6/9/25

.S. LEWIS, «31 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ & ΜΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ ΣΕ ΔΙΑΒΟΛΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ»


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 164- C.S. LEWIS,  «31 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ & ΜΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ ΣΕ ΔΙΑΒΟΛΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ», μτφρ. Αλέξανδρος Δάσκαλος, εκδόσεις ΙΩΝΑΣ 

                Ο C.S.Lewis υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους αγγλόφωνους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Γνωστός σε μας από τα περίφημα «Χρονικά της Νάρνια», μία σειρά επτά βιβλίων που με αλληγορικό τρόπο αναφέρονται στις επτά ημέρες της Δημιουργίας, με πρωταγωνιστή το λιοντάρι Ασλάν (είναι το πρόσωπο του Χριστού και η παρομοίωση έχει να κάνει με τον λόγο της Παλαιάς Διαθήκης «αναπεσών κεκοίμησαι ως ο λέων και τις σε εγερεί ω βασιλεύ»), ο Lewis, φίλος του σπουδαίου Tolkien, του συγγραφέα του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», είναι ένας διανοούμενος που βρήκε την πίστη στη ζωή του και την καταγράφει μέσα από το έργο του. Έχει μεταφράσει τον Μέγα Αθανάσιο στα αγγλικά και ο αγώνας του ήταν, εκτός από την λογοτεχνική έκφραση, να αφυπνίσει τον αναγνωστικό του κοινό σε μια αναζήτηση της όντως Αλήθειας, που περνά μέσα από την πίστη στον Χριστό.

                Οι εκδόσεις ΙΩΝΑΣ, στην πραγματικότητα έργο και έμπνευση του μακαριστού Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου, έχουν μεταφράσει στα ελληνικά κάποια βιβλία του Lewis. Διαβάσαμε πρόσφατα τα «31 γράμματα από την κόλαση  και μια πρόποση σε διαβολικό τραπέζι» (πρωτότυπος τίτλος “The Screwtape Letters”, γραμμένο το 1941, στην αποκορύφωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), το οποίο μετέφρασε ο Αλέξανδρος Δάσκαλος και κυκλοφορήθηκε το 2019. Το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Ο Lewis χρησιμοποιεί τον Screwtape ως ένα φερέφωνο του διαβόλου, ο οποίος στέλνει γράμματα στον Άψινθο, έναν νεαρό δαίμονα, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να χαράξει στρατηγικές προκειμένου να φέρει στην κόλαση ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν στον Χριστό (τον «Εχθρό», όπως  τον αποκαλεί), αλλά είναι ευάλωτοι στους πειρασμούς. Ίσως για κάποιον «πνευματικό» άνθρωπο αυτή η θέαση να φανεί αποκρουστική. Όμως θα λέγαμε ότι στην πραγματικότητα αποτυπώνει τα τεχνάσματα του διαβόλου στην εποχή μας, όπως και σε κάθε εποχή, προκειμένου να απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και να τον ελκύσει στην οδό της κόλασης, δηλαδή της αυτοθέωσης, παραπλανώντας τον συχνά ότι είναι καλά. Θα λέγαμε ότι μέσα από τα γράμματά του ο Lewisμάς δείχνει πόσο εύκολα αυταπατόμαστε ότι είμαστε καλοί χριστιανοί και σωστοί άνθρωποι, ενώ είμαστε μακριά από τον Χριστό, πίνοντας ένα κρασί, που ο συγγραφέας αποκαλεί «Φαρισαϊκό».

                Καταγράφουμε κάποιες θέσεις του συγγραφέα, που θεωρούμε συγκλονιστικές για όποιον επιθυμεί να ζήσει αληθινή πνευματική ζωή.

                «Υπάρχουν δύο ισοδύναμα και αντίθετα λάθη που εμείς οι άνθρωποι κάνουμε συχνά σχετικά με τους διαβόλους. Το ένα είναι να μην πιστεύουμε στην ύπαρξή τους. Το άλλο είναι να πιστεύουμε μεν αλλά να αισθανόμαστε ένα υπερβολικό και άρρωστο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Οι ίδιοι οι διάβολοι είναι πανευτυχείς και με τα δύο λάθη και καλωσορίζουν με την ίδια χαρά τον υλιστή όσο και έναν μάγο» (σ. 17). Αν μιλήσετε με εφήβους, θα σας πούνε ότι ο σατανισμός τους προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον, όπως και η μαγεία. Αν μιλήσετε με ενήλικες, θα σας πούνε οι περισσότεροι ότι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος.  

                «Φαίνεται πως πιστεύεις ότι ο κατάλληλος τρόπος για να τον κρατήσεις μακριά από τα νύχια του Εχθρού είναι η επιχειρηματολογία. Αυτό ίσως να ήταν αλήθεια αν ζούσε λίγους αιώνες πριν. Τότε οι άνθρωποι γνώριζαν ακόμα καλά πότε κάτι αποδεικνύεται και πότε όχι. Επέμεναν να συνδέουν την σκέψη με τη πράξη και ήταν έτοιμοι να αλλάξουν τον τρόπος ζωής τους εξαιτίας ενός αλυσιδωτού λογικού συλλογισμού. Όμως χάρη στον εβδομαδιαίο τύπο και σε άλλα παρόμοια όπλα αλλάξαμε άρδην αυτό το φαινόμενο. Ο ασθενής σου έχει συνηθίσει, από τα γεννοφάσκια του, να χορεύουν μέσα στο μυαλό του δεκάδες ασυμβίβαστες φιλοσοφίες. Δεν κρίνει πλέον μια διδασκαλία κυρίως ως αληθινή ή ψευδή, αλλά ως ακαδημαϊκή ή πρακτική, ξεπερασμένη ή σύγχρονη, συμβατική ή ανελέητη. Ο καλύτερος βοηθός σου να τον κρατήσεις μακριά από την Εκκλησία είναι οι ασυναρτησίες και όχι τα επιχειρήματα. Μην χαραμίζεις τον χρόνο σου προσπαθώντας να τον πείσεις ότι ο υλισμός είναι αλήθεια! Κάνε τον να νομίζει ότι ο υλισμός είναι μια δυναμική ή ψυχρή φιλοσοφία. Πως είναι η φιλοσοφία του μέλλοντος. Αυτό είναι που τον ενδιαφέρει» (σ. 19). Ο συγγραφέας γράφει προφητικά για την εποχή του Διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, στην οποία η αλήθεια δεν ενδιαφέρει τους πολλούς, αλλά μόνο η προσωπική άποψη και η χρησιμότητα. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζήσουμε εκτός της εποχής μας, αλλά να ξαναβρούμε τη δίψα για Αλήθεια. Για μας η Αλήθεια είναι ο Χριστός. Χρειάζεται να ξαναβρούμε την επιχειρηματολογία, δηλαδή να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να είμαστε καταναλωτές πληροφοριών. Και συνεχίζει ο Lewis: «αν θέλει ο ασθενής σου να ανακατευτεί με την επιστήμη, οδήγησέ τον προς τα οικονομικά και την κοινωνιολογία…όμως το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να μην τον αφήσεις να διαβάσει καθόλου επιστήμη» (σ.22). Η επιστήμη βοηθά τον άνθρωπο να σκεφτεί. Αυτός που την απορρίπτει, δεν οδηγείται στην πίστη, όπως δυστυχώς αρκετοί και εξ ημών των χριστιανών νομίζουν, αλλά στην ακρισία και στον φανατισμό.

                «Υιοί είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Εχθρός (δηλαδή ο Χριστός ως εχθρός του διαβόλου). Επιθυμώντας την ελευθερία των πλασμάτων του, αρνείται να τους μεταφέρει, μόνο λόγω των συναισθημάτων ή των συνηθειών τους, σε οποιονδήποτε από τους στόχους που τους θέτει. Τους αφήνει να περπατήσουν μόνοι τους. Εδώ βρίσκεται η δική μας ευκαιρία. Ωστόσο, να θυμάσαι πως εδώ είναι και ο κίνδυνος. Αν ξεπεράσουν αυτή την πνευματική ξηρασία επιτυχώς, θα γίνουν λιγότερο εξαρτώμενοι από τα συναισθήματα και επομένως πολύ ανθεκτικότεροι στους πειρασμούς» (σ. 25). Η πίστη, μας λέει ο Lewis, μας κάνει να περπατάμε μόνοι μας στη ζωή ελεύθερα. Δεν μας εξαρτά από συναισθήματα, αλλά ας δίνει στιβαρότητα μέσα στον κόπο να την κρατήσουμε. Αυτή είναι η οδός του Χριστού. Η οδός της απόφασης, όχι των έτοιμων λύσεων και των βεβαιοτήτων. Αυτός που πιστεύει, αντέχει στους πειρασμούς, διότι δεν καταβάλλεται από τα συναισθήματα, της αδικίας, της σιωπής του Θεού, της απογοήτευσης, αλλά βλέπει πιο πέρα, βλέπει την ελευθερία που ο Χριστός μας δίνει, να Τον ακολουθήσουμε επειδή το θέλουμε πραγματικά και όχι για να βολευτούμε.

