ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 164- C.S. LEWIS, «31 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ & ΜΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ ΣΕ ΔΙΑΒΟΛΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ», μτφρ. Αλέξανδρος Δάσκαλος, εκδόσεις ΙΩΝΑΣ
Ο C.S.Lewis υπήρξε ένας από
τους σπουδαιότερους αγγλόφωνους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Γνωστός σε μας από
τα περίφημα «Χρονικά της Νάρνια», μία σειρά επτά βιβλίων που με αλληγορικό
τρόπο αναφέρονται στις επτά ημέρες της Δημιουργίας, με πρωταγωνιστή το λιοντάρι
Ασλάν (είναι το πρόσωπο του Χριστού και η παρομοίωση έχει να κάνει με τον λόγο
της Παλαιάς Διαθήκης «αναπεσών κεκοίμησαι ως ο λέων και τις σε εγερεί ω
βασιλεύ»), ο Lewis, φίλος
του σπουδαίου Tolkien,
του συγγραφέα του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», είναι ένας διανοούμενος που βρήκε
την πίστη στη ζωή του και την καταγράφει μέσα από το έργο του. Έχει μεταφράσει
τον Μέγα Αθανάσιο στα αγγλικά και ο αγώνας του ήταν, εκτός από την λογοτεχνική
έκφραση, να αφυπνίσει τον αναγνωστικό του κοινό σε μια αναζήτηση της όντως
Αλήθειας, που περνά μέσα από την πίστη στον Χριστό.
Οι εκδόσεις ΙΩΝΑΣ,
στην πραγματικότητα έργο και έμπνευση του μακαριστού Μητροπολίτη Νικοπόλεως και
Πρεβέζης Μελετίου, έχουν μεταφράσει στα ελληνικά κάποια βιβλία του Lewis. Διαβάσαμε πρόσφατα τα
«31 γράμματα από την κόλαση και μια
πρόποση σε διαβολικό τραπέζι» (πρωτότυπος τίτλος “The Screwtape Letters”, γραμμένο το 1941,
στην αποκορύφωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), το οποίο μετέφρασε ο
Αλέξανδρος Δάσκαλος και κυκλοφορήθηκε το 2019. Το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Ο
Lewis χρησιμοποιεί
τον Screwtape ως ένα
φερέφωνο του διαβόλου, ο οποίος στέλνει γράμματα στον Άψινθο, έναν νεαρό
δαίμονα, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να χαράξει στρατηγικές προκειμένου να
φέρει στην κόλαση ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν στον Χριστό (τον
«Εχθρό», όπως τον αποκαλεί), αλλά είναι
ευάλωτοι στους πειρασμούς. Ίσως για κάποιον «πνευματικό» άνθρωπο αυτή η θέαση
να φανεί αποκρουστική. Όμως θα λέγαμε ότι στην πραγματικότητα αποτυπώνει τα
τεχνάσματα του διαβόλου στην εποχή μας, όπως και σε κάθε εποχή, προκειμένου να
απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και να τον ελκύσει στην οδό της κόλασης,
δηλαδή της αυτοθέωσης, παραπλανώντας τον συχνά ότι είναι καλά. Θα λέγαμε ότι
μέσα από τα γράμματά του ο Lewisμάς
δείχνει πόσο εύκολα αυταπατόμαστε ότι είμαστε καλοί χριστιανοί και σωστοί
άνθρωποι, ενώ είμαστε μακριά από τον Χριστό, πίνοντας ένα κρασί, που ο
συγγραφέας αποκαλεί «Φαρισαϊκό».
Καταγράφουμε
κάποιες θέσεις του συγγραφέα, που θεωρούμε συγκλονιστικές για όποιον επιθυμεί
να ζήσει αληθινή πνευματική ζωή.
