1/24/25

ΚΑΙ ΚΟΠΙΩΜΕΝ ΚΑΙ ΟΝΕΙΔΙΖΟΜΕΘΑ (στη μνήμη του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου)


 «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α’ Τιμ. 4, 9)

«Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ὑπομένουμε κόπους καὶ ὀνειδισμούς, γιατὶ στηρίξαμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων κι ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν». 

            Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τιμόθεο, αναφέρει δύο βασικά χαρακτηριστικά της ιδιότητας του χριστιανού. Είναι ο κόπος και ο ονειδισμός.

Ο κόπος έχει να κάνει με την απόφαση του πιστού να καταδείξει τον τρόπο της πίστης όχι διανοητικά ή θεωρητικά, αλλά στην πράξη, με την εργασία του για την αγάπη του Θεού. Κόπος είναι η προσευχή. Κόπος είναι η διακήρυξη του λόγου του Θεού. Είναι η αίσθηση της αποστολής ο χριστιανός να βοηθήσει , ώστε να ζήσει ο κόσμος. Και η ζωή του κόσμου δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβίωση, που έρχεται και με τη βοήθεια της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης. Έρχεται με την περίσσειά της, που  είναι η φανέρωση του Χριστού και η βίωσή Του σε κάθε περίσταση. Και την ευθύνη την έχουμε εμείς, όσοι πιστεύουμε. Να ζούμε τον Χριστό και να Τον φανερώνουμε.

Ο ονειδισμός έχει να κάνει με την υπομονή που καλούμαστε να δείξουμε έναντι του θριάμβου του εκκοσμικευμένου πνεύματος, το οποίο μας περικυκλώνει και μας οδηγεί στην οδό του μηδενισμού, στην άρνηση της αγάπης, στην πρόταξη του εγωκεντρισμού, στον δικαιωματισμό, στην αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, στην πλεονεξία, στην φιληδονία και την φιλαυτία.  Έχει να κάνει όμως και με την υπομονή έναντι των συγκεκριμένων ανθρώπων που μας περιβάλλουν , οι οποίοι ειρωνεύονται, πληγώνουν, απορρίπτουν την πίστη, την ταυτότητα, την προσπάθειά μας, μας θλίβουν, μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι αυτό που είμαστε όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά και θεωρείται άχρηστο, μαζί με μας. Ο ονειδισμός, στην πραγματικότητα, είναι η απόρριψη του προσώπου μας και της ταυτότητάς μας. Θέλει λοιπόν ανοχή, αντοχή και σταθερότητα.

Ο κόπος και ο ονειδισμός, όπως διαπιστώνουμε από τον απόστολο Παύλο, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των καιρών μας, αλλά και κάθε εποχής στην οποία υπάρχουν χριστιανοί. Ο Ίδιος ο Χριστός ονειδίστηκε από τους ανθρώπους, απορρίφθηκε, σταυρώθηκε, πέθανε διότι δεν μπορούσε ο κόσμος να αντιληφθεί το μήνυμά Του και τη παρουσία Του. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας στην πραγματικότητα είναι μια πάλη εναντίον του Θεού, ένας ονειδισμός της πίστης, καθότι ο άνθρωπος δεν αρκείται στο να αυτοθεώνεται, θέλει και να διαγράψει τον Θεό από την πραγματικότητα της ζωής και της ύπαρξης.

Το ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να δίνει την μαρτυρία της, το ότι οι άγιοι δεν παύουν να υφίστανται, το ότι ο Χριστός είναι παρών στις καρδιές και τη ζωή πολλών, αποτελεί απόδειξη ότι τόσο ο κόπος όσο και ο ονειδισμός δεν συντρίβουν την πίστη. Αυτό ας το θυμόμαστε όλοι μας. Τελικά, η δύναμη του Χριστού εν ασθενεία τελειούται. Και αν θέλουμε να είμαστε χριστιανοί και όχι απλώς να λεγόμαστε, ας μην το λησμονούμε. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας, που οδηγεί στον δρόμο της ανάστασης και της αιωνιότητας. Ξεκινώντας από την αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο αντέχουμε τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς είτε εκ του διαβόλου είτε εκ του κόσμου είτε εκ των ανθρώπων είτε εκ του εαυτού μας.  Ακριβώς, διότι όπως ο Παύλος, ελπίζουμε στον Θεό που είναι ζων και σώζων. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