                «Όπως και να ‘ χει, πάντα θα υπάρχει κάποια καλοσύνη, όπως και κάποια κακία στην ψυχή του ασθενή σου. Ο σκοπός είναι να κατευθύνεις την κακία του στους άμεσους συνανθρώπους του που συναντά κάθε μέρα και να εξωθήσεις την καλοσύνη του στην απόμακρη περιφέρεια σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει προσωπικά. Η κακία επομένως γίνεται πλήρως αληθινή και η καλοσύνη του τελείως εικονική» (σ. 41). Η χριστιανική ζωή φαίνεται στους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε, η καλοσύνη και η κακία άμεσα τους συμπεριλαμβάνει. Δεν είναι θεωρία η πίστη, αλλά πράξη. Δεν αρκεί να διαπνέεσαι από ανθρωπιστικές ιδέες, όταν η αγάπη, η ταπείνωση, η συγχωρητικότητα, η προσφορά δεν δίνονται από σένα στους ανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχεις.

                «Δεν ξέχασα την υπόσχεσή μου να σε συμβουλέψω αν πρέπει να μετατρέψουμε τον ασθενή σε ένα εξτρεμιστή πατριώτη ή σε ένα εξτρεμιστή ειρηνιστή. Όλα τα άκρα, εκτός βέβαια από την πλήρη παράδοση στον Εχθρό, πρέπει να ενθαρρύνονται. Όχι πάντα όμως. Μόνο στην τωρινή περίοδο. Κάποιες εποχές είναι χλιαρές και ήρεμες, και τότε σκοπός μας είναι να τις χαλαρώσουμε ακόμα πιο γρήγορα μουδιάζοντας τους πάντες. Άλλες εποχές, σα και η τωρινή, είναι ανισόρροπες και επιρρεπείς στις φατρίες. Σκοπός μας είναι να υποδαυλίσουμε την δημιουργία τέτοιων ομάδων. Κάθε μικρή παρέα, που δένεται από κάποιο κοινό ενδιαφέρον για το οποίο άλλοι άνθρωποι δυσανασχετούν ή αδιαφορούν, τείνει να αναπτύξει εσωτερικά ένα θερμοκήπιο αμοιβαίου θαυμασμού και προς τον έξω κόσμο μια μεγάλη δόση περηφάνιας και μίσους. Η παρέα απολαμβάνει αναίσχυντα το αίσθημα της περηφάνιας και του μίσους, αφού η αιτία αυτών των φαινομένων  είναι ο Σκοπός, δηλαδή κάτι απρόσωπο. Ακόμα και όταν η μικρή ομάδα ιδρύεται για την υπηρεσία του Εχθρού, αυτό παραμένει γεγονός. Θέλουμε μια μικρή Εκκλησία όχι μόνο για να γνωρίσουν λιγότεροι άνθρωποι τον Εχθρό, αλλά και όσοι τελικά το καταφέρουν να έχουν αποκτήσει  τον ανήσυχο δυναμισμό και την υπεραμυνόμενη αυτοδικαίωση μιας μυστικής κοινωνίας ή μιας κλίκας» (σελ. 44). Ο Lewis μας περιγράφει τον τρόπο ίδρυση φονταμενταλιστικών ομάδων, οι οποίες είναι υπερήφανες για το ότι είναι  οι αυθεντικοί χριστιανοί και μισούν όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους, ως προδότες. Ο Lewis επισημαίνει ότι αυτός ο τρόπος είναι ο διχασμός του διαβόλου και η διάσπαση της ενότητας στην Εκκλησία, καθώς οι φονταμενταλιστές ζούνε για την αυτοδικαίωσή τους, απομακρύνοντας ευρύτερα στρώματα ανθρώπων από την πίστη στο όνομα της δικής τους καθαρότητας.

                «Μην ξεχνάς πως το μόνο που έχει σημασία είναι ο βαθμός που καταφέρνεις να χωρίσεις τον άνθρωπο από τον Εχθρό. Δεν έχει σημασία πόσο μικρές είναι οι αμαρτίες, αρκεί το αθροιστικό αποτέλεσμά τους να είναι πως αποτραβούν τον άνθρωπο μακριά από το Φως και τον βυθίζουν μέσα στο Τίποτα»  (σε. 66). Η μεγαλύτερη παγίδα του διαβόλου είναι να πείθει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει αμαρτία και ότι δεν έχει ανάγκη μετάνοιας.

                «Όταν ο Εχθρός λέει πως θέλει να χάσουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους, εννοεί απλά να εγκαταλείψουν την ανταρσία του ιδίου θελήματος. Μόλις το κάνουν αυτό, πράγματι τους επιστρέφει όλη την προσωπικότητά τους και καγχάζει (ειλικρινώς φοβάμαι) πως όταν είναι ολοκληρωτικά δικοί Του, θα είναι πιο πολύ οι εαυτοί τους από ποτέ» (σελ. 69). Ο Lewis επισημαίνει έναν κόσμο αυτοθέωσης, στον οποίο το ίδιον θέλημα είναι το παν. Ο Χριστός όμως ζητά την αγάπη, δηλαδή την υπέρβαση του θελήματος, και δίνει στον άνθρωπο το παν.

                «Μην τον αφήσεις να δει ότι Ταπείνωση σημαίνει να ξεχάσω τον εαυτό μου αλλά κάνε τον να νομίζει ότι είναι ένα είδος γνώμης (κυρίως αρνητικής γνώμης) που πρέπει να έχει για τα ταλέντα και τον χαρακτήρα του» (σελ. 72). Ο Lewis τονίζει ότι δεν είναι ταπείνωση να νομίζεις ότι δεν αξίζεις, ότι δεν έχεις χαρίσματα ή τα χαρίσματά σου είναι τίποτα, αλλά ταπείνωση είναι να ξεχνάς τον εαυτό σου και να ανοίγεσαι στον πλησίον, να χρησιμοποιείς δηλαδή τα τάλαντά σου με αγάπη.

                «Έργο μας είναι να απομακρύνουμε τους ανθρώπους και από την αιωνιότητα και από το Παρόν. Προς αυτή την κατεύθυνση, κάποιες φορές καθοδηγούμε έναν άνθρωπο (για παράδειγμα μια χήρα ή έναν διανοούμενο) να ζήσει στο Παρελθόν» (σελ. 75). Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη πληγή ημών των ορθοδόξων. Βλέπουμε συνήθως προς ένα εξιδανικευμένο χθες και αρνούμαστε να καταθέσουμε την μαρτυρία της αγάπης, της ανάστασης, της αλήθειας στο σήμερα, με σκοπό να ζήσουμε την αιωνιότητα από το τώρα.

                «Η αναζήτηση για μια κατάλληλη εκκλησία κάνει τον άνθρωπο να δρα κριτικά όταν ο Εχθρός περιμένει από αυτόν να είναι μαθητής. Αυτό που Εκείνος θέλει από έναν απλό πιστό στην εκκλησία είναι μια συμπεριφορά που μπορεί μεν να είναι κριτική υπό την έννοια της απόρριψης οτιδήποτε ψεύτικου ή άχρηστου, αλλά η οποία συνάμα  είναι εντελώς άκριτη, με την έννοια ότι δεν αξιολογεί, δεν ξοδεύει τον χρόνο του ανθρώπου στο να σκέφτεται τι απορρίπτει, αλλά τον αφήνει, χωρίς να σχολιάζει, ανοικτό στη γαλούχηση που του προσφέρεται" (σσ. 79-80). Ο Lewis επισημαίνει αυτό που μας λείπει και όχι μόνο στην Εκκλησία: το πνεύμα της μαθητείας, που μαρτυρεί ταπείνωση. Τα γνωρίζουμε όλα, έχουμε άποψη για όλα και απορρίπτουμε όποιους δεν είναι στη γραμμή που εμείς θέλουμε, ενώ από όλους μπορούμε να πάρουμε κάτι.