«Υπάρχουν δύο
ισοδύναμα και αντίθετα λάθη που εμείς οι άνθρωποι κάνουμε συχνά σχετικά με τους
διαβόλους. Το ένα είναι να μην πιστεύουμε στην ύπαρξή τους. Το άλλο είναι να
πιστεύουμε μεν αλλά να αισθανόμαστε ένα υπερβολικό και άρρωστο ενδιαφέρον γι’
αυτούς. Οι ίδιοι οι διάβολοι είναι πανευτυχείς και με τα δύο λάθη και
καλωσορίζουν με την ίδια χαρά τον υλιστή όσο και έναν μάγο» (σ. 17). Αν
μιλήσετε με εφήβους, θα σας πούνε ότι ο σατανισμός τους προκαλεί μεγάλο
ενδιαφέρον, όπως και η μαγεία. Αν μιλήσετε με ενήλικες, θα σας πούνε οι
περισσότεροι ότι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος.
«Φαίνεται πως
πιστεύεις ότι ο κατάλληλος τρόπος για να τον κρατήσεις μακριά από τα νύχια του
Εχθρού είναι η επιχειρηματολογία. Αυτό ίσως να ήταν αλήθεια αν ζούσε
λίγους αιώνες πριν. Τότε οι άνθρωποι γνώριζαν ακόμα καλά πότε κάτι
αποδεικνύεται και πότε όχι. Επέμεναν να συνδέουν την σκέψη με τη πράξη και ήταν
έτοιμοι να αλλάξουν τον τρόπος ζωής τους εξαιτίας ενός αλυσιδωτού λογικού
συλλογισμού. Όμως χάρη στον εβδομαδιαίο τύπο και σε άλλα παρόμοια όπλα αλλάξαμε
άρδην αυτό το φαινόμενο. Ο ασθενής σου έχει συνηθίσει, από τα γεννοφάσκια του,
να χορεύουν μέσα στο μυαλό του δεκάδες ασυμβίβαστες φιλοσοφίες. Δεν κρίνει
πλέον μια διδασκαλία κυρίως ως αληθινή ή ψευδή, αλλά ως ακαδημαϊκή ή πρακτική,
ξεπερασμένη ή σύγχρονη, συμβατική ή ανελέητη. Ο καλύτερος βοηθός σου να τον
κρατήσεις μακριά από την Εκκλησία είναι οι ασυναρτησίες και όχι τα
επιχειρήματα. Μην χαραμίζεις τον χρόνο σου προσπαθώντας να τον πείσεις ότι ο
υλισμός είναι αλήθεια! Κάνε τον να νομίζει ότι ο υλισμός είναι μια δυναμική ή
ψυχρή φιλοσοφία. Πως είναι η φιλοσοφία του μέλλοντος. Αυτό είναι που τον
ενδιαφέρει» (σ. 19). Ο συγγραφέας γράφει προφητικά για την εποχή του
Διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, στην οποία η αλήθεια δεν
ενδιαφέρει τους πολλούς, αλλά μόνο η προσωπική άποψη και η χρησιμότητα.
Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζήσουμε εκτός της εποχής μας, αλλά να
ξαναβρούμε τη δίψα για Αλήθεια. Για μας η Αλήθεια είναι ο Χριστός. Χρειάζεται
να ξαναβρούμε την επιχειρηματολογία, δηλαδή να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να
είμαστε καταναλωτές πληροφοριών. Και συνεχίζει ο Lewis: «αν θέλει ο ασθενής σου να
ανακατευτεί με την επιστήμη, οδήγησέ τον προς τα οικονομικά και την
κοινωνιολογία…όμως το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να μην τον αφήσεις
να διαβάσει καθόλου επιστήμη» (σ.22). Η επιστήμη βοηθά τον άνθρωπο να
σκεφτεί. Αυτός που την απορρίπτει, δεν οδηγείται στην πίστη, όπως δυστυχώς
αρκετοί και εξ ημών των χριστιανών νομίζουν, αλλά στην ακρισία και στον
φανατισμό.
«Υιοί είναι η
λέξη που χρησιμοποιεί ο Εχθρός (δηλαδή ο Χριστός ως εχθρός του διαβόλου).
Επιθυμώντας την ελευθερία των πλασμάτων του, αρνείται να τους μεταφέρει, μόνο
λόγω των συναισθημάτων ή των συνηθειών τους, σε οποιονδήποτε από τους στόχους
που τους θέτει. Τους αφήνει να περπατήσουν μόνοι τους. Εδώ βρίσκεται η
δική μας ευκαιρία. Ωστόσο, να θυμάσαι πως εδώ είναι και ο κίνδυνος. Αν
ξεπεράσουν αυτή την πνευματική ξηρασία επιτυχώς, θα γίνουν λιγότερο εξαρτώμενοι
από τα συναισθήματα και επομένως πολύ ανθεκτικότεροι στους πειρασμούς» (σ.
