ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ & ΟΧΙ ΚΑΤΟΧΟΙ
Αναρωτιέται κανείς προς τι όλος αυτός ο θόρυβος για την εκκλησιαστική περιουσία το τελευταίο διάστημα; Έχουν λείψει οι ειδήσεις; Έχουν αντιμετωπιστεί τα προβλήματα του λαού μας; Στο όνομα των πολιτικών συμφερόντων θα πρέπει να διασυρθεί συλλήβδην η Ορθόδοξη Εκκλησία; Έχουν άραγε καμία σχέση με την Εκκλησία όλοι αυτοί που ασχολούνται με το τι έχει και γιατί το έχει; Ξέρουν την διδασκαλία της πίστης για τα υλικά αγαθά; Ζήτησαν βοήθεια από την Εκκλησία και αυτή τους αρνήθηκε; Θεωρούν πώς η Εκκλησία άρπαξε την περιουσία από το λαό και πρέπει να την επιστρέψει;
Όλα αυτά, και ίσως και άλλα ερωτήματα, δεν θα βρούνε απάντηση στην φασαρία των ΜΜΕ και των κάθε λογής συμφερόντων που ενορχηστρώνουν την επίθεση. Και είναι ο ίδιος ιδεολογικός εσμός αυτών οι οποίοι ενορχήστρωσαν την επίθεση κατά του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου για το ζήτημα των ταυτοτήτων, για την δήθεν θεοκρατία που η Εκκλησία έχει ως σκοπό της να επιβάλει στην κοινωνία, για την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας, που ταυτίζεται οπωσδήποτε με τον θρησκευτικό αποχρωματισμό και την διάλυση της παράδοσης και της Ιστορίας μας, είναι εκείνοι που θεωρούν το μάθημα των Θρησκευτικών απειλή για την ελευθερία της συνείδησης των παιδιών μας, είναι όλοι όσοι ενοχλούνται από την παρουσία της Εκκλησίας στη ζωή του τόπου μας και έχουν βάλει ως στόχο τους την περιθωριοποίησή της. Αρκεί μια ματιά στον κατά καιρούς τηλεοπτικό, δημοσιογραφικό και ιδεολογικό λόγο των ιδίων προσώπων που εργολαβικά αναλαμβάνουν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Εκκλησία και να προετοιμάσουν το έδαφος για τα κάθε λογής μέτρα που δήθεν το λαϊκό αίσθημα απαιτεί να ληφθούν εις βάρος της.
Όλες αυτές οι επιθέσεις προκαλούν εντυπώσεις και δημιουργούν νοσηρό κλίμα κυρίως στους νέους ανθρώπους που δεν έχουν την δυνατότητα ή την επιθυμία να γνωρίσουν και να πληροφορηθούν τι είναι αληθινά η Εκκλησία και πώς λειτουργεί σε σχέση με τον κόσμο. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένας οργανισμός που υπάρχει αν-ιστορικά, για το εσχατολογικό μέλλον και την μεταφυσική λύτρωση. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο για να δώσει απάντηση στο ερώτημα της μεταθανάτιας ζωής ή για να επαγγέλλεται την Δευτέρα Παρουσία. Η Εκκλησία λειτουργεί στον κόσμο ως η μεγάλη εκείνη οικογένεια που ενδιαφέρεται, διδάσκει και ζει την αγάπη για τα παιδιά της που είναι όλες οι εικόνες του Θεού. Η αγάπη για την Εκκλησία απεικονίζεται στην προοπτική της διαχείρισης και όχι της κατοχής. Ο πιστός είναι διαχειριστής των αγαθών που ο Θεός επιτρέπει να έχει και ο κόπος του τον κάνει να αποκτά, με τρόπο που δεν αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και δεν παραβιάζει το νόμο Του. Ο πιστός είναι διαχειριστής των χαρισμάτων που ο Θεός έχει επιτρέψει να έχει και ο κόπος του κάνει να αυξάνουν. Η Εκκλησία αλλά και οι πιστοί ζούνε την φράση του Αποστόλου «ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες».