                «Στην άλλη εκκλησία έχουμε τον πατέρα Σπάικ. Οι άνθρωποι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν το εύρος των απόψεών του. Την μια μέρα είναι σχεδόν κομμουνιστής και την επόμενη δεν απέχει πολύ από ένα είδος θεοκρατικού φασισμού. Την μια μέρα είνααι σχολαστικός και την επόμενη είναι έτοιμος να αρνηθεί εξ ολοκλήρου την ανθρώπινη λογική. Την μια μέρα ανακατεύεται με τα πολιτικά και την επόμενη διακηρύττει ότι όλες οι χώρες αυτού του κόσμου εξίσου υπό την κρίση του Θεού. Εμείς, βέβαια, βλέπουμε τον συνδετικό κρίκο σε όλα αυτά. Είναι το Μίσος. ….Υπάρχει επίσης μια πολλά υποσχόμενη φλέβα ανειλικρίνειας σε αυτόν. Τον μαθαίνουμε να λέει η διδασκαλία της εκκλησίας είναι, όταν στην πραγματικότητα εννοεί είμαι σχεδόν βέβαιος ότι διάβασα πρόσφατα στον Maritain ή σε κάποιον συγγραφέα αυτού του είδους. Ωστόσο, πρέπει  να σε προειδοποιήσω ότι έχει ένα θανάσιμο μειονέκτημα. Πιστεύει ειλικρινά. Και αυτό μπορεί να καταστρέψει τα πάντα» (σελ. 81). Εδώ έγκειται η περιγραφή από τον Lewisτης σύγχυσης που διέπει τους χριστιανούς, όταν προσπαθούν να ανακατεύουν την πίστη με την πολιτική, στην πραγματικότητα όμως είναι ελλιπής η αγάπη ως βάση της πορείας τους, τότε το Μίσος για τον κόσμο που δεν είναι όπως τον θέλουν ή για κάποιους ανθρώπους, οδηγεί σε απόλυτη σύγχυση. Από την μία οι αριστερές τοποθετήσεις και από την άλλη μία αίσθηση Θεοκρατίας, που δεν αφήνει τους ανθρώπους να νιώσουν αυτό που η εικόνα του Θεού περιλαμβάνει: την ελευθερία. Να σώσουμε με το ζόρι τον κόσμο. Να τον κάνουμε όπως θέλουμε εμείς. Η ελπίδα όμως για τους ανθρώπους αυτούς είναι ότι έχουν πίστη μέσα τους. Μπορεί να έρθει η φώτιση.

                «Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μας ήταν το να νεκρώσουμε την ανθρώπινη συνείδηση  συγκεντρώνοντας όλες μας τις προσπάθειες στην λαιμαργία της Απόλαυσης και όχι στην λαιμαργία της Υπερβολής» (σελ. 83). Ο Lewis κάνει την εξαιρετική παρατήρηση ότι ο πολιτισμός μας μπορεί να στηρίζεται στην αφθονία αγαθών, πληροφοριών, επιλογών, στην πραγματικότητα όμως δεν μας αφήνει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά αποσκοπούν στην Απόλαυση και  ότι αν δεν απολαμβάνουμε έστω και λίγο, «παράγουμε γκρίνια, ανυπομονησία, αφιλανθρωπία  και αυτοαπασχόληση» (σελ. 83). Παγιδευμένοι σε μία μη πλήρη αντίληψη περί εγκράτειας, θεωρούμε για παράδειγμα ότι νηστεύουμε αλλάζοντας διατροφή, ενώ στην πραγματικότητα εξακολουθούμε να στοχεύουμε στην ηδονή της τροφής. Κριτικάρουμε αυτούς που έχουν πολλά γιατί θέλουμε κατά βάθος να είμαστε στη θέση τους, καθότι νομίζουμε ότι όποιος έχει πολλά απολαμβάνει.

                «Αν, όπως σου απέδειξα, όλα τα άτομα είναι από την ίδια τους την φύση ανταγωνιστικά, και επομένως η ιδέα της Αγάπης που προβάλλει ο Εχθρός έρχεται σε αντίθεση με αυτούς τους όρους, τότε τι συμβαίνει με την επαναλαμβανόμενη προειδοποίησή μου ότι  Εκείνος αγαπάει αλήθεια τα ανθρώπινα παράσιτα και επιθυμεί την ελευθερία τους και την αιώνια ύπαρξή τους;» (σελ. 91). Η αγάπη του Θεού δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ελευθερία. Ο άνθρωπος δεν σώζεται διά της βίας, ούτε πρέπει να του επιβάλλεται η πίστη διά της βίας. Κι αυτό έχει να κάνει και με την κοινωνία. Δεν μπορούμε να ζητούμε όλοι να ακολουθούν τα δόγματά μας και τον τρόπο ζωής μας, αν δεν το επιθυμούμε. Χρειάζεται όμως να δούμε τη ζωή διαφορετικά και τη θέση μας μέσα στην κοινωνία διαφορετικά. Αν θεωρούμε ότι ο κόσμος μάς καταπιέζει, είναι γιατί ο κόσμος δεν πορεύεται κατά Χριστόν. Και όσο δεν πορεύεται έτσι, ο νόμος θα έχει δίκια και άδικα.

                «Το αίσθημα της κτήσης γενικότερα πάντα πρέπει να ενθαρρύνεται» (σελ. 101). Αυτό είναι το μότο του πολιτισμού μας: τα κεκτημένα.

                «Μουσική και σιωπή, πόσο τα απεχθάνομαι και τα δυο! Πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε που, από τότε που ο Πατέρας μας μπήκε στην Κόλαση- αν και αυτό συνέβη τόσο παλιά που οι άνθρωποι ούτε να το εκφράσουν μπορούν- ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό της κόλασης και ούτε μια στιγμή Κολασμένου χρόνου δεν παραδόθηκε σε καμιά από τις δύο αυτές απαίσιες δυνάμεις. Αντιθέτως, παντού επικράτησε ο Θόρυβος, ο μέγας δυναμισμός,  η έκφραση όλων εκείνων που είναι θριαμβευτικά, αδυσώπητα και αρρενωπά. Ο Θόρυβος που από μόνος του είναι ικανός να μας προστατέψει από ανόητες τύχεις, ενδοιασμούς απόγνωσης και αδύνατες επιθυμίες. Θα μετατρέψουμε  όλο το σύμπαν σε ένα θόρυβο στο τέλος. Ήδη έχουμε κάνει αλματώδη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση όσον αφορά την Γη. Οι μελωδίες και η σιωπή του Παραδείσου θα εξαφανιστούν στο τέλος» (σελ. 107). Ο θόρυβος, πόσο μας ταλαιπωρεί στη ζωή. Και πόσο τον υπηρετούμε, φωνάζοντας δυνατά όταν μιλάμε, όταν βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, φωνάζοντας στο Διαδίκτυο, για να ακουστούμε. Ο θόρυβος στα club και στα πάρτι. Ακόμη και στην εκκλησία, τα μεγάφωνα παράγουν θόρυβο και ένταση, ώστε να χάνεται η γλυκύτητα της μουσικής κι εκείνη η ταπεινή σιωπή της προσευχής. Αιτία του θορύβου η αυτοπροβολή, η δόξα, η υπερηφάνεια, τρόπος δαιμονικός.

                «Πίστεψε στον χριστιανισμό, όχι γιατί είναι η αλήθεια, αλλά για κάποιο άλλο λόγο. Έτσι παίζεται το παιχνίδι» (σελ. 113). Ο αγώνας μας να γίνουμε χρήσιμοι, να αποδείξουμε τη χρησιμότητά μας, όχι γιατί ακολουθούμε τον Χριστό ως την Αλήθεια.