25). Η πίστη, μας λέει ο Lewis,
μας κάνει να περπατάμε μόνοι μας στη ζωή ελεύθερα. Δεν μας εξαρτά από
συναισθήματα, αλλά ας δίνει στιβαρότητα μέσα στον κόπο να την κρατήσουμε. Αυτή
είναι η οδός του Χριστού. Η οδός της απόφασης, όχι των έτοιμων λύσεων και των
βεβαιοτήτων. Αυτός που πιστεύει, αντέχει στους πειρασμούς, διότι δεν
καταβάλλεται από τα συναισθήματα, της αδικίας, της σιωπής του Θεού, της
απογοήτευσης, αλλά βλέπει πιο πέρα, βλέπει την ελευθερία που ο Χριστός μας
δίνει, να Τον ακολουθήσουμε επειδή το θέλουμε πραγματικά και όχι για να
βολευτούμε.
«Όπως και να ‘
χει, πάντα θα υπάρχει κάποια καλοσύνη, όπως και κάποια κακία στην ψυχή του
ασθενή σου. Ο σκοπός είναι να κατευθύνεις την κακία του στους άμεσους
συνανθρώπους του που συναντά κάθε μέρα και να εξωθήσεις την καλοσύνη του στην
απόμακρη περιφέρεια σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει προσωπικά. Η κακία επομένως
γίνεται πλήρως αληθινή και η καλοσύνη του τελείως εικονική» (σ. 41). Η
χριστιανική ζωή φαίνεται στους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε, η καλοσύνη και
η κακία άμεσα τους συμπεριλαμβάνει. Δεν είναι θεωρία η πίστη, αλλά πράξη. Δεν
αρκεί να διαπνέεσαι από ανθρωπιστικές ιδέες, όταν η αγάπη, η ταπείνωση, η
συγχωρητικότητα, η προσφορά δεν δίνονται από σένα στους ανθρώπους με τους
οποίους συνυπάρχεις.
«Δεν ξέχασα την
υπόσχεσή μου να σε συμβουλέψω αν πρέπει να μετατρέψουμε τον ασθενή σε ένα
εξτρεμιστή πατριώτη ή σε ένα εξτρεμιστή ειρηνιστή. Όλα τα άκρα, εκτός βέβαια
από την πλήρη παράδοση στον Εχθρό, πρέπει να ενθαρρύνονται. Όχι πάντα όμως.
Μόνο στην τωρινή περίοδο. Κάποιες εποχές είναι χλιαρές και ήρεμες, και τότε σκοπός
μας είναι να τις χαλαρώσουμε ακόμα πιο γρήγορα μουδιάζοντας τους πάντες. Άλλες
εποχές, σα και η τωρινή, είναι ανισόρροπες και επιρρεπείς στις φατρίες. Σκοπός
μας είναι να υποδαυλίσουμε την δημιουργία τέτοιων ομάδων. Κάθε μικρή παρέα, που
δένεται από κάποιο κοινό ενδιαφέρον για το οποίο άλλοι άνθρωποι δυσανασχετούν ή
αδιαφορούν, τείνει να αναπτύξει εσωτερικά ένα θερμοκήπιο αμοιβαίου θαυμασμού
και προς τον έξω κόσμο μια μεγάλη δόση περηφάνιας και μίσους. Η παρέα
απολαμβάνει αναίσχυντα το αίσθημα της περηφάνιας και του μίσους, αφού η αιτία
αυτών των φαινομένων είναι ο Σκοπός, δηλαδή
κάτι απρόσωπο. Ακόμα και όταν η μικρή ομάδα ιδρύεται για την υπηρεσία του
Εχθρού, αυτό παραμένει γεγονός. Θέλουμε μια μικρή Εκκλησία όχι μόνο για να
γνωρίσουν λιγότεροι άνθρωποι τον Εχθρό, αλλά και όσοι τελικά το καταφέρουν να
έχουν αποκτήσει τον ανήσυχο δυναμισμό
και την υπεραμυνόμενη αυτοδικαίωση μιας μυστικής κοινωνίας ή μιας κλίκας» (σελ.