Η Εκκλησία δεν δέχεται την κτητικότητα. Τίποτε δεν μας ανήκει. Ούτε καν τα παιδιά μας, ούτε τα αγαθά μας. Όλα μας δίδονται ως ευλογία από το Θεό για να ασκηθούμε στην αγάπη. Τα παιδιά μας αποτελούν έκφραση της δημιουργικότητας με την οποία μας προίκισε ο Θεός και αποτελούν για τον καθένα μας την ευκαιρία να δώσουμε αγάπη, να μορφώσουμε πνευματικά, αλλά και να εκκόψουμε το ίδιον θέλημά μας. Αυτός που έχει παιδιά δεν έχει χρόνο, μειώνει τις ανάγκες του, κοπιάζει, μοιράζεται, υποχωρεί, γεύεται ζωή και θάνατο. Αλλά και τα όποια αγαθά μας δίδονται για να μπορέσουμε κι εμείς να στηριχθούμε, αλλά και για να ελεήσουμε όσους έχουν ανάγκη, να προσφέρουμε, να μοιραστούμε. «Αυτός που έχει δύο χιτώνες, ας δώσει τον έναν σ’ αυτόν που δεν έχει», μας λέει ο λόγος του Θεού. «Αυτός που θέλει να είναι τέλειος, ας πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα και ας με ακολουθήσει», λέει πάλι ο Κύριος. «Ας μην μερινήσετε για κάτι. Ο Πατήρ ο Ουράνιος ξέρει τις ανάγκες σας και θα σας διαθρέψει».
Η Εκκλησία, επομένως, βιώνει την πίστη ως το κριτήριο εκείνο που θα κάνει τον άνθρωπο να ζήσει ως διαχειριστής και όχι ως κάτοχος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος θα πρέπει να εξαναγκάζεται να ζει κατά τις επιθυμίες και τις ορέξεις των άλλων. Κάτι τέτοιο ακυρώνει τον ιστορικό χαρακτήρα της πίστης και της παρουσίας της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θεοποιεί την αδικία. Και η Εκκλησία ζει στον κόσμο όχι για να δικαιολογεί την αδικία, αλλά για να την φανερώνει. Είναι άλλο η υπομονή στην αδικία και άλλο η αποδοχή της. Αγάπη χωρίς ελευθερία, είναι δουλική υποταγή και όχι υπεύθυνη επιλογή.
Η Εκκλησία διαχειρίζεται αγαθά, τα οποία, προστιθέμενα, δίδουν την αίσθηση της περιουσίας. Τα αγαθά αυτά δεν τα απέκτησε με πολέμους, ούτε με αδικίες ούτε με εκβιασμούς. Της δόθηκαν από ανθρώπους που θεώρησαν ότι επιτελεί έργο αγάπης και θέλανε το μήνυμα του Ευαγγελίου να διαδοθεί απρόσκοπτα. Η Εκκλησία διαχειρίζεται αυτά τα αγαθά για να μπορεί να επιτελεί την ιστορική της αποστολή όσο καλύτερα γίνεται. Θα ήταν άξια μομφής η Εκκλησία αν δεν είχε φιλανθρωπικό, κοινωνικό, ιεραποστολικό έργο. Αν ήταν μια Εκκλησία παραδομένη σε πνευματική νάρκη. Η Εκκλησία έχει τους χώρους της, τους ναούς, τα πνευματικά της κέντρα, τα μοναστήρια της, τα μνημεία του πολιτισμού και της ιστορίας. Θα ήταν θλιβερό αν, ενώ μπορεί να διατηρήσει ό,τι δηλώνει το ήθος, την ιστορία, την παράδοσή της, τα εγκατέλειπε στον μαρασμό και την αποσάθρωση.