                «Με αυτόν τον τρόπο, με το να ενισχύουμε τον φόβο για το Τετριμμένο, καταστήσαμε πρόσφατα τις Τέχνες, λόγου χάρη, λιγότερο επικίνδυνες για εμάς από ό,τι ίσως ήτανε ποτέ. Οι καλλιτέχνες καθημερινά επιδίδονται σε όλο και πιο καινοτόμες υπερβολές λαγνείας, παραλογισμού, σκληρότητας και υπερηφάνειας. Τέλος, η επιθυμία για καινοτομία είναι πολύτιμη στο να παράγουμε Μόδες ή Τάσεις… Ο Εχθρός λατρεύει τις κοινοτοπίες. Σχετικά με μια συγκεκριμένη ενέργεια Εκείνος θέλει τους ανθρώπους, στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω, να διερωτώνται με απλό λογισμό. Είναι σωστό; Είναι φρόνιμο; Είναι δυνατό; Όλα αυτά θα τα ξεχάσουν αν καταφέρουμε να τους κατευθύνουμε να διερωτώνται τα εξής: Είναι σύμφωνο με το γενικότερο ρεύμα της εποχής; Είναι προοδευτικό ή αντιδραστικό; Είναι προς την κατεύθυνση που πηγαίνει η Ιστορία;» (σσ. 121-122). Ο Lewis προφητεύει έναν πολιτισμό που ζούμε στον καιρό μας: αντί να γαληνεύουμε διά της τέχνης εξαγριωνόμαστε. Αντί να νικιέται το κακό, αυτό αναπαρίσταται με κάθε δυνατή μορφή. Κι αντί να συζητάμε για κάτι αν είναι σωστό, φρόνιμο και εφικτό, συζητάμε μόνο στην προοπτική του μοντέρνου και του προοδευτικού και μην τυχόν και απομονωθούμε από την τάση της εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και σε μας τους χριστιανούς, όταν καταργούμε την κοινή λογική και βλέπουμε παντού φοβικές καταστάσεις.

                «Ένας λογικός άνθρωπος είπε κάποτε: αν οι άνθρωποι γνώριζαν πόσα δεινά προκαλούνται από την αφιλαυτία, δεν θα την κήρυτταν τόσο συχνά από τον άμβωνα. Επίσης είπε: είναι ο τύπος της γυναίκας που ζει για τους άλλους. Μπορεί να το διακρίνει κανείς από το κυνηγημένο βλέμμα που έχουν όσοι είναι τριγύρω της» (σελ. 128). Εδώ ο Lewis αποδομεί την χριστιανική αντίληψη ότι θα σε σώσω θες δεν θες. Ότι θα σε καταπιέσω, θα σε υπερπροστατέψω για το καλό σου, επειδή εγώ αγαπώ μόνο εσένα και καθόλου τον εαυτό μου. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο συμβαίνει. Αν θέλω να ζήσω μέσα από σένα, τότε ούτε εγώ θα ζήσω ούτε εσένα θα σε αφήσω ελεύθερο. Και δεν είναι αληθινή φιλανθρωπία, με την έννοια ότι δεν αγαπάς τελικά τον άλλον, αλλά τον εαυτό σου.

                «Το θάρρος δεν είναι απλά μία από τις αρετές, αλλά η μορφή κάθε αρετής στο σημείο της δοκιμασίας, που σημαίνει στο σημείο της ύψιστης ποιότητας» (σελ. 143). Βαθιά φιλοσοφημένη θέση. Καμία αρετή δεν μας βοηθά αν δεν μας καθιστά θαρραλέους στα δύσκολα. Να μην κάνουμε πίσω όταν έρχεται η ώρα να δοκιμαστεί η αρετή μας. Αν δεν επιμένουμε.

                «Να κάνεις ό,τι και οι άλλοι». «Είμαι εξίσου καλός με σένα». Με αυτά τα δύο συνθήματα, λέει ο Lewis, ο διάβολος καταφέρνει να πείσει τους ανθρώπους  ότι πρέπει να ζούνε σε ένα πολίτευμα Δημοκρατίας, όχι όμως κατά τα πρότυπα της αθηναϊκής δημοκρατίας ή της Αριστοτελικής Πολιτείας, αλλά σε ένα κράτος το οποίο θα στηρίζεται  στο εξής εκπαιδευτικό σύστημα: «Οι ανόητοι και οι αργόσχολοι δεν πρέπει να αισθάνονται κατώτεροι των έξυπνων και εργατικών μαθητών. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδημοκρατικό. Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους μαθητές, μιας και είναι προφανέστατα και πέραν πάσης αμφιβολίας προσωπικές διαφορές, πρέπει να συγκαλυφτούν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε διάφορα επίπεδα. Στα πανεπιστήμια, οι εξετάσεις πρέπει να δομηθούν έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να παίρνουν καλούς βαθμούς. Οι εισαγωγικές εξετάσεις πρέπει να δομηθούν έτσι ώστε όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι πολίτες να μπορούν να εισέρχονται στα πανεπιστήμια, είτε έχουν την δυνατότητα, ή την επιθυμία, να πάρουν κάτι από την ανώτατη εκπαίδευση είτε όχι. Στα σχολεία…ο λαμπρός μαθητής παραμένει δημοκρατικά περιορισμένος στην αντίστοιχη τάξη της ηλικίας του καθόλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Είναι πιθανό να υπάρξει ακόμα κι ένα πιο δραστικό σχήμα. Όσα παιδιά είναι ικανά να προχωρήσουν σε μια επόμενη τάξη μπορούν να καθυστερούνται τεχνητά, με τη δικαιολογία πως τα υπόλοιπα παιδιά μπορεί να αποκτήσουν κάποιο τραύμα (μα τον Βεελζεβούλ τι χρήσιμη λέξη!) αν ξεμείνουν πίσω»  (σσ. 177-178). Άλλωστε, «όπως πολύ εύστοχα είπε πρόσφατα ένας Άγγλος πολιτικός, η δημοκρατία δεν θέλει σπουδαίους άντρες» (σελ. 179). Φυσικά, όλη αυτή η νοοτροπία δεν έχει σχέση με τη δημοκρατία της Αθήνας του Περικλή, η οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά γιατί δεν προάγεται στη ζωή μας, στην παιδεία, στην πολιτική, στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και στην Εκκλησία, ενώ η λογική του ότι δεν έχουμε καμία διαφορά μεταξύ μας και ότι αν επιχειρήσω να κάνω κάτι διαφορετικό από τους άλλους, θα πρέπει να περιθωριοποιηθώ, διότι είμαι επικίνδυνος για το σύστημα της μετριοκρατίας, είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, με έμφαση στην κριτική απόρριψη της αριστείας.

                Σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα το βιβλίο αυτό, το οποίο γίνεται κόλαφος για την κοινωνία και τον πολιτισμό που οικοδομούμε σε δαιμονικές προοπτικές, αλλά και ευκαιρία αφύπνισης σε όσους από εμάς δεν θέλουμε η πίστη να γίνεται θρησκεία, σύστημα δηλαδή που βολεύει, τυποποιεί και στηρίζεται στην φοβικότητα και το φονταμενταλιστικό άγχος, αρνούμενη στην πράξη τη σχέση με τον Χριστό της αγάπης και της ελευθερίας.  Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο που το μετέφρασε και το κυκλοφόρησε! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

9 Ιουνίου 2025

6/7/25

ΠΩΣ ΗΜΕΙΣ ΑΚΟΥΟΜΕΝ ΕΚΑΣΤΟΣ ΤΗ ΙΔΙΑ ΔΙΑΛΕΚΤΩ; 


 «Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν;» (Πράξ. 2, 8)

«Μὰ αὐτοὶ ὅλοι ποὺ μιλᾶνε δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλᾶνε στὴ δική μας μητρικὴ γλώσσα;». 