44). Ο Lewis μας
περιγράφει τον τρόπο ίδρυση φονταμενταλιστικών ομάδων, οι οποίες είναι
υπερήφανες για το ότι είναι οι
αυθεντικοί χριστιανοί και μισούν όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους,
ως προδότες. Ο Lewis επισημαίνει ότι αυτός ο τρόπος είναι ο διχασμός του διαβόλου
και η διάσπαση της ενότητας στην Εκκλησία, καθώς οι φονταμενταλιστές ζούνε για
την αυτοδικαίωσή τους, απομακρύνοντας ευρύτερα στρώματα ανθρώπων από την πίστη
στο όνομα της δικής τους καθαρότητας.
«Μην ξεχνάς πως
το μόνο που έχει σημασία είναι ο βαθμός που καταφέρνεις να χωρίσεις τον άνθρωπο
από τον Εχθρό. Δεν έχει σημασία πόσο μικρές είναι οι αμαρτίες, αρκεί το
αθροιστικό αποτέλεσμά τους να είναι πως αποτραβούν τον άνθρωπο μακριά από το
Φως και τον βυθίζουν μέσα στο Τίποτα» (σε. 66). Η μεγαλύτερη παγίδα του διαβόλου
είναι να πείθει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει αμαρτία και ότι δεν έχει ανάγκη
μετάνοιας.
«Όταν ο Εχθρός
λέει πως θέλει να χάσουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους, εννοεί απλά να
εγκαταλείψουν την ανταρσία του ιδίου θελήματος. Μόλις το κάνουν αυτό, πράγματι
τους επιστρέφει όλη την προσωπικότητά τους και καγχάζει (ειλικρινώς φοβάμαι)
πως όταν είναι ολοκληρωτικά δικοί Του, θα είναι πιο πολύ οι εαυτοί τους από
ποτέ» (σελ. 69). Ο Lewis
επισημαίνει έναν κόσμο αυτοθέωσης, στον οποίο το ίδιον θέλημα είναι το παν. Ο
Χριστός όμως ζητά την αγάπη, δηλαδή την υπέρβαση του θελήματος, και δίνει στον
άνθρωπο το παν.
«Μην τον
αφήσεις να δει ότι Ταπείνωση σημαίνει να ξεχάσω τον εαυτό μου αλλά κάνε τον να
νομίζει ότι είναι ένα είδος γνώμης (κυρίως αρνητικής γνώμης) που πρέπει να έχει
για τα ταλέντα και τον χαρακτήρα του» (σελ. 72). Ο Lewis τονίζει ότι δεν είναι ταπείνωση να
νομίζεις ότι δεν αξίζεις, ότι δεν έχεις χαρίσματα ή τα χαρίσματά σου είναι
τίποτα, αλλά ταπείνωση είναι να ξεχνάς τον εαυτό σου και να ανοίγεσαι στον
πλησίον, να χρησιμοποιείς δηλαδή τα τάλαντά σου με αγάπη.
«Έργο μας είναι
να απομακρύνουμε τους ανθρώπους και από την αιωνιότητα και από το Παρόν. Προς
αυτή την κατεύθυνση, κάποιες φορές καθοδηγούμε έναν άνθρωπο (για παράδειγμα μια
χήρα ή έναν διανοούμενο) να ζήσει στο Παρελθόν» (σελ. 75). Εδώ βρίσκεται η
μεγαλύτερη πληγή ημών των ορθοδόξων. Βλέπουμε συνήθως προς ένα εξιδανικευμένο
χθες και αρνούμαστε να καταθέσουμε την μαρτυρία της αγάπης, της ανάστασης, της
αλήθειας στο σήμερα, με σκοπό να ζήσουμε την αιωνιότητα από το τώρα.
