Οι πολλοί σήμερα εξακολουθούν να πιστεύουν εις Ένα Θεό. Παρά τον καταιγισμό αλλότριων προτύπων που μας περιβάλλουν, είναι δύσκολο να ξεριζωθεί από την καρδιά του ανθρώπου η πίστη. Η μεταφυσική αγωνία, οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και την λαϊκή θρησκευτικότητα, οι μεγάλες εορτές, που σε πείσμα των καιρών, αποτελούν ορόσημα για τον ανθρώπινο χρόνο, ο πόνος και η αρρώστια, σημαντικές στιγμές στην ανθρώπινη ζωή όπως είναι η βάπτιση και ο γάμος, αλλά και ο θάνατος κάνουν τον κόσμο μας, όσο κι αν μέσα του δεν αναζητεί συνειδητά τον Θεό, εντούτοις να μην Τον απορρίπτει. Πάνω σ’ αυτή την μη αρνητική στάση χτίζει η Εκκλησία τις γέφυρές της με τον σύγχρονο άνθρωπο, μέσα από την προαίρεση εργάζεται ο Θεός την σωτηρία του κόσμου.
Το Τριώδιο είναι έτσι δομημένο, ώστε να καλεί τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως εποχής και κατάστασης, να στραφεί στον έσω κόσμο του. Η σοφία και η θεοπνευστία των Πατέρων της Εκκλησίας μας που όρισαν τον εορτολογικό κύκλο, των υμνογράφων που συνέγραψαν τις ακολουθίες, των ασκητών που συνδύασαν την λατρεία με τον πνευματικό αγώνα, γέννησαν μία παράδοση που κράτησε τον λαό μας ζωντανό, παρά τις ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες θα επέβαλλαν την διαγραφή του από τον ρου του κόσμου. Γιατί στην καθ’ ημάς Ανατολή το Πάσχα, η κατάληξη του Τριωδίου, αποτελεί τον κορμό της πίστης μας. Σε αντίθεση με την Δυτική Εκκλησία που νοηματοδοτεί τον πολιτισμό που γέννησε στα Χριστούγεννα και στο Σταυρό, η Ορθοδοξία πορεύεται με κέντρο της το Πάσχα και την Ανάσταση. Γι’ αυτό και το Τριώδιο στην Ανάσταση αναφέρεται και την Ανάσταση δείχνει. Η όλη προετοιμασία και η πνευματική μας προσπάθεια εκεί αποσκοπεί. Στο να ξαναβρούμε την υιότητά μας, να βιώσουμε τι σημαίνει να είναι ο Θεός για μας ο Πατέρας μας εν ουρανοίς, Αυτός που σαρκώθηκε και μας οδήγησε και πάλι στον Ουρανό.
Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα των Κυριακών του Τριωδίου. Ο τρόπος με τον οποίο θα ξαναζήσουμε την υιότητα. Υιός γίνεται ο ταπεινός τη καρδία. Αυτός που επιστρέφει από τη άσωτη ζωή. Αυτός που αγαπά το Θεό στο πρόσωπο του κάθε αδελφού του. Αυτός που υπακούει στο θέλημα του Θεού, παραιτούμενος από το δικαίωμά του να φάει, από έναν τρόπο ζωής ο οποίος δομείται με βάση τις ανάγκες των ενστίκτων. Αυτός που βλέπει το «κατ’ εικόνα Θεού» όχι στην ύλη, αλλά στο πρόσωπο. Αυτός που ζητά να φωτιστεί από το Άκτιστο Φως. Αυτός που σταυρώνει τα πάθη, τις αμαρτίες, τον παλαιό άνθρωπο. Αυτός που ανεβαίνει στα σκαλοπάτια της ασκητικής Κλίμακας, όχι για να αυτοδικαιωθεί, αλλά για να συναντήσει τον Ελεούντα Θεό. Αυτός που δεν διστάζει να εγκαταλείψει όλη τη ζωή της αμαρτίας, και να προσδεχθεί ακόμη και την μοναξιά, από αγάπη στον Αγαπήσαντα. Και γίνεται έτσι συνοδοιπόρος στην άνω Ιερουσαλήμ, μετά βαΐων και κλάδων, με τον Θεάνθρωπο, σαν εκείνα τα παιδιά που μέσα στην αθωότητά τους ήξεραν καλά πως ο επευφημούμενος επί πώλου όνου, δεν ήταν άλλος από τον Σωτήρα και Λυτρωτή.
Είναι μυστήριο μοναδικό και ανερμήνευτο ο τρόπος που διάλεξε ο Θεός να μας καλέσει κοντά Του. Να μας δείξει ότι είναι ο Πατέρας μας. Ο Δημιουργός και ο Λυτρωτής μας. Αυτός που απλώνει τα χέρια Του στο Σταυρό για να μας ανασηκώσει από τον καθημερινό θάνατο της κακίας, του εγωκεντρισμού, του ψεύδους, της φθοράς. Το μόνο που μας ζητά είναι να παρουσιασθούμε ενώπιόν Του ζητώντας Του να γίνουμε παιδιά Του. Να επιλέξουμε την οικία της Εκκλησίας, το τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας, την καθαρή στολή της μετανοίας, το δαχτυλίδι της ελευθερίας, και πρωτίστως, το «παραρριπτείσθαι εν τω οίκω και παρά τους πόδας του Πατρός ημών μάλλον ή το οικείν εν σκηνώμασιν αμαρτωλών». Και όλη η ζωή της Εκκλησίας την περίοδο του Τριωδίου σ’ αυτό αποσκοπεί. Σε μια συνεχή επιστροφή.
Η μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η νηστεία, η προσευχή, η μελέτη, η ελεημοσύνη, η ασκητικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι τρόποι με τους οποίους δείχνουμε την επιθυμία μας και πραγματώνουμε την υιότητά μας. Μπορεί να μην είμαστε αληθινά άξιοι για κανέναν από αυτούς. Όμως αυτό είναι το μυστήριο και πάλι. Ότι ο Θεός Πατέρας δεν μετρά την αρετή ή την αμαρτία, την αξιοσύνη ή την αναξιότητα. Δωρεάν δίδεται η χάρη Του σ’ αυτόν που προσέρχεται την ενδεκάτη ώρα, όσο και σ’ αυτόν που είναι εκεί από την πρώτη. Θεραπεύει μάλιστα τον πρώτο και ελεεί τον τελευταίο, γιατί Ο Πατέρας που αγαπά δεν ξεχωρίζει τα παιδιά Του. «Η τράπεζα γέμει, ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών».
Ας σπουδάσουμε την ζωή της Εκκλησίας μας και ας ξαναβρούμε νόημα στη ζωή μας, δίνοντας στον έσω κόσμο μας την δυνατότητα να ξανανιώσει παιδί. Και να γίνει αυτή η ιδιότητα όχι μία πρόσκαιρη εορτή, αλλά «πανήγυρις πανηγύρεων», στην οποία θα μετέχουμε με όλη μας την καρδιά. Αν κάτι αληθινά μας λείπει σήμερα, είναι η βίωση της Εκκλησίας ως οικογένειας. Το Τριώδιο μας δίνει αυτή την ευκαιρία. Ας μην τη σπαταλήσουμε.
π. Θεμστοκλής