            Εορτάζουμε την Πεντηκοστή. Στην ιουδαϊκή παράδοση ήταν η ανάμνηση της κίνησης του Θεού να δώσει τον Δεκάλογο στον Μωυσή και στους Ιουδαίους, ώστε να ρυθμίζονται οι σχέσεις με τον Θεό και μεταξύ τους σε επίπεδο αυθεντίας. Αφού ο Θεός έτσι θέλει, έτσι πρέπει και οι άνθρωποι να πορεύονται. Στην χριστιανική παράδοση δεν έχουμε στην Πεντηκοστή τη δωρεά κάποιων εντολών, αλλά εορτάζουμε την φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, το οποίο αποστέλλει ο Χριστός ως παράκλητο στον κόσμο, για να παρηγορήσει αυτούς που πιστεύουν στον Χριστό για το ότι ο Κύριος δεν είναι με το σώμα Του παρών στη ζωή τους. Το Άγιο Πνεύμα συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Με την παρουσία Του κάνει τον άνθρωπο να μετέχει στον σταυρό, στην ταφή και στην ανάσταση του Χριστού κατά τη στιγμή του βαπτίσματος. Να μετέχει στο τρισσόν αξίωμα του Κυρίου, το βασιλικό, το ιερατικό  και το προφητικό, κατά την ώρα του Χρίσματος. Να νιώθει την πατρότητα που συγχωρεί κατά την ώρα της εξομολόγησης. Να ευλογείται για να έχει οικογένεια κατά την ώρα του γάμου και να παλέψει να κρατήσει την αγάπη για τον σύζυγο ή τη σύζυγό του ως αφετηρία για να γίνει ο τρόπος της αγάπης τρόπος της σύνολης ζωής. Να μετέχει στο μυστήριο του ευχελαίου στην αγιαστική χάρη που λυτρώνει την ψυχή και το σώμα από τις συνέπειες των αμαρτιών και να νιώθει ότι το έλεος του Θεού  τον καταδιώκει πάσας τας ημέρας της ζωής του. Να γίνεται διάκονος των πάντων με το μυστήριο της ιερωσύνης και, ταυτόχρονα, ύπαρξη ευγνωμονούσα. Να μετέχει στο σώμα και στο αίμα του Χριστού, καθιστώντας τον Χριστό κατοικούνται στην καρδιά και σ’  όλη την ύπαρξή του στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Όλα αυτά και η αγιότητα συνολικά ως ευλογία για την ύπαρξη που δεν θα πεθάνει όταν πεθάνει, αλλά θα ζει σε κοινωνία με τον Χριστό είναι σημεία της φανέρωσης του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία.

            Σημείο της φανέρωσης στην Πεντηκοστή είναι ότι οι άνθρωποι που έρχονται να δούνε τι συνέβη στο υπερώο, έχοντας ακούσει τον δυνατό ήχο, σαν σεισμό, που συνόδευσε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, ζούνε το εξής ανερμήνευτο για τη λογική θαύμα: ακούνε τους αποστόλους να τους μιλούνε στη γλώσσα που οι ίδιοι μιλούνε, χωρίς οι απόστολοι να γνωρίζουν τη γλώσσα τους. Και αυτό είναι σημείο του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις παραμερίζει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και τους ενώνει σε μια νέα γλώσσα: αυτή της πίστης στον Χριστό, της αγάπης, της ανάστασης, της συνάντησης στην Εκκλησία. Δεν είναι Βαβέλ πλέον ο κόσμος, σύγχυση, όπου αποθεώνεται η διαφορετικότητα και, ταυτόχρονα, ο καθένας πορεύεται χωρίς να συνυπάρχει με τον άλλον, αλλά εξουσιάζοντας τον άλλον και εξουσιαζόμενος από εκείνον. Είναι Εκκλησία ο κόσμος, όπου ο καθένας συναντά τον άλλον ως πλησίον, ως αδελφό του, ως εικόνα Θεού, χωρίς να καταργούνται οι διαφορές, αλλά και χωρίς να είναι τα ειδοποιά στοιχεία της ύπαρξης. Τώρα προτεραιότητα έχει ό,τι μας ενώνει: η εικόνα του Θεού, η χάρις, ο αγιασμός, η αγάπη, η πίστη στον Χριστό. Και η γλώσσα γίνεται αντιληπτή.

            Από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετά ο κόσμος άλλαξε. Το μήνυμα του Ευαγγελίου, η παρουσία του Χριστού, η αναγωγή στον Πατέρα, η χάρις του Αγίου Πνεύματος καλεί τους ανθρώπους σε μία διαρκή συνάντηση εν τη Εκκλησία, εν τοις μυστηρίοις, με προϋπόθεση την πίστη, με επίγνωση ότι όποιοι κι αν είμαστε, κληθήκαμε να πορευόμαστε προς την ενότητα της  αγάπης, χωρίς να συμβιβαζόμαστε με το ψέμα, χωρίς να υποκύπτουμε στο κοσμικό πνεύμα, αλλά και χωρίς να βλέπουμε τους πάντες ως εχθρούς. Με την αμαρτία πρέπει να είμαστε ασυμβίβαστοι, όχι με τη ζωή. Και να νιώθουμε τον Χριστό παρόντα, ώστε να αντέχουμε στις δοκιμασίες, αλλά και να επιδιώκουμε τη χάρη του Πνεύματος, ώστε να παρηγοριόμαστε για όσα μας κάνουν να λυπόμαστε, χωρίς όμως να νικιόμαστε.

            Χρόνια πολλά! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

8 Ιουνίου 2025

Κυριακή της Πεντηκοστής

6/3/25

ΤΑ ΒΑΡΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

Είπε ο αββάς Σερίνος: «Πέρασα τον καιρό μου θερίζοντας, ράβοντας, πλέκοντας. Και παρ’ όλα αυτά, αν το χέρι του Θεού δεν με χόρταινε, δεν θα μπορούσα να χορτάσω» (Από το «Γεροντικό»)

Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι χριστιανοί νιώθουμε έντονη την εξάρτηση από τα βάρη της ζωής. Ανεξαρτήτως ηλικίας, οι υποθέσεις, οι μέριμνες, οι στόχοι μας είναι στον παρόντα κόσμο και χρόνο. Η καθημερινότητά μας είναι έτσι δομημένη και από εμάς τους ίδιους, αλλά και από τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, με αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε το πρόγραμμα που έχουμε μπροστά μας και ο νους μας να βαραίνει. Κι εκεί όπου υπήρχε η δυνατότητα να έχουμε και την επιλογή της εξόδου από το εγώ και από τις έγνοιες, η εποχή μας μάς έχει προμηθεύσει με τον διαδικτυακό κόσμο, ως υποκατάστατο της τυχόν πλήξης, της τυχόν αναζήτησης νοήματος στις σχέσεις μας. Έτσι, σταδιακά υποδουλωνόμαστε στην ευκαιρία να είμαστε μόνοι μας και περιεργαζόμενοι την εικονική πραγματικότητα και ζωή.

Τρεφόμαστε από τα βάρη. Μας δίνουν μια σχετική ευχαρίστηση. Νιώθουμε ότι χάρις σ’ αυτά η ζωή έχει ένα νόημα. Αγχωνόμαστε. Παλεύουμε σαν να εξαρτώνται όλα από εμάς. Επικρίνουμε όσους στέκονται εμπόδιο είτε πραγματικό είτε στη φαντασία μας, διότι δεν είναι όπως τους θέλουμε ή θεωρούμε ότι μας υποβλέπουν. Και απολαμβάνουμε διά του εαυτού μας έναν πολιτισμό, ο οποίος έχει κατά βάθος μία μηδενιστική προσέγγιση της ζωής μετά θάνατον, ώστε να μένουμε στην αντίληψη ότι όλα είναι εδώ.

Αυτό έχει ως συνέπεια να μη νοιαζόμαστε για τον κόσμο ευρύτερα. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλήθεια, η αγάπη που εψύγη δεν μας αγγίζουν. Απέναντι στον πλησίον μας αρκούμαστε σε μία βοήθεια. Και όλα έχουν να κάνουν με μας, με  το δίκιο μας, με την εικόνα μας. Μ’ αυτή τη νοοτροπία πορεύονται τα παιδιά μας, τα οποία τα υπερπροστατεύουμε και πάντοτε τα δικαιολογούμε, καθότι στο πρόσωπό τους θεραπεύουμε τις τύψεις μας για τα όσα δεν είμαστε, για τα όσα πράττουμε, για τα όσα δεν αντέχουμε. Εκείνα να είναι οι βασιλιάδες. Εκείνα να κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αφού η δική μας ευχαρίστηση είναι σχετική και λίγη στους συμβιβασμούς της ζωής.  Δεν νιώθουμε όμως ότι με αυτόν τον τρόπο δεν τα βοηθούμε να προχωρήσουν αυθεντικά στη ζωή. Να καταλάβουν ότι το νόημά της είναι η αγάπη και όχι μία  γκρινιάρικη απαίτηση ότι όλα πρέπει να είναι δικά τους.