«Η αναζήτηση
για μια κατάλληλη εκκλησία κάνει τον άνθρωπο να δρα κριτικά όταν ο
Εχθρός περιμένει από αυτόν να είναι μαθητής. Αυτό που Εκείνος θέλει από
έναν απλό πιστό στην εκκλησία είναι μια συμπεριφορά που μπορεί μεν να είναι
κριτική υπό την έννοια της απόρριψης οτιδήποτε ψεύτικου ή άχρηστου, αλλά η
οποία συνάμα είναι εντελώς άκριτη, με
την έννοια ότι δεν αξιολογεί, δεν ξοδεύει τον χρόνο του ανθρώπου στο να
σκέφτεται τι απορρίπτει, αλλά τον αφήνει, χωρίς να σχολιάζει, ανοικτό στη
γαλούχηση που του προσφέρεται" (σσ. 79-80). Ο Lewis επισημαίνει αυτό που μας λείπει
και όχι μόνο στην Εκκλησία: το πνεύμα της μαθητείας, που μαρτυρεί ταπείνωση. Τα
γνωρίζουμε όλα, έχουμε άποψη για όλα και απορρίπτουμε όποιους δεν είναι στη
γραμμή που εμείς θέλουμε, ενώ από όλους μπορούμε να πάρουμε κάτι.
«Στην άλλη
εκκλησία έχουμε τον πατέρα Σπάικ. Οι άνθρωποι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν το
εύρος των απόψεών του. Την μια μέρα είναι σχεδόν κομμουνιστής και την επόμενη
δεν απέχει πολύ από ένα είδος θεοκρατικού φασισμού. Την μια μέρα είνααι
σχολαστικός και την επόμενη είναι έτοιμος να αρνηθεί εξ ολοκλήρου την ανθρώπινη
λογική. Την μια μέρα ανακατεύεται με τα πολιτικά και την επόμενη διακηρύττει
ότι όλες οι χώρες αυτού του κόσμου εξίσου υπό την κρίση του Θεού. Εμείς,
βέβαια, βλέπουμε τον συνδετικό κρίκο σε όλα αυτά. Είναι το Μίσος. ….Υπάρχει
επίσης μια πολλά υποσχόμενη φλέβα ανειλικρίνειας σε αυτόν. Τον μαθαίνουμε να
λέει η διδασκαλία της εκκλησίας είναι, όταν στην πραγματικότητα εννοεί είμαι
σχεδόν βέβαιος ότι διάβασα πρόσφατα στον Maritain ή σε κάποιον συγγραφέα αυτού
του είδους. Ωστόσο, πρέπει να
σε προειδοποιήσω ότι έχει ένα θανάσιμο μειονέκτημα. Πιστεύει ειλικρινά. Και
αυτό μπορεί να καταστρέψει τα πάντα» (σελ. 81). Εδώ έγκειται η περιγραφή
από τον Lewisτης
σύγχυσης που διέπει τους χριστιανούς, όταν προσπαθούν να ανακατεύουν την πίστη
με την πολιτική, στην πραγματικότητα όμως είναι ελλιπής η αγάπη ως βάση της
πορείας τους, τότε το Μίσος για τον κόσμο που δεν είναι όπως τον θέλουν ή για
κάποιους ανθρώπους, οδηγεί σε απόλυτη σύγχυση. Από την μία οι αριστερές
τοποθετήσεις και από την άλλη μία αίσθηση Θεοκρατίας, που δεν αφήνει τους
ανθρώπους να νιώσουν αυτό που η εικόνα του Θεού περιλαμβάνει: την ελευθερία. Να
σώσουμε με το ζόρι τον κόσμο. Να τον κάνουμε όπως θέλουμε εμείς. Η ελπίδα όμως
για τους ανθρώπους αυτούς είναι ότι έχουν πίστη μέσα τους. Μπορεί να έρθει η
φώτιση.
«Ένα από τα
μεγαλύτερα επιτεύγματά μας ήταν το να νεκρώσουμε την ανθρώπινη συνείδηση συγκεντρώνοντας όλες μας τις προσπάθειες στην
λαιμαργία της Απόλαυσης και όχι στην λαιμαργία της Υπερβολής» (σελ.