26 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή του Ζακχαίου

1/23/25

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 154- ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΩΣ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 


                Οι μεγάλοι ηγέτες, είδος εν ανεπαρκεία στην εποχή μας, γίνονται σημεία αντιλεγόμενα για την Ιστορία και τους ιστορικούς και γι’ αυτό διότι τους καλούν να πάρουν θέση έναντι του προσώπου τους. Κι εδώ βρίσκεται η γοητεία του ιστορικού: όχι όταν απλά επικαλείται μία αντικειμενικότητα, η οποία τον οδηγεί στο να καταγράφει τα συμπεράσματα της ιστορικής έρευνας αφήνοντας στον αναγνώστη τον τελευταίο λόγο, αλλά όταν, ενώ ο ίδιος έχει θέση και άποψη για τα πρόσωπα και τα γεγονότα δεν διστάζει να καταγράψει και τις αντίθετες απόψεις, κρίνοντας τόσο τις δικές του όσο και τις άλλες, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης του όποιου έργου να βγάλει τα συμπεράσματά του όχι μελετώντας ένα άχρωμο και άγευστο πόνημα, αλλά νιώθοντας ότι ο ιστορικός συγγραφέας του ανοίγει το παράθυρο στην αλήθεια, χωρίς να του την επιβάλλει.

                Αυτό επιχειρεί να πράξει στο τελευταίο πόνημά του (κατά κάποιους opus magnum) με τίτλο «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ)  ο ακαδημαϊκός, επί δεκαετίες μαχόμενος δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης/Πολιτειολογίας, πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος, συγγραφέας μεγάλου αριθμού επιστημονικών πονημάτων κυρίως, Θανάσης Διαμαντόπουλος. Έχοντας ασχοληθεί με τον μεγάλο Έλληνα ηγέτη από την διδακτορική του  διατριβή με θέμα τον «Βενιζελισμό της Ανόρθωσης», ο Διαμαντόπουλος θα κάνει μία τελική αποτίμηση για τον Κρήτα πολιτικό που όντως υπήρξε πλαστουργός Ιστορίας, είτε με την έννοια του δημιουργού, του πλάστη είτε με την έννοια του πλαστογράφου, αναλόγως με το πώς κάποιος τον βλέπει.

                Το ενδιαφέρον στο έργο του Διαμαντόπουλου είναι ότι ξεκινά να ασχολείται με τον Βενιζέλο από τη στιγμή που εκείνος έρχεται στην κυρίως Ελλάδα, μετά το κίνημα στο Γουδή, το 1909, και επιμένει σε δύο διαστάσεις της ζωής και του έργου του που δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής ή της υπεράσπισης όσων ασχολούνται μαζί του.  Ο Βενιζέλος δεν υπήρξε αντιβασιλικός, όπως πολλοί πιθανόν να νόμισαν, κρίνοντας από την διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, όντας πανίσχυρος στα μάτια του λαού, ακόμη και χωρίς να έχει εκλεγεί πρωθυπουργός, καθώς δεν κατέβηκε ως υποψήφιος στις εκλογές του Αυγούστου του 1910, « αρνήθηκε να συναινέσει στη δρομολόγηση μιας προσπάθειας για απομάκρυνση των βασιλέων, η οποία θα μπορούσε να έχει για τον τόπο σημαντικές διεθνοπολιτικές παρενέργειες, έστω και αν δεν επρόκειτο για μεταβολή πολιτεύματος, αλλά μόνο για αλλαγή δυναστείας: οι διεθνοπολιτικές επιπλοκές για τη χώρα μας αποτελούσαν εξέλιξη πιθανότατη, σε περίπτωση εκδίωξης της τότε βασιλευούσης δυναστείας, με σχεδόν όλες τις μεγάλες Δυνάμεις  της ηπείρου μας- όλες πλην μιας στην πραγματικότητα- να έχουν τότε εστεμμένες κεφαλές, συχνά συνδεόμενες με στενούς συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους, οπωσδήποτε δε με τη δική μας βασιλική οικογένεια. Πολλώ μάλλον που οι εστεμμένες   κεφαλές εκείνα τα χρόνια είχαν αποφασιστικό ρόλο και λόγο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους…» (σ. 58).