Ο ασκητικός λόγος της Εκκλησίας είναι απόσταγμα εμπειρίας ζωής. Χορταίνουμε από το χέρι του Θεού. Αυτός μεριμνά και προνοεί. Όσο κι αν τα βάρη της ζωής μάς σπρώχνουν έξω από τη σχέση μαζί Του ή στην θέασή Του ως του  χορηγού και τροφοδότη μόνο, δηλαδή σε μία σχέση «λαμβάνειν», η πίστη σ’ Αυτόν ως εμπιστοσύνη μάς  δείχνει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4, 4).  Διαλέγοντας τον τρόπο της αγάπης, νιώθουμε ότι η ζωή δεν έχει νόημα όταν ικανοποιούμε τις ανάγκες μας ή όταν δραπετεύουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας και στην προσωπική μας οθόνη, αλλά στη συνάντηση με τον Θεό και τον πλησίον, στον καλό λογισμό, στη μαρτυρία της αλήθειας χωρίς το όποιο κόστος να μας εμποδίζει, στην ανατροφή των παιδιών μας με μέτρο, στην αρχή μετανοίας για ό,τι μάς νικά. Και η φωνή Του θα ηχεί παρηγορητικά στην ψυχή μας: «δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28).

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 4 Ιουνίου 2025

 

5/31/25

ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΟΙΜΝΙΩ

 


«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20, 28)

«Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα Του». 

        Συμπληρώνονται 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ. Χ., στην οποία αποδοκιμάστηκε η αίρεση του Αρείου, ότι ο Χριστός δηλαδή δεν είναι Υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, δημιούργημά Του, όπως υποστηρίζουν και σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και καταγράφηκε επίσημα από τους 318 Θεοφόρους Πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο, ότι ο Θεός είναι για μας Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και μας καλεί, ακολουθώντας τη διδασκαλία της, να μη λησμονούμε ποιος είναι ο Θεός στον Οποίο πιστεύουμε, να αφήνουμε κατά μέρος φιλοσοφικές ή γενικές αντιλήψεις περί ενός Θεού ως ανώτερης δύναμης ή ως ενός ξεχωριστού ανθρώπου και να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία ως τη Μάνα μας, η οποία μας γαλουχεί με τα πνευματικά νάματα της πίστης, της σωτηρίας, της ανάστασης, της αιωνιότητας, της κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλάζοντας τη ζωή μας.

            Στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας βρισκόμαστε στην Μίλητο. Ο απόστολος Παύλος έχει οργανώσει την Εκκλησία της Εφέσου, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις τόσο των ειδωλολατρών, όσο και των ιουδαϊζόντων, κυρίως όμως διδάσκοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου, καθώς ένιωθε ότι θα έρθουν μετά από αυτόν εκεί αιρετικοί, οι οποίοι θα θελήσουν να οδηγήσουν τους χριστιανούς όχι σε σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία, αλλά σε σχέση με τους εαυτούς τους. Πριν αναχωρήσει ο Παύλος για τα Ιεροσόλυμα και τη Ρώμη, καλεί τους πρεσβυτέρους, τους επισκόπους και ιερείς της περιοχής της Εφέσου στην Μίλητο. Αυτοί θα συνεχίσουν τον δικό του αγώνα. Τους προτρέπει λοιπόν να προσέχουν τόσο τον εαυτό τους αλλά και όλο το ποίμνιο, την Εκκλησία που το Άγιο Πνεύμα όρισε να ποιμαίνουν, έχοντας αναφορά στον Χριστό που στερέωσε την πίστη και την Εκκλησία με το δικό Του αίμα.

            «Προσέχετε εαυτοίς».  Ο λόγος του αποστόλου Παύλου είναι μία συνεχής υπενθύμιση σε όλους τους χριστιανούς, κλήρο και λαό. Καλούμαστε να προσέχουμε να μην αλλοτριωνόμαστε από διδασκαλίες ανθρώπινες, διδασκαλίες προσωπικές και ατομικές, να μη λατρεύουμε ανθρώπους, αλλά τον Χριστό, και να υπακούμε στην Εκκλησία.  Καλούμαστε να προσέχουμε να μην θεοποιούμε τον εαυτό μας, να μη νομίζουμε ότι η σκέψη μας είναι η σωστή, μολονότι είτε ατεκμηρίωτη σε σχέση με την παράδοση της Εκκλησίας, είτε ερμηνευμένη αυτόφωτα, με βάση τη δική μας νόηση.  Αυτή   η προτροπή είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη στην εποχή μας, τη μεταμοντέρνα, όπου ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του και μόνο τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να χάνει τον προσανατολισμό, το νόημα, την αλήθεια πάρα πολύ εύκολα, διότι απορρίπτει τις ρίζες, τα πρόσωπα αναφοράς, την παράδοση, τους Πατέρες, τις Συνόδους, την ίδια την Εκκλησία, και θέλει να έχει πάντα δίκιο ο ίδιος.

            «Προσέχετε παντί τω ποιμνίω». Ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη δική του, προσωπική πίστη, αλλά και για τον λαό του Θεού. Μπορεί ο Θεός να έχει ορίσει κάποιους λίγους να ποιμάνουν το ποίμνιό του, αλλά ο καθένας από εμάς έχει την ευθύνη της υπακοής, της προσευχής και της επίγνωσης ότι η δική του πτώση, το δικό του παραστράτημα, ο δικός του φανατισμός, η δική του άρνηση να λειτουργεί στην προοπτική της μετοχής στην Εκκλησία, επηρεάζει πολλούς. Κανείς δεν σώζεται μόνος του. Κανείς δεν υπάρχει μόνο για το εγώ του. Κληθήκαμε να υπάρχουμε εν σχέσει. Και η σωτηρία είναι γεγονός εκκλησιαστικό και όχι μόνο προσωπικό.

            Η πίστη δεν είναι υπόθεση συμπεριφοράς. Η ηθική μας πορεία πρέπει να είναι απότοκος της πίστης, αλλά δεν προηγείται αυτής. Αν δεν πιστεύουμε ορθώς, μπορεί να είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά κινδυνεύουμε να μείνουμε έξω του νυμφώνος Χριστού. Αυτό παθαίνουν και οι αιρετικοί κάθε εποχής. Μπορεί κάποιοι ή και πολλοί εξ αυτών να είναι καλύτεροι άνθρωποι, ηθικότεροι, τιμιότεροι από τους χριστιανούς, όμως δεν έχουν κοινωνία με την Εκκλησία και τον Χριστό και ο δρόμος τους είναι σε κίνδυνο απώλειας της σωτηρίας. Διότι εύκολα πέφτουν στον πειρασμό της ηθικής αυτάρκειας. Στον πειρασμό της κατάκρισης, ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, διαφορετικοί, εκλεκτοί. Εύκολα αρνούνται ότι ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να την αγιάσει και να τη θεραπεύσει και στο σώμα του Χριστού χωρούνε όλοι, αρκεί να το ζητούν διά της αληθινής πίστεως.

            Τιμώντας τη μνήμη των Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και τη διδασκαλία τους, η οποία αποτυπώνεται έξοχα στο «Σύμβολο της Πίστεως», το γνωστό «Πιστεύω εις ένα Θεόν», η Εκκλησία μας καλεί να λειτουργούμε εν σώματι, εν σχέσει, εν παραδόσει, εν πίστει αληθινή. Ας το παλέψουμε αυτό στους καιρούς του διαδικτυακού θορύβου, των διαδικτυακών αστέρων, εκείνων οι οποίοι γίνονται κριτές των απάντων, εκείνων που  δεν νιώθουν την Εκκλησία σπίτι τους, αλλά μόνο τη δική τους εκκλησία αποδέχονται. Ας μην παρασυρόμαστε και ας εντρυφούμε στην πίστη βιώνοντάς την με τον τρόπο και το ήθος της Εκκλησίας. Κι ακόμη κι αν τα πρόσωπα που έχουν τεθεί εξ Αγίου Πνεύματος να ποιμαίνουν τον λαό του Θεού σφάλλουν, η Εκκλησία θα τους επαναφέρει στην αλήθεια. Όσοι όμως χωρίζονται από την Εκκλησία, για χάρη της δικής τους εκκλησίας, χάνουν τη  χάρη του Θεού και ζούνε την τραγωδία της θεοποίησης, ακόμη και με καλές προθέσεις, του εαυτού και της δικής τους αλήθειας. Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και καταστροφικός. Ας μην ακολουθήσουμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός   

1η Ιουνίου 2025

Των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

5/28/25

ΑΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ


 Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έλεγε: «Να τιμάς τις αρετές. Και να μην επιδιώκεις την καλοπέραση. Γιατί οι μεν είναι πράγμα αθάνατο. Ενώ η άλλη εύκολα χάνεται» (Από το «Γεροντικό»).