Ο εσμός των κατηγόρων διαγράφει τα αναρίθμητα χρηματικά ποσά, τις εκτάσεις γης και ό,τι άλλο έχει δοθεί σ’ αυτή την πατρίδα, στους ανθρώπους της, σε δύσκολες ιστορικές στιγμές, αλλά και όποτε άλλοτε χρειάστηκε για να χρησιμοποιηθεί για την παιδεία, την υγεία, την στέγαση υπηρεσιών και ανθρώπων, για να ζήσουν από τη γη άνθρωποι που δεν είχαν τίποτε. Ο εσμός των κατηγόρων διαγράφει την ποιμαντική, πνευματική και κοινωνική προσφορά σε ανθρώπινες ψυχές που η Εκκλησία προσέφερε και προσφέρει. Ο εσμός των κατηγόρων δεν θέλει να υπάρχει η Εκκλησία για να μην έχει κανέναν να τον ελέγχει για τα οψώνια της αμαρτίας που φέρνουν την αποσύνθεση και τον θάνατο της κοινωνίας.
Αν κάποιοι φορείς της Εκκλησίας υιοθέτησαν τη νοοτροπία της κατοχής και όχι το ήθος της διαχείρισης, αν δεν ένιωσαν ότι οφείλουν να ενισχύουν με διάκριση τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, προτάσσοντας την πίστη πέρα από οποιαδήποτε εξασφάλιση, αυτό δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Η ίδια η Εκκλησία οφείλει να θέτει τα όρια και να καταδικάζει τέτοιες συμπεριφορές, εκκόπτοντας το σαπρόν. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί το μίσος και την εμπάθεια εναντίον της Εκκλησίας συλλήβδην. Επιτέλους, απαιτείται και σεβασμός έναντι των ανθρώπων που έφυγαν από αυτό τον κόσμο θέλοντας να διαθέσουν στην Εκκλησία αυτό που ο Θεός επέτρεψε να διαχειριστούν.
Η Εκκλησία δεν αρνήθηκε την φορολόγηση των αγαθών που διαχειρίζεται χάριν του κοινού καλού. Άλλωστε και πλήρωνε και πληρώνει φόρους, κάτι που εντέχνως αποσιωπάται από τον εσμό των κατηγόρων. Όσο για τους μισθούς των κληρικών, η ίδια η Πολιτεία σε αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, ανέλαβε την δέσμευση να τους καταβάλει. Και επειδή κάποιοι σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι θα έπρεπε η Πολιτεία να καταβάλει τους μισθούς στους λειτουργούς όλων των δογμάτων και των θρησκειών, ουδείς θα είχε αντίρρηση κάτι τέτοιο να συμβεί, μολονότι δεν γνωρίζουμε πόσα από τα αγαθά τους προσέφεραν τα άλλα δόγματα και οι θρησκείες στην Πολιτεία και το λαό μας.
Είναι λυπηρές οι επιθέσεις που δέχεται η Εκκλησία, όχι γιατί η ίδια θα πάθει κάτι, αλλά γιατί γίνονται από ανθρώπους που δεν έχουν μνήμη και εκκινούν από ιδεολογικές προκαταλήψεις. Όποιος όμως έχει την τόλμη να ρωτήσει και να πληροφορηθεί, θα διαπιστώσει ότι τα περισσότερα σχολεία, σύλλογοι, πανεπιστημιακοί χώροι, αλλά και κατοικίες και περιουσίες των ανθρώπων στον τόπο μας και απανταχού της Ελλάδας υπάρχουν σε χώρους που κάποτε ανήκαν στην Εκκλησία και παραχωρήθηκαν από αυτήν για το κοινό καλό ή αρπάχθηκαν από αυτήν. Αν η διάθεση της αρπαγής δεν έχει όρια, η Εκκλησία οφείλει να μην σιωπήσει, αλλά με κάθε νόμιμο τρόπο να κρατήσει το δικαίωμα να αποφασίσει αυτή πώς θα διαχειριστεί και σε ποιον θα διαθέσει τα αγαθά που οι άνθρωποι της εμπιστεύθηκαν. Αν βεβαίως, τα τηλεοπτικά και ιδεολογικά δικαστήρια της αφήσουν το ελάχιστο περιθώριο να υπερασπισθεί την ιστορία και την προσφορά της και αν η ίδια από φόβο δεν σιωπήσει για να μην δυσαρεστήσει όλους αυτούς