 Αυτή η παρατήρηση αποτελεί τη βάση του ερμηνευτικού σχήματος του Διαμαντόπουλου, που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του Βενιζέλου, ο οποίος διαγράφεται εξαιρετικά από τον συγγραφέα: πρόκειται «για την έξη για τον τζόγο. Εσωτερικό και διεθνοπολιτικό. Έφεση, η οποία πολλάκις εκδηλώθηκε εκ νέου στο μέλλον, με συνέπειες για τη χώρα» (σσ. 76-77). Ο συγγραφέας τονίζει το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του Βενιζέλου, τη φιλοδοξία του να καταστεί παίκτης του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και όχι ένα διαχειριστής πολιτικός της Ελλάδας, ούτε απλώς κάποιος ο οποίος να βοηθήσει την πατρίδα του να προχωρήσει. Αυτό το έπραξε. Δεν ήταν όμως ο προσωπικός του στόχος. Κέντρο της ζωής του ήταν ο εαυτός του. Ο Βενιζέλος δεν συμβιβαζόταν με τα ελλαδικά πλαίσια. Έπαιξε τον ρόλο του με τέτοιον τρόπο, ώστε να καταστεί συνομιλητής των ισχυρών. Στην πραγματικότητα, έδειξε ότι η Ελλάδα, όταν στηρίζεται στην ποιότητα των ανθρώπων που γίνονται ηγέτες, μπορεί να προχωρήσει πιο πέρα από τα όριά της, ακόμη κι αν ο λαός δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει, ακόμη κι αν η καταστροφή είναι μάλλον αναπόφευκτη.

Γι’ αυτό  ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Βενιζέλος χαρακτηριζόταν από «αδιαφορία για ιδέες, αξίες και αρχές ασφαλώς (,,έχω εντός μου όλες τις ιδέες του κόσμου’’ είπε ο ίδιος από τη  πρώτη στιγμή που ,,συστήθηκε’’ στους Έλληνες του Ελεύθερου Βασιλείου, ,,δεν εξυπηρετεί θεωρίες και αρχές, ζητεί από αυτές να τον εξυπηρετήσουν’’ έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς), παράλληλα όμως και για τους δημοκρατικούς θεσμούς» (σ. 397). Ο Βενιζέλος λειτούργησε «ως αυτοθεσμισμένη προσωπικότητα» (σ. 398), δηλαδή ως μια προσωπικότητα που αυτοαναγορεύθηκε σε θεσμό, «κάτι σαν μια ανωτάτη αρχή ακόμη και με το φιλοσοφικό έως μεταφυσικό περιεχόμενο της τελευταίας λέξης» (σ. 398). Γι’  αυτό και δεν δυσκολεύτηκε να αφήσει κατά μέρος συνεργάτες, να λειτουργήσει υπερσυγκεντρωτικά, να καλλιεργήσει έμμεσα την προσωπολατρία. Αυτός ο σπουδαίος πολιτικός δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο καθιστώντας τον αρχιστράτηγο στους Βαλκανικούς πολέμους, διότι γνώριζε καλώς ότι ο βασιλιάς ήταν σύμβολο και αφήνοντάς του την δόξα, στην πραγματικότητα είχε το περιθώριο εκείνος να κινεί τα πράγματα και εκείνος να δοξάζεται μαζί του.

Ο Βενιζέλος όμως είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Ήξερε καλά τις διεθνείς συνθήκες. Έβλεπε σε βάθος το τι θα γινόταν, ενώ συνεκτιμούσε τις ανάγκες των Ελλήνων και το πώς θα εξελισσόταν το πολιτικό παιχνίδι εάν άφηνε ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες. Έτσι, μολονότι ο Μεταξάς, άλλη προσωπικότητα παρεξηγημένη για ιδεολογικούς λόγους -όχι άδικα-, τον είχε προειδοποιήσει ότι η εμπλοκή της Ελλάδας στην Μικρασία θα απέβαινε σε βάθος χρόνου καταστροφική, ο Βενιζέλος ανέλαβε το ρίσκο και διότι θα λειτουργούσε ως τοποτηρητής των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας κυρίως, στην Μικρά Ασία, αλλά και διότι υποπτευόταν ότι το ελληνικό στοιχείο θα υφίστατο μεγάλες διώξεις εάν παρέμενε απροστάτευτο ή έπεφτε στα χέρια των Ιταλών και το πολιτικό κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο για τον ίδιο. Αυτό δεν συνειδητοποίησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι έπρεπε να αναλάβουν την εξουσία μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 για να καταλάβουν την παγίδα. Δεν είχαν όμως ούτε τη γνώση του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού συστήματος, ούτε την ικανότητα να πείσουν τον λαό για τυχόν απεμπλοκή, με αποτέλεσμα να φτάσουν ως τον Σαγγάριο, για να διαπιστώσουν τα αδιέξοδα, καταδικάζοντας ουσιαστικά έναν στρατό και έναν λαό σε μία καταστροφή αργότερα.

Προφανώς και η Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Ωστόσο, ο συγγραφέας, περιγράφοντας τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά  στοιχεία της μεγάλης προσωπικότητας του Βενιζέλου, μας δείχνει τα στρατηγικά διλήμματα στα οποία ο Ελληνισμός ήταν και ίσως εξακολουθεί να είναι μπροστά τους. Μία Ελλάδα προσηλωμένη στη Δύση, αλλά σε ποια Δύση; Αυτή της στιγμής ή αυτή που θα εξελιχθεί σε βάθος χρόνου; Ο Βενιζέλος έβλεπε παραπέρα. Πίστευε στο χάρισμά του και στη δυνατότητα να εκπροσωπεί έναν λαό που θα βρισκόταν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν ήταν όμως επαίτης, αλλά νικητής, καθώς είχε συμβάλει στην επιτυχία των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένας αδίστακτα ευέλικτος, αλλά και με γνώση των προτεραιοτήτων. Η φιλοδοξία του δεν του επέτρεψε να δει τι γινόταν στο εσωτερικό της Ελλάδας στα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας του (1917-1920) και στο όνομά του, με αποτέλεσμα την ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου 1020.

Ο Βενιζέλος δεν έπαψε να παλεύει για τον εαυτό του πρώτα και κατόπιν για τη χώρα. Η νέα ανόρθωση την τετραετία 1928-1932, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με το σύμφωνο φιλίας του 1930, αλλά και η αδυναμία να αντιμετωπίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση τον έστειλαν στην αντιπολίτευση. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε χρόνο μπροστά του να περιμένει για να ξαναστήσει το στρατηγικό   παιχνίδι επανόδου του στα πράγματα, καθότι η ηλικία, η έπαρση, αλλά και η επιμονή του στην εικόνα που είχε ο λαός γι’ αυτόν παλαιότερα, χωρίς να κατανοεί ότι πλέον εξέφραζε την παλαιοκομματική νοοτροπία της κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας και όχι του οράματος για μία νέα Ελλάδα, ήταν η αιτία για την τελική του ήττα όταν επιχείρησε το πραξικόπημα του 1935, οδηγώντας αργότερα τον μεγάλο αντίπαλό του Ιωάννη Μεταξά στη δικτατορία, καθότι εκείνος είχε όραμα για την Ελλάδα στον μεγάλο πόλεμο που ερχόταν.

Ένα βιβλίο που είναι πολύ σημαντικό για όποιους θέλουν να δούνε τι σημαίνει πολιτική, αλλά και πώς ένας άνθρωπος χαρισματικός μπορεί να  οδηγήσει έναν λαό μπροστά, αλλά και να νικηθεί τελικά από τα πάθη του. Πάντως απαρατήρητος δεν περνά. Αγαπιέται και μισείται, ενώνει όταν ο στόχος είναι μεγάλος, αλλά και διχάζει όταν φαίνεται ότι κλειδί για τον ίδιο και τους δικούς του είναι η εξουσία.  Πάντως, πλάθει ιστορία και γράφει ιστορία.

Ο συγγραφέας του βιβλίου πετυχαίνει να μας κάνει να συνταξιδέψουμε στην πορεία της ζωής και του χαρακτήρα του Βενιζέλου. Χωρίς λοιπόν να έχει ανάγκη από τον δικό μας έπαινο, ένα «ευχαριστώ» είναι χρέος μας προς εκείνον. Σας συνιστούμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

23 Ιανουαρίου 2025

          

1/22/25

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

                

Η διαχείριση της μοναδικότητας του θανάτου είναι ίσως η πιο δύσκολη κατάσταση της ζωής μας. Ιδίως όταν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τον αποτρέψουμε, μολονότι η ύπαρξη δίνει την σιωπηρή της μάχη, φέρνει στο φως το δίλημμα της ευθανασίας. Γιατί να υποφέρω, αφού μπορώ να τερματίσω τη ζωή μου με τη βοήθεια της ιατρικής επιστήμης όσο πιο ανώδυνα γίνεται; Γιατί να βλέπω τον άνθρωπό μου να υποφέρει και να μην τον υποβοηθήσω να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια;