83). Ο Lewis κάνει
την εξαιρετική παρατήρηση ότι ο πολιτισμός μας μπορεί να στηρίζεται στην
αφθονία αγαθών, πληροφοριών, επιλογών, στην πραγματικότητα όμως δεν μας αφήνει
να καταλάβουμε ότι όλα αυτά αποσκοπούν στην Απόλαυση και ότι αν δεν απολαμβάνουμε έστω και λίγο, «παράγουμε
γκρίνια, ανυπομονησία, αφιλανθρωπία και
αυτοαπασχόληση» (σελ. 83). Παγιδευμένοι σε μία μη πλήρη αντίληψη περί
εγκράτειας, θεωρούμε για παράδειγμα ότι νηστεύουμε αλλάζοντας διατροφή, ενώ
στην πραγματικότητα εξακολουθούμε να στοχεύουμε στην ηδονή της τροφής. Κριτικάρουμε
αυτούς που έχουν πολλά γιατί θέλουμε κατά βάθος να είμαστε στη θέση τους,
καθότι νομίζουμε ότι όποιος έχει πολλά απολαμβάνει.
«Αν, όπως σου
απέδειξα, όλα τα άτομα είναι από την ίδια τους την φύση ανταγωνιστικά, και
επομένως η ιδέα της Αγάπης που προβάλλει ο Εχθρός έρχεται σε αντίθεση με αυτούς
τους όρους, τότε τι συμβαίνει με την επαναλαμβανόμενη προειδοποίησή μου
ότι Εκείνος αγαπάει αλήθεια τα ανθρώπινα
παράσιτα και επιθυμεί την ελευθερία τους και την αιώνια ύπαρξή τους;» (σελ.
91). Η αγάπη του Θεού δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ελευθερία. Ο άνθρωπος
δεν σώζεται διά της βίας, ούτε πρέπει να του επιβάλλεται η πίστη διά της βίας.
Κι αυτό έχει να κάνει και με την κοινωνία. Δεν μπορούμε να ζητούμε όλοι να
ακολουθούν τα δόγματά μας και τον τρόπο ζωής μας, αν δεν το επιθυμούμε.
Χρειάζεται όμως να δούμε τη ζωή διαφορετικά και τη θέση μας μέσα στην κοινωνία
διαφορετικά. Αν θεωρούμε ότι ο κόσμος μάς καταπιέζει, είναι γιατί ο κόσμος δεν
πορεύεται κατά Χριστόν. Και όσο δεν πορεύεται έτσι, ο νόμος θα έχει δίκια και
άδικα.
«Το αίσθημα της
κτήσης γενικότερα πάντα πρέπει να ενθαρρύνεται» (σελ. 101). Αυτό είναι το
μότο του πολιτισμού μας: τα κεκτημένα.
«Μουσική και
σιωπή, πόσο τα απεχθάνομαι και τα δυο! Πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε που,
από τότε που ο Πατέρας μας μπήκε στην Κόλαση- αν και αυτό συνέβη τόσο παλιά που
οι άνθρωποι ούτε να το εκφράσουν μπορούν- ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό της κόλασης
και ούτε μια στιγμή Κολασμένου χρόνου δεν παραδόθηκε σε καμιά από τις δύο αυτές
απαίσιες δυνάμεις. Αντιθέτως, παντού επικράτησε ο Θόρυβος, ο μέγας
δυναμισμός, η έκφραση όλων εκείνων που
είναι θριαμβευτικά, αδυσώπητα και αρρενωπά. Ο Θόρυβος που από μόνος του είναι ικανός
να μας προστατέψει από ανόητες τύχεις, ενδοιασμούς απόγνωσης και αδύνατες
επιθυμίες. Θα μετατρέψουμε όλο το σύμπαν
σε ένα θόρυβο στο τέλος. Ήδη έχουμε κάνει αλματώδη βήματα προς αυτή την
κατεύθυνση όσον αφορά την Γη. Οι μελωδίες και η σιωπή του Παραδείσου θα
εξαφανιστούν στο τέλος» (σελ. 107). Ο θόρυβος, πόσο μας ταλαιπωρεί στη ζωή.
Και πόσο τον υπηρετούμε, φωνάζοντας δυνατά όταν μιλάμε, όταν βρισκόμαστε σε
δημόσιο χώρο, φωνάζοντας στο Διαδίκτυο, για να ακουστούμε. Ο θόρυβος στα club και στα πάρτι. Ακόμη και
στην εκκλησία, τα μεγάφωνα παράγουν θόρυβο και ένταση, ώστε να χάνεται η
γλυκύτητα της μουσικής κι εκείνη η ταπεινή σιωπή της προσευχής. Αιτία του
θορύβου η αυτοπροβολή, η δόξα, η υπερηφάνεια, τρόπος δαιμονικός.