που τη θέλουν θεατή της ζωής και της ιστορίας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αναρωτιέται κανείς προς τι όλος αυτός ο θόρυβος για την εκκλησιαστική περιουσία το τελευταίο διάστημα; Έχουν λείψει οι ειδήσεις; Έχουν αντιμετωπιστεί τα προβλήματα του λαού μας; Στο όνομα των πολιτικών συμφερόντων θα πρέπει να διασυρθεί συλλήβδην η Ορθόδοξη Εκκλησία; Έχουν άραγε καμία σχέση με την Εκκλησία όλοι αυτοί που ασχολούνται με το τι έχει και γιατί το έχει; Ξέρουν την διδασκαλία της πίστης για τα υλικά αγαθά; Ζήτησαν βοήθεια από την Εκκλησία και αυτή τους αρνήθηκε; Θεωρούν πώς η Εκκλησία άρπαξε την περιουσία από το λαό και πρέπει να την επιστρέψει;
Όλα αυτά, και ίσως και άλλα ερωτήματα, δεν θα βρούνε απάντηση στην φασαρία των ΜΜΕ και των κάθε λογής συμφερόντων που ενορχηστρώνουν την επίθεση. Και είναι ο ίδιος ιδεολογικός εσμός αυτών οι οποίοι ενορχήστρωσαν την επίθεση κατά του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου για το ζήτημα των ταυτοτήτων, για την δήθεν θεοκρατία που η Εκκλησία έχει ως σκοπό της να επιβάλει στην κοινωνία, για την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας, που ταυτίζεται οπωσδήποτε με τον θρησκευτικό αποχρωματισμό και την διάλυση της παράδοσης και της Ιστορίας μας, είναι εκείνοι που θεωρούν το μάθημα των Θρησκευτικών απειλή για την ελευθερία της συνείδησης των παιδιών μας, είναι όλοι όσοι ενοχλούνται από την παρουσία της Εκκλησίας στη ζωή του τόπου μας και έχουν βάλει ως στόχο τους την περιθωριοποίησή της. Αρκεί μια ματιά στον κατά καιρούς τηλεοπτικό, δημοσιογραφικό και ιδεολογικό λόγο των ιδίων προσώπων που εργολαβικά αναλαμβάνουν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Εκκλησία και να προετοιμάσουν το έδαφος για τα κάθε λογής μέτρα που δήθεν το λαϊκό αίσθημα απαιτεί να ληφθούν εις βάρος της.
Όλες αυτές οι επιθέσεις προκαλούν εντυπώσεις και δημιουργούν νοσηρό κλίμα κυρίως στους νέους ανθρώπους που δεν έχουν την δυνατότητα ή την επιθυμία να γνωρίσουν και να πληροφορηθούν τι είναι αληθινά η Εκκλησία και πώς λειτουργεί σε σχέση με τον κόσμο. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένας οργανισμός που υπάρχει αν-ιστορικά, για το εσχατολογικό μέλλον και την μεταφυσική λύτρωση. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο για να δώσει απάντηση στο ερώτημα της μεταθανάτιας ζωής ή για να επαγγέλλεται την Δευτέρα Παρουσία. Η Εκκλησία λειτουργεί στον κόσμο ως η μεγάλη εκείνη οικογένεια που ενδιαφέρεται, διδάσκει και ζει την αγάπη για τα παιδιά της που είναι όλες οι εικόνες του Θεού. Η αγάπη για την Εκκλησία απεικονίζεται στην προοπτική της διαχείρισης και όχι της κατοχής. Ο πιστός είναι διαχειριστής των αγαθών που ο Θεός επιτρέπει να έχει και ο κόπος του τον κάνει να αποκτά, με τρόπο που δεν αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και δεν παραβιάζει το νόμο Του. Ο πιστός είναι διαχειριστής των χαρισμάτων που ο Θεός έχει επιτρέψει να έχει και ο κόπος του κάνει να αυξάνουν. Η Εκκλησία αλλά και οι πιστοί ζούνε την φράση του Αποστόλου «ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες».