                Η ευθανασία στην πραγματικότητα είναι ένα θέμα διαχείρισης των συναισθημάτων μας απέναντι σ’ αυτόν που υποφέρει, αλλά και απέναντι στον δικό μας θάνατο. Είναι ένα ζήτημα το οποίο βρίσκει απάντηση, όταν ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό. Αν ο Χριστός είναι για μας ο κυριεύων της ζωής και του θανάτου, το δίλημμα δεν τίθεται καν. Εμπιστευόμαστε τον Θεό. Εμπιστευόμαστε την προσευχή. Αφήνουμε σε Εκείνον  να έχει τον τελευταίο λόγο. Εννοείται ότι αξιοποιούμε όλα τα ανθρώπινα μέτρα και, πρωτίστως, την ιατρική. Άλλωστε, η επιστήμη είναι δώρο του Θεού.  Γνωρίζουμε όμως ότι Εκείνος τελικά κρίνει γιατί επιτρέπει τη δοκιμασία της ανίατης ασθένειας είτε για μας είτε για τους οικείους μας και διαλέγουμε την οδό της υπομονής, που μας καθαρίζει από τις αμαρτίες και το κακό, αλλά και μας οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού. Άλλωστε, κάθε στιγμή μέσα μας είναι στιγμή μετανοίας. Κάθε λεπτό ζωής μπορεί να οδηγήσει, αν το θέλουμε, στο «Μνήσθητί μου, Κύριε» του ευγνώμονος ληστού. Αλλά και η ιερότητα της ζωής δεν μπορεί να καταργηθεί μπροστά στον πόνο. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο πόνος γεννά το καινούργιο. Όπως η γυναίκα πονά για να φέρει στον κόσμο το παιδί της, έτσι και η ώρα του θανάτου είναι η γέννα της ανάστασης και της ανακαινισμένης ζωής.

                Η συζήτηση για την ευθανασία είναι μία συναισθηματική συζήτηση. Προφανώς και έχουμε συναισθήματα. Πάνω από αυτά όμως βρίσκεται η αλήθεια της σκέψης, της καρδιάς, των αξιών που μπορούν να τα νοηματοδοτήσουν. Βρίσκεται η αλήθεια της σχέσης  και της αγάπης. Ο θάνατος ως χωρισμός του ανθρώπου από τον κόσμο, τον συνάνθρωπο, από το ίδιο του το σώμα είναι γεγονός που φέρνει αδιανόητο πόνο. Πολλοί νιώθουν όμως μεγάλο κενό όταν φεύγει από τη ζωή ο άνθρωπός τους, ακόμη κι αν τον νιώθανε να υποφέρει. Και δεν είναι εγωισμός να θέλεις τον άνθρωπό σου στη ζωή. Είναι αγάπη, γιατί η σχέση θέλει και τις αισθήσεις. Όταν έρχεται η ώρα του θανάτου βεβαίως θα αποχωριστούμε. Τότε όμως δεν θα είμαστε εμείς που αποφασίζουμε αυτόν τον αποχωρισμό, αλλά το θέλημα του Θεού. Δεν είμαστε θεοί για να διαλέξουμε την ώρα της εξόδου. Είμαστε τέκνα Θεού που Τον εμπιστευόμαστε, ιδίως στην δυσκολότερη στιγμή της ζωής.

                Μια επιπόλαιη απόφαση νομιμοποίησης της ευθανασίας μπορεί εύκολα να ανοίξει τον δρόμο στο σύστημα υγείας να απαλλαγεί από «περιττά νοσήλια». Να βάλει σε πειρασμό συγγενείς να κληρονομήσουν νωρίτερα τα προσδοκώμενα. Να κάνει τον κόσμο ολοένα και πιο κυνικό. Να κάνει την τρίτη ηλικία βάρος και μόνο βάρος. Και να δείξει στον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει για την πολιτεία πίστη και Θεός, αλλά μόνο οικονομία, αριθμοί, συναισθηματική διαχείριση και καμία προσπάθεια για ενίσχυση της ιατρικής επιστήμης, ώστε να βρει καινούργια φάρμακα, αφού η λύση είναι προφανής. Ας προβληματιστούμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 22 Ιανουαρίου 2025

1/18/25

ΜΗ ΨΕΥΔΕΣΘΕ ΕΙΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ

 


«Μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολοσ. 3, 9-10).

«Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπὸ πάνω σας τὸν παλιὸ ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας μὲ τὶς συνήθειές του. Τώρα πιὰ ἔχετε ντυθεῖ τὸν καινούριο ἄνθρωπο, ποὺ ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μὲ τὴ νέα ζωή του νὰ φτάσει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ». 

            Γιατί λέμε ψέματα οι άνθρωποι; Υπάρχουν μερικές προφανείς αιτίες, όπως το ότι θέλουμε να δικαιολογηθούμε για πράξεις μας, τις οποίες κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως καλές και σωστές, ενώ άλλοτε θέλουμε να κάνουμε επίδειξη χαρισμάτων, ικανοτήτων, επιτυχιών, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Κάποιοι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι πραγματικά μάς συμβαίνει, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουμε έναν ψεύτικο εαυτό. Άλλοτε, δεν έχουμε φιλοσοφήσει στη ζωή και το νόημά της κι έτσι κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, ότι δεν θα έχουμε τέλος, ότι έχουμε δίκιο σε όλα, ότι εμείς είμαστε και κανένας άλλος. Η ηδονή όμως της εξουσίας, της επικράτησης, της δόξας, της αποδοχής μάς κάνει να επιλέγουμε την οδό και τον τρόπο του ψέματος.

            Η Βίβλος ξεκινά την διήγησή της για τον κόσμο με την ιστορία ενός μεγάλου ψέματος: αυτού που είπε ο διάβολος στους ανθρώπους, ότι αν έτρωγαν από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν θα πέθαιναν, αλλά θα γίνονταν θεοί. Ο διάβολος κατηγορεί τον Θεό ότι είπε ψέματα στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι τον πιστεύουν, συνυπολογίζοντας και την εικόνα μπροστά στα μάτια τους, της ωραιότητας του καρπού του δέντρου. Έτσι, επιλέγουν να ακολουθήσουν την οδό του ψέματος του διαβόλου και όχι την αλήθεια της σχέσης με τον Θεό.  Θα διαλύσουν αυτή τη σχέση μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη της επιλογής τους. Θα δικαιολογηθούν για το ότι έχουν κρυφτεί από τα μάτια του Θεού, λόγω της γυμνότητάς τους. Έτσι, θα αναγκαστούν να παραδεχτούν την αμαρτία τους, μόνο που θα κατηγορήσουν ο άνδρας τη γυναίκα και η γυναίκα τον διάβολο, κανείς όμως δεν θα παραδεχθεί ότι φταίει. Το ένα ψέμα φέρνει το άλλο.

            Το ψέμα έρχεται όταν οι άνθρωποι δεν είμαστε έτοιμοι να έχουμε γνήσιες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, αλλά θέλουμε είτε να πούμε τη μισή αλήθεια ή να στηρίξουμε τις σχέσεις μας τους άλλους στο ψέμα που εντυπωσιάζει πρόσκαιρα, αλλά δεν λυτρώνει. Η ζωή μας βρίθει περιπετειών, ακριβώς διότι στηρίζεται στη φαντασία και στο ψέμα. Άλλοτε θα κερδίσουμε και άλλοτε θα χάσουμε, καθώς ο κόσμος αποδέχεται το ψευδές, μέχρις ότου να γίνει κουραστικό ή να φανεί ένα πιο πειστικό ψέμα. Ο κόσμος αρέσκεται να ζει στο ψευδές, διότι δεν θέλει να αναλάβει ευθύνες και όποιος του υποδεικνύει το ψέμα του, εξασφαλίζει το μίσος και την απόρριψη. Όμως η ζωή μόνο με την αλήθεια μπορεί να πάει μπροστά. Ο λαός μας το λέει. «Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια».