Οι άνθρωποι έχουμε κατά βάθος στην καρδιά μας την επιδίωξη της καλοπέρασης. Δεν είμαστε έτοιμοι να κουραστούμε, ούτε μπαίνουμε στον κόπο με καλή διάθεση. Θα προτιμούσαμε να τα έχουμε όλα έτοιμα. Αυτό το πράττουμε οι γονείς στα παιδιά μας. Εύκολα τα λυπόμαστε όταν είναι να κουραστούνε και εύκολα τα αμνηστεύουμε όταν έχουν μπροστά τους όρια που πρέπει να τα υπερβούνε και αυτά δεν θέλουν να προσπαθήσουν. Έτσι, όταν έχουν τα παιδιά μας εξετάσεις και δεν προσπαθούνε, η  εύκολη αντιμετώπιση είναι το «δεν πειράζει, τι να κάνουμε». Το ίδιο συμβαίνει και όταν καλούνται να διαβάσουν. Να έρθουν δηλαδή μπροστά σε μία απόπειρα να καλλιεργήσουν τη σκέψη και την ψυχή τους, να μάθουν πράγματα για τη ζωή τους, να βιώσουν ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται». Οι γονείς είμαστε έτοιμοι να καταγγείλουμε το σύστημα, τους εκπαιδευτικούς, τις απαιτήσεις, όχι όμως να ωθήσουμε τα παιδιά μας, κάποτε και με το δικό μας παράδειγμα, να παλέψουν στον αγώνα της παιδείας.

Αν μπείτε σε ένα συνηθισμένο εφηβικό δωμάτιο, θα διαπιστώσετε ακαταστασία. Το ίδιο και στα παιδικά δωμάτια. Το πρόβλημα δεν είναι όμως η έλλειψη τάξης. Είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι δεν ενοχλούνται από αυτήν. Είναι ότι οι γονείς, ιδιαιτέρως οι μητέρες, θα πρέπει να αναλάβουν την τακτοποίηση, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, χωρίς να θέλουν να πιέσουν ουσιαστικά τα παιδιά να κάνουν αυτό το βήμα. Προφανώς και τα παιδιά θα παίξουν, θα ανακατέψουν. Το ίδιο και οι έφηβοι. Προφανώς θα υπάρχει και πλήξη και έλλειψη διάθεσης στο τέλος της ημέρας ή στην αρχή της το δωμάτιο να τακτοποιηθεί. Το θέμα είναι ότι συσσωρεύεται η αδιαφορία και η επιθυμία της καλοπέρασης έχει να κάνει με την άρνηση του κόπου.

Το όραμα των γονέων είναι τα παιδιά τους να μην κουραστούν όσο οι ίδιοι. Έτσι, τα πάντα τείνουν προς μία καλοπέραση, χωρίς, ταυτόχρονα, να υπάρχει ενδιαφέρον τα παιδιά να ασκηθούν στην αρετή. Και η αρετή έχει να κάνει με τον κόπο της υπέρβασης του εαυτού, της μη υποταγής σε κάθε επιθυμία, η οποία δεν είναι αυτονόητα καλή. Η αγάπη είναι η αρετή. Η αγάπη θέλει αγώνα ελευθερίας, η οποία εξ αρχής είναι δώρο του Θεού σε όλους μας, που είμαστε εικόνες Του. Ο κόπος δεν είναι κακό. Ο κόπος λειαίνει την ψυχή. Μαθαίνει τον άνθρωπο να εκτιμά τους σταυρούς του. Να μην τους θεωρεί καταστροφή, αλλά αφετηρία αγώνα, πίστης στον Θεό που ουδέποτε μας αφήνει στην πραγματικότητα μόνους μας.

Ο ασκητικός λόγος αναφέρει ότι οι αρετές είναι αθάνατο πράγμα. Συνοδεύουν τον άνθρωπο και σ’ αυτήν και στην άλλη ζωή, διότι τον κάνουν ταπεινό, τον κάνουν να νιώθει την αδυναμία του και να μην το βάζει κάτω, ακόμη κι αν ηττάται. Τον βοηθούν να δει τη δύναμη της συγχώρεσης του Θεού, της ελπίδας που η σχέση μας μαζί Του μάς προσφέρει. Αντίθετα, η καλοπέραση παρέρχεται. Ας μην πορευόμαστε λοιπόν με την αίσθηση ότι η ευτυχία είναι η αυτάρκεια και η άνεση. Η χαρά είναι απαραίτητη προφανώς στη ζωή, για να ξεκουραζόμαστε. Δεν μπορεί όμως η καλοπέραση να είναι ο στόχος. Η δημιουργία, η αρετή, η σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο, με όσον κόπο κι αν χρειαστεί, είναι ο δρόμος.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 28 Μαΐου 2025

ΜΗ ΕΑΣΗΣ ΗΜΑΣ ΟΡΦΑΝΟΥΣ ΚΥΡΙΕ

                 

Μία αγωνιώδη κραυγή, που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, εκφράζει ο ιερός υμνογράφος της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου: «Ανελθών εις ουρανούς, όθεν και κατήλθες, μη εάσης ημάς ορφανούς, Κύριε» (Στιχηρό της Λιτής της εορτής).

 «Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού και προσβλέπουμε σε Εκείνον, όπως προς τον φυσικό μας πατέρα. Δεν θέλουμε την ορφάνια, την απώλεια, την αίσθηση ότι δεν είναι μαζί μας. Δεν είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ο πατέρας μας δίνει τη ζωή, όπως επίσης και μας στηρίζει με την αγκαλιά, την παρηγοριά, το αίσθημα της ασφάλειας. Ο πατέρας νοιάζεται για μας, γίνεται θυσία , μας παρακολουθεί διακριτικά, μας συμβουλεύει, μας μαλώνει αν χρειαστεί, μας βάζει όρια, αλλά και χαίρεται με την ελευθερία μας, όταν προχωρούμε στην οδό που έχουμε επιλέξει και αυτή η οδός είναι δύναμης και ζωής αληθινής και δημιουργικής. Ο πατέρας είναι ένα κομμάτι από την καρδιά μας. Δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε μαζί του. Γνωρίζουμε όμως ότι δεν θα μας εγκαταλείψει. Είναι η εγγύηση της κοινωνικότητας και η άρση της μοναξιάς. Ένας λόγος του πατέρα είναι αρκετός για να νιώσουμε ότι γνωρίζουμε πού θα απευθυνθούμε. Ότι έχουμε στήριγμα. Ένα βλέμμα του πατέρα είναι αρκετό είτε για να πάρουμε κουράγιο, είτε για να νιώσουμε χαρά, είτε για να μαζευτούμε, στα λάθη μας. Κυρίως όμως είναι η αγκαλιά του. Η αίσθηση της συγγνώμης που παρέχεται με γενναιοδωρία. Πως ό,τι κι αν πράξει το παιδί, δεν κλείνει ο δρόμος για το σπίτι.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι μαθητές, βλέποντας τον Χριστό να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, να φεύγει από κοντά τους ως φυσική παρουσία, νιώθουν τον φόβο της ορφάνιας. Δεν είναι πως δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Δεν είναι ότι έχουν να μάθουν κάτι που δεν ξέρουν. Είναι αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, το αίσθημα ότι ελευθερώθηκαν από την φυσική Του παρουσία μεν, αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν, διότι το συναίσθημα τούς καθηλώνει στο «είμαστε μόνοι χωρίς Εκείνον και τώρα τι θα κάνουμε;». Και η κραυγή γίνεται κραυγή αγωνίας, φόβου για το μέλλον, ανασφάλειας για το πώς θα διαχειριστούνε την ελευθερία τους, Ποιος θα τους καθοδηγήσει, θα  τους συμβουλέψει, θα τους ενισχύσει στους σταυρούς που έρχονται, θα τους ωθήσει να προχωρήσουν και να μη λυγίσουν;

