9/18/10

ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΩΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ;


Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή. Αν αποτιμάται οικονομικά (με βάση την καταναλωτική δύναμη και αγοραστική αξία που ο καθένας διαθέτει), αν αποτιμάται με βάση την ποσότητα (συμφέρει ο ένας να θυσιασθεί υπέρ των πολλών, «παράπλευρες απώλειες» κατά τους πολέμους), αν αποτιμάται με βάση την ηδονή («μια ζωή την έχουμε»), αν αποτιμάται με βάση το χρόνο (άγχος του παρόντος κόσμου, γιατί η πέτρα του μνήματος είναι το τέλος, επομένως πρέπει να προλάβουμε να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε για να νιώθουμε ότι άξιζε που ζήσαμε).
Απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα, ο Χριστός έρχεται να δώσει μια διαφορετική απάντηση, στο Ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (κατά Μάρκον, 8, 37), η οποία μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.
Η ανθρώπινη ζωή αξίζει όταν ο άνθρωπος παραιτείται από αυτήν! Όταν δηλαδή ο καθένας που πιστεύει στο Χριστό δεν θεωρεί πως αξίζει να ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα μέτρα, αλλά απαρνιέται τον εαυτό του, σηκώνει τον σταυρό του και ακολουθεί το Χριστό. Αυτό σημαίνει «χάνω τη ζωή μου». Και μόνο να ακούμε αυτή την θεώρηση του Χριστού σήμερα, επαναστατούμε και προσπερνούμε, ενίοτε ειρωνικά. Πόσο εκτός τόπου και χρόνου φαντάζει ένας χριστιανός που δέχεται να παραιτηθεί από τη ζωή του, να την χάσει, «ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου», πόσο υποκριτικός φαίνεται ο λόγος όταν εκστομίζεται από τους ταγούς της Εκκλησίας, ακόμη κι αν είναι ο λόγος του Χριστού!
Αλήθεια, ποιος από εμάς θέλει να παραιτηθεί από το δικαίωμα να ζήσει, να απολαύσει, να χαρεί, να έχει αγαθά, να προλάβει να κάνει όσα περισσότερα μπορεί; Πόσο ρεαλιστικό φαίνεται το κοσμικό πνεύμα και πόσο ουτοπικός ο λόγος του Χριστού; Ακόμη κι εμείς που ομνύουμε στο όνομά Του, δύσκολα μπορούμε να παραιτηθούμε από τα δικαιώματά μας, όχι μόνο να ζήσουμε, αλλά ακόμη και από λιγότερο σημαντικά, όπως το να ανταποδώσουμε στα ίσια το κακό σ’ αυτόν που μας έχει βλάψει, να διαμορφώσουμε τον λογισμό της αντίθεσης σε όποιον στέκεται εναντίον μας, σε όποιον μας αμφισβητεί, σε όποιον δεν φέρεται σε μας όπως θα θέλαμε να μας φέρεται, σε όποιον δεν είναι αυτό που εμείς θα θέλαμε να είναι.
Κι όμως, ο λόγος του Χριστού μας υποδεικνύει τον δικό Του δρόμο. Αυτόν της παραίτησης από τα μικρότερα ή σπουδαιότερα δικαιώματά μας, ακόμη και από την ίδια μας τη ζωή χάριν Εκείνου και του Ευαγγελίου. Χάριν της αγάπης για τον άλλο, χάριν της υπομονής στις θλίψεις που ο άλλος και η ζωή μας προσφέρουν, χάριν της αίσθησης της αποστολής που έχουμε οι χριστιανοί ως μέλη της Εκκλησίας.
Μας φαίνεται ακατόρθωτος ο λόγος του Χριστού, γιατί έχουμε απωλέσει την έννοια της αποστολής. Δεν νιώθουμε ότι ως χριστιανοί έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης, πέρα από το να σώσουμε, και μάλιστα στο τέλος της ζωής μας, τον εαυτό μας. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να σηκώσουμε τόσο τον δικό μας σταυρό, όσο και λίγο από τον σταυρό των άλλων. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να γνωρίζουμε το Ευαγγέλιο και να προσπαθούμε στη ζωή μας να το εφαρμόσουμε. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να γίνει η Εκκλησία ζωή μας και να μοιραστούμε αυτή τη ζωή με τους άλλους, γιατί η Εκκλησία είναι η πιο σημαντική κοινότητα στη ζωή μας, είναι η ίδια η ζωή μας.
Όποιος ανήκει στην Εκκλησία παραιτείται από τη ζωή του, χάριν του Χριστού και του Ευαγγελίου. Δεν μετρά τον άλλο με βάση το οικονομικό, ηδονιστικό, εξουσιαστικό συμφέρον, αλλά τον βλέπει ως εικόνα Θεού, όπως είναι και ο ίδιος, και γι’ αυτόν αξίζει να σταυρωθεί έστω και για λίγο, παραιτούμενος, όσο είναι εφικτό από τα δικαιώματά του. Και αυτός ο τρόπος είναι η ομολογία του Χριστού, και μάλιστα του Εσταυρωμένου, μέσα σε μια γενεά άπιστη και αμαρτωλή, και αυτή η ομολογία τελικά θα είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός θα μας αναγνωρίσει στην λαμπρότητά του Πατέρα Του, μαζί με τους αγίους αγγέλους.
Περισσότερη επίγνωση της αποστολής μας χρειάζεται. Και, ταυτόχρονα, να σηκώνουμε το Σταυρό μας και λίγο ή περισσότερο από τον Σταυρό των άλλων, μαζί με γνώση, αποδοχή και εφαρμογή του Ευαγγελίου. Επίγνωση ότι αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. Και επίγνωση ότι η Εκκλησία συνεπάγεται την παραίτηση από την ίδια μας τη ζωή, ώστε τελικά να την κερδίσουμε μαζί με τους αδελφούς μας. Περισσότερη επίγνωση της αποστολής μας τελικά σημαίνει αντίσταση στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής, που θέλει τα πάντα να μετρούνται χωρίς Χριστό. Αυτή η επίγνωση τελικά είναι και το νόημα της παρουσίας του Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας και στην δική μας ζωή, αν θέλουμε ένα τέτοιο νόημα.

Κέρκυρα, 19 Σεπτεμβρίου 2010
Κυριακή μετά την Ύψωση