            Ο απόστολος Παύλος, στην προς Κολοσσαείς επιστολή του, μας προτρέπει, αν θέλουμε να είμαστε άνθρωποι του Χριστού, άνθρωποι της βασιλείας των ουρανών, άνθρωποι της καινούργιας ζωής και δημιουργίας, να μη ψευδόμαστε ο ένας προς τον άλλο. Να μην ψευδόμαστε προς τον εαυτό μας, αλλά να μάθουμε από την νεαρή μας ηλικία να είμαστε ειλικρινείς, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες για τα λάθη μας και παλεύοντας για την μετάνοια και αλλαγή. Να θυμόμαστε ότι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, που είναι η αλήθεια, η οδός και η ζωή. Και μέσα στην αλήθεια, ακόμη κι αν δυσκολευόμαστε στις σχέσεις μας, θα βρούμε την αυθεντικότητα της αγάπης και της κοινότητας, διότι ο Χριστός δεν θα μας εγκαταλείψει. Ίσως χρειαστεί να αφήσουμε πίσω ανθρώπους που δεν θέλουν την αλήθεια, αλλά μόνο την κολακεία. Αυτό όμως είναι αναγκαίο, για να μη φθειρόμαστε. Εκεί όμως που δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, διότι οι σχέσεις είναι υποχρεωτικές, ας επιλέξουμε να λέμε και να είμαστε αληθινοί, με διακριτικότητα και αγάπη. Για να μην τρέφουμε κι εμείς ψευδαισθήσεις. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

19 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή ΙΒ’ Λουκά

1/14/25

ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

                

Στη δεκαετία του ’80 του προηγούμενου αιώνα δέσποζε ο όρος « αλλοτρίωση», ως αποξένωση από τον συνάνθρωπο, ως «απάθεια» και ενασχόληση μόνο με τον εαυτό μας. Μία σειρά κινημάτων εθελοντικών και ακτιβιστικών προσπάθησε να ανατρέψει αυτή τη στάση ζωής. Από την άλλη, ο ατομοκεντρισμός, ο οποίος θριάμβευσε εις βάρος της συλλογικότητας, με γνώμονά του την μετοχή στα αγαθά του πολιτισμού, τα οποία έχουν ως βάση τους τον κόσμο και το παρόν, έδωσε νέα ώθηση στην «απάθεια», με αποτέλεσμα αυτή να επικρατήσει σαρωτικά. Η εικονική πραγματικότητα, η ενασχόληση του ανθρώπου με τον δικό του κόσμο μέσα από το Διαδίκτυο και το κινητό τηλέφωνο επέτεινε αυτό το αίσθημα. Είμαστε τόσο απορροφημένοι από όσα βλέπουμε, από όσα μπορούμε να παίξουμε, από όσα μπορούμε να σκρολάρουμε, με αποτέλεσμα ο διπλανός μας να μην έχει καμία σημασία για μας.

                Αυτό το βλέπουμε σε ένα μεγάλο ποσοστό στη νέα γενιά. Παιδιά που δυσκολεύονται να διακρίνουν το καλό από το κακό, που αισθάνονται ότι ο κόσμος αφορά στους μεγάλους και όχι σε αυτά, που νιώθουν ότι πρέπει να τα έχουν όλα χωρίς να χρειάζεται να εκτιμήσουν τον κόπο των μεγαλυτέρων, των γονιών τους, των δασκάλων τους, αλλά και εκείνων που αγωνίζονται να τους δείξουν δρόμους, σχηματίζουν μία νέα πλειοψηφία: αυτή που δεν πιστεύει σε τίποτα συλλογικό, που δεν αισθάνεται την ανάγκη να κρίνει και να διακρίνει την αλήθεια, που αρκείται στο να υπάρχει.  

                Είναι όλα τα παιδιά έτσι; Είναι όλη η γενιά «της απάθειας»; Προφανώς και όχι. Απλά, σήμερα συγκροτούν έναν μέσο όρο, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα να ακούσει τραπ μουσική, να ανεβάσει βίντεο «για πλάκα» με κακοποιήσεις άλλων, που δεν αντιδρά στο κακό διότι δεν θέλει να μπλέξει, που διασκεδάζει με κρύα ανέκδοτα, που παρακολουθεί σειρές οι οποίες συνήθως δεν βγάζουν ένα δυνατό νόημα ζωής, αλλά λειτουργούν στην κωμικότητα και τη ρηχότητα τού να περάσουμε την ώρα μας. Έτσι, η απάθεια θεριεύει και θα δυσκολέψουν πολύ περισσότερο τα πράγματα στο μέλλον σε ό,τι αφορά αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη ψυχή».