«Πίστεψε στον
χριστιανισμό, όχι γιατί είναι η αλήθεια, αλλά για κάποιο άλλο λόγο. Έτσι
παίζεται το παιχνίδι» (σελ. 113). Ο αγώνας μας να γίνουμε χρήσιμοι, να
αποδείξουμε τη χρησιμότητά μας, όχι γιατί ακολουθούμε τον Χριστό ως την
Αλήθεια.
«Με αυτόν τον
τρόπο, με το να ενισχύουμε τον φόβο για το Τετριμμένο, καταστήσαμε πρόσφατα τις
Τέχνες, λόγου χάρη, λιγότερο επικίνδυνες για εμάς από ό,τι ίσως ήτανε ποτέ. Οι
καλλιτέχνες καθημερινά επιδίδονται σε όλο και πιο καινοτόμες υπερβολές
λαγνείας, παραλογισμού, σκληρότητας και υπερηφάνειας. Τέλος, η επιθυμία για
καινοτομία είναι πολύτιμη στο να παράγουμε Μόδες ή Τάσεις… Ο Εχθρός λατρεύει τις
κοινοτοπίες. Σχετικά με μια συγκεκριμένη ενέργεια Εκείνος θέλει τους ανθρώπους,
στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω, να διερωτώνται με απλό λογισμό. Είναι σωστό;
Είναι φρόνιμο; Είναι δυνατό; Όλα αυτά θα τα ξεχάσουν αν καταφέρουμε να τους κατευθύνουμε
να διερωτώνται τα εξής: Είναι σύμφωνο με το γενικότερο ρεύμα της εποχής; Είναι
προοδευτικό ή αντιδραστικό; Είναι προς την κατεύθυνση που πηγαίνει η Ιστορία;» (σσ.
121-122). Ο Lewis
προφητεύει έναν πολιτισμό που ζούμε στον καιρό μας: αντί να γαληνεύουμε διά της
τέχνης εξαγριωνόμαστε. Αντί να νικιέται το κακό, αυτό αναπαρίσταται με κάθε
δυνατή μορφή. Κι αντί να συζητάμε για κάτι αν είναι σωστό, φρόνιμο και εφικτό, συζητάμε
μόνο στην προοπτική του μοντέρνου και του προοδευτικού και μην τυχόν και
απομονωθούμε από την τάση της εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και σε μας τους χριστιανούς,
όταν καταργούμε την κοινή λογική και βλέπουμε παντού φοβικές καταστάσεις.
«Ένας λογικός άνθρωπος
είπε κάποτε: αν οι άνθρωποι γνώριζαν πόσα δεινά προκαλούνται από την αφιλαυτία,
δεν θα την κήρυτταν τόσο συχνά από τον άμβωνα. Επίσης είπε: είναι ο τύπος της γυναίκας
που ζει για τους άλλους. Μπορεί να το διακρίνει κανείς από το κυνηγημένο βλέμμα
που έχουν όσοι είναι τριγύρω της» (σελ. 128). Εδώ ο Lewis αποδομεί την χριστιανική αντίληψη
ότι θα σε σώσω θες δεν θες. Ότι θα σε καταπιέσω, θα σε υπερπροστατέψω για το
καλό σου, επειδή εγώ αγαπώ μόνο εσένα και καθόλου τον εαυτό μου. Στην πραγματικότητα,
το αντίθετο συμβαίνει. Αν θέλω να ζήσω μέσα από σένα, τότε ούτε εγώ θα ζήσω
ούτε εσένα θα σε αφήσω ελεύθερο. Και δεν είναι αληθινή φιλανθρωπία, με την
έννοια ότι δεν αγαπάς τελικά τον άλλον, αλλά τον εαυτό σου.
«Το θάρρος δεν
είναι απλά μία από τις αρετές, αλλά η μορφή κάθε αρετής στο σημείο της δοκιμασίας,
που σημαίνει στο σημείο της ύψιστης ποιότητας» (σελ. 143). Βαθιά φιλοσοφημένη
θέση. Καμία αρετή δεν μας βοηθά αν δεν μας καθιστά θαρραλέους στα δύσκολα. Να
μην κάνουμε πίσω όταν έρχεται η ώρα να δοκιμαστεί η αρετή μας. Αν δεν επιμένουμε.