Η Εκκλησία δεν δέχεται την κτητικότητα. Τίποτε δεν μας ανήκει. Ούτε καν τα παιδιά μας, ούτε τα αγαθά μας. Όλα μας δίδονται ως ευλογία από το Θεό για να ασκηθούμε στην αγάπη. Τα παιδιά μας αποτελούν έκφραση της δημιουργικότητας με την οποία μας προίκισε ο Θεός και αποτελούν για τον καθένα μας την ευκαιρία να δώσουμε αγάπη, να μορφώσουμε πνευματικά, αλλά και να εκκόψουμε το ίδιον θέλημά μας. Αυτός που έχει παιδιά δεν έχει χρόνο, μειώνει τις ανάγκες του, κοπιάζει, μοιράζεται, υποχωρεί, γεύεται ζωή και θάνατο. Αλλά και τα όποια αγαθά μας δίδονται για να μπορέσουμε κι εμείς να στηριχθούμε, αλλά και για να ελεήσουμε όσους έχουν ανάγκη, να προσφέρουμε, να μοιραστούμε. «Αυτός που έχει δύο χιτώνες, ας δώσει τον έναν σ’ αυτόν που δεν έχει», μας λέει ο λόγος του Θεού. «Αυτός που θέλει να είναι τέλειος, ας πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα και ας με ακολουθήσει», λέει πάλι ο Κύριος. «Ας μην μερινήσετε για κάτι. Ο Πατήρ ο Ουράνιος ξέρει τις ανάγκες σας και θα σας διαθρέψει».
Η Εκκλησία, επομένως, βιώνει την πίστη ως το κριτήριο εκείνο που θα κάνει τον άνθρωπο να ζήσει ως διαχειριστής και όχι ως κάτοχος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος θα πρέπει να εξαναγκάζεται να ζει κατά τις επιθυμίες και τις ορέξεις των άλλων. Κάτι τέτοιο ακυρώνει τον ιστορικό χαρακτήρα της πίστης και της παρουσίας της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θεοποιεί την αδικία. Και η Εκκλησία ζει στον κόσμο όχι για να δικαιολογεί την αδικία, αλλά για να την φανερώνει. Είναι άλλο η υπομονή στην αδικία και άλλο η αποδοχή της. Αγάπη χωρίς ελευθερία, είναι δουλική υποταγή και όχι υπεύθυνη επιλογή.
Η Εκκλησία διαχειρίζεται αγαθά, τα οποία, προστιθέμενα, δίδουν την αίσθηση της περιουσίας. Τα αγαθά αυτά δεν τα απέκτησε με πολέμους, ούτε με αδικίες ούτε με εκβιασμούς. Της δόθηκαν από ανθρώπους που θεώρησαν ότι επιτελεί έργο αγάπης και θέλανε το μήνυμα του Ευαγγελίου να διαδοθεί απρόσκοπτα. Η Εκκλησία διαχειρίζεται αυτά τα αγαθά για να μπορεί να επιτελεί την ιστορική της αποστολή όσο καλύτερα γίνεται. Θα ήταν άξια μομφής η Εκκλησία αν δεν είχε φιλανθρωπικό, κοινωνικό, ιεραποστολικό έργο. Αν ήταν μια Εκκλησία παραδομένη σε πνευματική νάρκη. Η Εκκλησία έχει τους χώρους της, τους ναούς, τα πνευματικά της κέντρα, τα μοναστήρια της, τα μνημεία του πολιτισμού και της ιστορίας. Θα ήταν θλιβερό αν, ενώ μπορεί να διατηρήσει ό,τι δηλώνει το ήθος, την ιστορία, την παράδοσή της, τα εγκατέλειπε στον μαρασμό και την αποσάθρωση.