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Πικρό δώρο στ’ αλήθεια η ελευθερία. Το να πατήσεις πάνω σ’ αυτήν για να χτίσεις, χρειάζεται πολύ θάρρος. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μοιάζουμε ανακουφισμένοι όταν δεν έχουμε κανέναν πατέρα δίπλα μας, διότι η ύπαρξή μας λαχταρά να  ανοίξει τα φτερά της μόνη της, αλλά η καρδιά και το μυαλό μας μάς υπενθυμίζουν ότι η μοναξιά της ελευθερίας είναι ένα τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε και αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξουμε. Θα θέλαμε, έστω και αργά το βράδυ της κάθε ημέρας της ζωής μας, να γυρίζουμε στο σπίτι και η αγκαλιά και η συμβουλή του πατέρα να είναι μία μικρή παρηγοριά. Δεν αντέχεται η ορφάνια.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Το γνωρίζει ο Χριστός. Και γι’ αυτό θα στείλει το Παράκλητο Πνεύμα στον κόσμο και στους μαθητές του, για να ειρηνεύσουν οι καρδιές τους. Για να τους υπενθυμίζει ότι δεν θα λείψει ποτέ από κοντά τους ο Χριστός, αλλά θα είναι παρών στη Θεία Κοινωνία, στο Σώμα και στο Αίμα του, θα είναι παρών στην Εκκλησία, στη συνάντηση των προσώπων, θα είναι Παρών στην αγάπη, όταν ο ένας θα μοιράζεται το χάρισμα, τη γνώμη, το έργο, τη συμπαράσταση, την αλήθεια με τον άλλον. Και τότε, τα πάντα θα παίρνουν τη ζεστασιά της υιοθεσίας. Οι μαθητές θα θυμούνται και θα ζούνε ότι δεν πιστεύουν σε έναν Θεό απόμακρο, ανώτερη δύναμη, άνιωθο για τους καημούς τους, απομακρυσμένο από την ανάγκη της παρηγοριάς, αλλά σε έναν Θεό παρόντα, που μυστικά και με χάρη θα γιατρεύει με το λάδι της αγάπης και το κρασί της χαράς τις πληγές τους, θα τους ενισχύει καρδιακά, θα τους παροτρύνει να μη σταματήσουν, αλλά και θα τους βοηθά να νιώθουν ότι η ελευθερία δεν είναι αυτάρκης, διότι χρειάζεται την αγάπη για να γίνει πλήρης.

«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Σε έναν κόσμο στον οποίο θριαμβεύει η έπαρση τού «δεν έχω ανάγκη κανέναν», όπου η φιγούρα του πατέρα πρέπει να εξοντωθεί, διότι «μόνο το εγώ» αρκεί για να είμαι δήθεν ευτυχισμένος, όπου κάθε ρίζα θεωρείται ξεπερασμένη αντίληψη, η παραδοχή ότι χρειαζόμαστε την πίστη, την παράδοση, την Εκκλησία, κυρίως τον Χριστό είναι το πρώτο βήμα για να βρούμε τη χάρη του Πνεύματος. Διότι όταν νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε παιδιά, τότε ο Χριστός θα μας δίνει την πατρότητα, τη φιλία, τη δύναμη να αντέξουμε. Θα είναι δίπλα μας στις ήττες μας. Θα αγιάζει τις χαρές μας. Θα μας φωτίζει κατά τον τρόπο του να προχωρούμε, και στον δρόμο της βασιλείας Του.  Κι ακόμη κι αν μας λείπει ο φυσικός μας πατέρας, ο Χριστός είναι Αυτός που θα μας υπενθυμίζει ότι τίποτε δεν είναι κενό, ότι δεν υπάρχει ορφάνια εκεί όπου υπάρχει μνήμη, αγάπη, συνάντηση.

Αυτή η πορεία προϋποθέτει προσωπική απόφαση. Όχι βεβαιότητες, αλλά ψηλάφηση της αλήθειας, εναπόθεση των φόβων και καινούργιο ξεκίνημα, μετάνοιας και αγάπης. Κυρίως όμως, προϋποθέτει Εκκλησία. Αυτή που λησμονούμε, παραδομένοι στην αυτάρκεια ενός κόσμου που έχει κάνει την ελευθερία ψευδαίσθηση δύναμης και όχι σύζευξη αγάπης.

Χρόνια πολλά! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Μαΐου 2025

Της Αναλήψεως

 

5/23/25

«ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΞΗΣ ΣΕΑΥΤΩ ΚΑΚΟΝ»

 


« ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε» (Πράξ. 16,  28)

Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ». 

            Μία σκηνή, η οποία θυμίζει στιγμές της δικής μας ζωής, περιγράφει ο απόστολος Λουκάς στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων». Οι απόστολοι Παύλος και Σίλας βρίσκονται φυλακισμένοι στους Φιλίππους, στη σημερινή Καβάλα, και τη νύχτα, στη φυλακή, γίνεται σεισμός, με αποτέλεσμα ο δεσμοφύλακας της φυλακής να πιστέψει ότι οι απόστολοι δραπέτευσαν και επειδή την ευθύνη θα έπρεπε να την αναλάβει ο ίδιος ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι του. Δεν ήταν μόνο θέμα τιμής επειδή ένιωθε ότι δεν επιτέλεσε την εργασία του. Ήταν και θέμα ανάληψης της ευθύνης έναντι της κοινωνίας που του εμπιστεύθηκε αυτή τη θέση, ακόμη κι αν δεν φαινόταν κάτι το σημαντικό για τους πολλούς. Τότε ο απόστολος Παύλος τον προλαβαίνει και τον προτρέπει: «μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν».

            Η φράση του αποστόλου Παύλου δεν είναι μόνο μία αποτροπή στο να βλάψει τον εαυτό του ο άνθρωπος εκείνος. Έχει να κάνει και με την ανάγκη μας να βλέπουμε καθαρά τη ζωή και τις περιστάσεις. Η πρώτη σκέψη μας, ο πρώτος λογισμός μας συχνά γίνεται λογισμός απελπισίας, καθότι ο νους θολώνει, όταν δεν βλέπουμε καθαρά το τι συμβαίνει, φορτισμένοι συναισθηματικά από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και παλεύουμε, αλλά και από την αίσθηση τού τι είναι σωστό και τι λάθος στις επιλογές της ζωής μας. Δεν μπορούμε να δούμε λίγο πιο σφαιρικά, κάποτε με περισσότερη υπομονή, κυρίως όμως χωρίς φόβο, αλλά με εμπιστοσύνη στο θέλημα και την πρόνοια του Θεού. Έτσι, το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Και η απογοήτευση, είναι κατάσταση που προέρχεται εκ του πειρασμού, διότι ο διάβολος μας υποβάλλει την ιδέα ότι είμαστε ανίκητοι, ολόσωστοι, ότι δεν πρέπει να χάσουμε για κανέναν λόγο, και τότε το αταπείνωτο φρόνημά μας μάς οδηγεί σε χειρότερες επιλογές.

            «Μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν». Ο Παύλος του επισημαίνει ότι κανείς δεν έφυγε. Κι αυτό δείχνει ότι ο χριστιανός δεν δραπετεύει από τον κόσμο, αφήνοντας άλλους να πληρώσουν το τίμημα, αλλά μένει και παλεύει. Έτσι, ο δεσμοφύλακας καλείται να δει τη ζωή στα πλαίσια μιας νέας κοινότητας. Δεν είναι η εργασία, το κοσμικό φρόνημα, η αίσθηση ότι είναι υπάλληλος ενός συστήματος που μετρά, αλλά η κοινότητα της πίστης. Μέσα από αυτήν ο άνθρωπος κάνει καινούργια αρχή, νικώντας το κακό, αλλά και μη όντας μόνος του βρίσκει συνανθρώπους που τον αγαπούνε και τον νοιάζονται.

            Άραγε, λειτουργούμε ως Εκκλησία σ’ αυτή την προοπτική σήμερα ή έχουμε υποταγεί στο πνεύμα του ατομοκεντρισμού που μας κάνει να θέλουμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας τα όσα έχουμε, δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε σφάλματα και ήττες και βρίσκουμε τις εύκολες λύσεις της απόγνωσης και της καταστροφικότητας; Και το χειρότερο, νιώθουμε ότι πρέπει να στηρίξουμε τους αδελφούς μας, ώστε, όντας μέλη της κοινότητας, να συμπορευόμαστε μαζί τους ή δραπετεύουμε από τις δυσκολίες για να σώσουμε μόνο τον εαυτό μας;

            Η ανάσταση του Χριστού συνεπάγεται και την ανάληψη της ευθύνης να λειτουργήσουμε ως μέλη μιας νέας κοινότητας αγάπης, ελευθερίας, αλήθειας και ελπίδας, στην οποία χωρούνε και οι άλλοι. Ας τους στηρίξουμε, για να μην πράξουν το κακό από απελπισία, φόβο και, κυρίως, μοναξιά.

            Χριστός Ανέστη! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

25 Μαΐου 2025

Κυριακή του Τυφλού