«Να κάνεις ό,τι
και οι άλλοι». «Είμαι εξίσου καλός με σένα». Με αυτά τα δύο συνθήματα, λέει
ο Lewis, ο διάβολος
καταφέρνει να πείσει τους ανθρώπους ότι
πρέπει να ζούνε σε ένα πολίτευμα Δημοκρατίας, όχι όμως κατά τα
πρότυπα της αθηναϊκής δημοκρατίας ή της Αριστοτελικής Πολιτείας, αλλά σε ένα
κράτος το οποίο θα στηρίζεται στο
εξής εκπαιδευτικό σύστημα: «Οι ανόητοι και οι αργόσχολοι δεν πρέπει
να αισθάνονται κατώτεροι των έξυπνων και εργατικών μαθητών. Κάτι τέτοιο θα ήταν
αντιδημοκρατικό. Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους μαθητές, μιας και είναι
προφανέστατα και πέραν πάσης αμφιβολίας προσωπικές διαφορές, πρέπει να
συγκαλυφτούν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε διάφορα επίπεδα. Στα πανεπιστήμια,
οι εξετάσεις πρέπει να δομηθούν έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να παίρνουν καλούς
βαθμούς. Οι εισαγωγικές εξετάσεις πρέπει να δομηθούν έτσι ώστε όλοι, ή σχεδόν
όλοι, οι πολίτες να μπορούν να εισέρχονται στα πανεπιστήμια, είτε έχουν την
δυνατότητα, ή την επιθυμία, να πάρουν κάτι από την ανώτατη εκπαίδευση είτε όχι.
Στα σχολεία…ο λαμπρός μαθητής παραμένει δημοκρατικά περιορισμένος στην
αντίστοιχη τάξη της ηλικίας του καθόλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Είναι
πιθανό να υπάρξει ακόμα κι ένα πιο δραστικό σχήμα. Όσα παιδιά είναι ικανά να
προχωρήσουν σε μια επόμενη τάξη μπορούν να καθυστερούνται τεχνητά, με τη
δικαιολογία πως τα υπόλοιπα παιδιά μπορεί να αποκτήσουν κάποιο τραύμα (μα
τον Βεελζεβούλ τι χρήσιμη λέξη!) αν ξεμείνουν πίσω» (σσ. 177-178). Άλλωστε, «όπως πολύ
εύστοχα είπε πρόσφατα ένας Άγγλος πολιτικός, η δημοκρατία δεν θέλει σπουδαίους
άντρες» (σελ. 179). Φυσικά, όλη αυτή η νοοτροπία δεν έχει σχέση με τη
δημοκρατία της Αθήνας του Περικλή, η οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να μας απασχολήσει
σοβαρά γιατί δεν προάγεται στη ζωή μας, στην παιδεία, στην πολιτική, στις ανθρώπινες
σχέσεις, ακόμη και στην Εκκλησία, ενώ η λογική του ότι δεν έχουμε καμία διαφορά
μεταξύ μας και ότι αν επιχειρήσω να κάνω κάτι διαφορετικό από τους άλλους, θα
πρέπει να περιθωριοποιηθώ, διότι είμαι επικίνδυνος για το σύστημα της μετριοκρατίας,
είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, με έμφαση στην κριτική απόρριψη της
αριστείας.
Σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα το βιβλίο αυτό, το οποίο γίνεται κόλαφος για την κοινωνία και τον πολιτισμό που οικοδομούμε σε δαιμονικές προοπτικές, αλλά και ευκαιρία αφύπνισης σε όσους από εμάς δεν θέλουμε η πίστη να γίνεται θρησκεία, σύστημα δηλαδή που βολεύει, τυποποιεί και στηρίζεται στην φοβικότητα και το φονταμενταλιστικό άγχος, αρνούμενη στην πράξη τη σχέση με τον Χριστό της αγάπης και της ελευθερίας. Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο που το μετέφρασε και το κυκλοφόρησε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
9 Ιουνίου 2025