Ο εσμός των κατηγόρων διαγράφει τα αναρίθμητα χρηματικά ποσά, τις εκτάσεις γης και ό,τι άλλο έχει δοθεί σ’ αυτή την πατρίδα, στους ανθρώπους της, σε δύσκολες ιστορικές στιγμές, αλλά και όποτε άλλοτε χρειάστηκε για να χρησιμοποιηθεί για την παιδεία, την υγεία, την στέγαση υπηρεσιών και ανθρώπων, για να ζήσουν από τη γη άνθρωποι που δεν είχαν τίποτε. Ο εσμός των κατηγόρων διαγράφει την ποιμαντική, πνευματική και κοινωνική προσφορά σε ανθρώπινες ψυχές που η Εκκλησία προσέφερε και προσφέρει. Ο εσμός των κατηγόρων δεν θέλει να υπάρχει η Εκκλησία για να μην έχει κανέναν να τον ελέγχει για τα οψώνια της αμαρτίας που φέρνουν την αποσύνθεση και τον θάνατο της κοινωνίας.
Αν κάποιοι φορείς της Εκκλησίας υιοθέτησαν τη νοοτροπία της κατοχής και όχι το ήθος της διαχείρισης, αν δεν ένιωσαν ότι οφείλουν να ενισχύουν με διάκριση τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, προτάσσοντας την πίστη πέρα από οποιαδήποτε εξασφάλιση, αυτό δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Η ίδια η Εκκλησία οφείλει να θέτει τα όρια και να καταδικάζει τέτοιες συμπεριφορές, εκκόπτοντας το σαπρόν. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί το μίσος και την εμπάθεια εναντίον της Εκκλησίας συλλήβδην. Επιτέλους, απαιτείται και σεβασμός έναντι των ανθρώπων που έφυγαν από αυτό τον κόσμο θέλοντας να διαθέσουν στην Εκκλησία αυτό που ο Θεός επέτρεψε να διαχειριστούν.
Η Εκκλησία δεν αρνήθηκε την φορολόγηση των αγαθών που διαχειρίζεται χάριν του κοινού καλού. Άλλωστε και πλήρωνε και πληρώνει φόρους, κάτι που εντέχνως αποσιωπάται από τον εσμό των κατηγόρων. Όσο για τους μισθούς των κληρικών, η ίδια η Πολιτεία σε αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, ανέλαβε την δέσμευση να τους καταβάλει. Και επειδή κάποιοι σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι θα έπρεπε η Πολιτεία να καταβάλει τους μισθούς στους λειτουργούς όλων των δογμάτων και των θρησκειών, ουδείς θα είχε αντίρρηση κάτι τέτοιο να συμβεί, μολονότι δεν γνωρίζουμε πόσα από τα αγαθά τους προσέφεραν τα άλλα δόγματα και οι θρησκείες στην Πολιτεία και το λαό μας.
Είναι λυπηρές οι επιθέσεις που δέχεται η Εκκλησία, όχι γιατί η ίδια θα πάθει κάτι, αλλά γιατί γίνονται από ανθρώπους που δεν έχουν μνήμη και εκκινούν από ιδεολογικές προκαταλήψεις. Όποιος όμως έχει την τόλμη να ρωτήσει και να πληροφορηθεί, θα διαπιστώσει ότι τα περισσότερα σχολεία, σύλλογοι, πανεπιστημιακοί χώροι, αλλά και κατοικίες και περιουσίες των ανθρώπων στον τόπο μας και απανταχού της Ελλάδας υπάρχουν σε χώρους που κάποτε ανήκαν στην Εκκλησία και παραχωρήθηκαν από αυτήν για το κοινό καλό ή αρπάχθηκαν από αυτήν. Αν η διάθεση της αρπαγής δεν έχει όρια, η Εκκλησία οφείλει να μην σιωπήσει, αλλά με κάθε νόμιμο τρόπο να κρατήσει το δικαίωμα να αποφασίσει αυτή πώς θα διαχειριστεί και σε ποιον θα διαθέσει τα αγαθά που οι άνθρωποι της εμπιστεύθηκαν. Αν βεβαίως, τα τηλεοπτικά και ιδεολογικά δικαστήρια της αφήσουν το ελάχιστο περιθώριο να υπερασπισθεί την ιστορία και την προσφορά της και αν η ίδια από φόβο δεν σιωπήσει για να μην δυσαρεστήσει όλους αυτούς που τη θέλουν θεατή της ζωής και της ιστορίας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός