς. Ξοδεύουμε χρόνο και χρήμα, για να ανακουφιστούμε. Χωρίς να είναι κακό αυτό, εντούτοις δεν θυμόμαστε αυτή την μεγάλη αλήθεια του ευαγγελιστή: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Η σχέση του ανθρώπου με το Χριστό θεραπεύει τον κύριο φόβο του ανθρώπου, αυτόν της ακοινωνησίας. Ο άνθρωπος που πιστεύει, κοινωνά, ζει, αγαπά το Χριστό ανοίγεται στο συνάνθρωπο. Πρώτα γιατί τον συγχώρεσε ο Χριστός που δεν είναι ό,τι και όπως ο Θεός θέλει, λόγω της αμαρτίας. Δεύτερον, γιατί μαθαίνει να συγχωρεί και τους άλλους που δεν είναι αυτό που εκείνος θα ήθελε, και έτσι χαίρεται με τα όσα μπορεί να τους δώσει και με τα όσα μπορούν να του δώσουν. Και, τρίτον, διότι έχοντας εμπιστοσύνη στο Χριστό μαθαίνει να νικά το φόβο του χρόνου και του θανάτου, που κρύβεται σε κάθε αποτυχία, σε κάθε απόρριψη, σε κάθε κόστος.
«Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Χρειάζεται όμως ωρίμαση και αγώνας για να αποδεχτείς την τέλεια αγάπη του Χριστού. Για να μάθεις κι εσύ με τη σειρά σου να αγαπάς ανοιχτά και με πληρότητα. Κι εδώ έρχεται το μυστήριο της Εκκλησίας. Που με την λειτουργική σύναξη, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, την αποδοχή της μετάνοιας, την συμπάθεια και την προσφορά σου δείχνει ότι η αγάπη δεν είναι λόγος, αλλά πορεία. Οδός που οδηγεί όχι απλώς στην υπέρβαση του φόβου, αλλά στην έξοδό του από τη ζωή μας. Γιατί το τέλος του δρόμου είναι η ανάσταση. Η αιώνια συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό και η ονοματοδοσία μας ως «φίλων» Του. Όπως αποκλήθηκε ο ευαγγελιστής, το σώμα του οποίου προγεύεται άφθαρτο εν ουρανώ την οριστική και δική του και δική μας ανάσταση.

Κέρκυρα, 26 Σεπτεμβρίου 2010