                Κι η αγάπη; Θέλει πολύ χρόνο αυτή η γενιά για να συνειδητοποιήσει ότι πλαστήκαμε για να αγαπούμε. Ότι οι σχέσεις με τους άλλους δεν είναι συμφέρον, ηδονή, παιχνίδι, εφήμερο, αλλά χρειάζεται να δώσεις την καρδιά σου. Αν το χρήμα, η καριέρα, η δόξα, η αναγνωρισιμότητα είναι σήμερα τα σημεία-κλειδιά στη νοηματοδότηση της ευτυχίας, η "απάθεια" έρχεται να δέσει με αυτή τη νοοτροπία. Μόνο αν είσαι απαθής, μπορείς να πετύχεις τέτοιους στόχους. Αυτός που είναι ευαίσθητος, που νοιάζεται, που μοιράζεται, που δεν μένει στο εφήμερο μάλλον είναι καταδικασμένος στη μοναξιά ή στην αίσθηση ότι ανεβαίνει την οδό του Σίσυφου.  

                Και η πίστη; Ο Σαμαρείτης στη γνωστή παραβολή είναι ο Χριστός που γίνεται ο αντίποδας της απάθειας. Μόνο που συχνά τα παραδείγματα που έχουν τα παιδιά για τους πιστούς περιορίζονται στις φωνασκίες και τις παλαβομάρες του Διαδικτύου και όχι στην αυθεντική αγάπη, που νικά την απάθεια. Η αναδιοργάνωση των ενοριών σε κοινότητες, η λειτουργική σύναξη με συχνή συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλά και η έγνοια για τον άλλον μπορούν να αποτελέσουν μικρά, αλλά ουσιώδη αντίδοτα.

Αυτός ο δρόμος, αν συναντήσει οικογένεια που θα νοιάζεται και θα μοιράζεται,  παιδεία του «εμείς» και κοινωνία που θα καταδικάζει το ψέμα, μπορεί να συγκροτήσει βάση, ώστε η απάθεια να νικηθεί.  Άλλωστε, πλαστήκαμε για τον άλλον και όχι μόνο για το εγώ. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 15 Ιανουαρίου 2025

1/11/25

ΚΑΤΕΒΗ ΠΡΩΤΟΝ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΓΗΣ


«Τὸ δὲ «ἀνέβη» τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς;»
(Εφεσ. 4, 9)

«Τὸ ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ πὼς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στὴ γῆ;» 

            Ολοκληρώθηκε ο κύκλος του Δωδεκαημέρου και πάλι καλούμαστε να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό, τόσο πνευματικά, όσο και κοινωνικά. Πνευματικά, να θυμηθούμε ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος και κατήλθε μέχρι τοις κατωτάτοις της γης για την αγάπη μας, για να μπορούμε οι άνθρωποι να αναγνωρίσουμε τον Θεό στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου Του, όχι ως ιδέα ή ως αφηρημένη πεποίθηση, αλλά ως έναν από εμάς, ως πρόσωπο δηλαδή που κοινωνεί με πρόσωπα, ως ψυχοσωματική οντότητα ενωμένη με τη θεότητα, που μας κάνει τον Θεό προσιτό και, την ίδια στιγμή, νικώντας τον θάνατο καλεί κι εμάς να Τον ακολουθήσουμε στην άνοδό Του εν τω ουρανώ.

            Αυτή η βιωματική πορεία προσεγγίζεται και ακολουθείται στον τρόπο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και επιμένουμε στη λειτουργική ζωή. Επιμένουμε στην ευλόγηση όλης της κτίσης με τον αγιασμό των υδάτων. Επιμένουμε στην αγάπη που ξεκινά από τη συνάντησή μας στον ναό και συνεχίζεται με τη βίωσή της στην καθημερινή μας συναναστροφή με τους ανθρώπους, όπως και αν είναι και αυτοί και εμείς. Γι’ αυτό και η εθιμολατρία δεν απορρίπτεται, αλλά δεν επαρκεί. Ας κάνουμε λοιπόν την εξέταση του εαυτού μας, πόσο μπορέσαμε  να ζήσουμε τις γιορτές με τον τρόπο της Εκκλησίας και με τη ζωή της.

            Εδώ έρχεται ο απολογισμός σε κοινωνικό επίπεδο. Ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία οι γιορτές θα εξακολουθούν να είναι μία ανάπαυλα στην καθημερινότητά μας, διότι οι άνθρωποι έχουμε μάθει να ζούμε ακολουθώντας τον κοσμικό τρόπο. Μας φαίνεται αδιανόητο να γιορτάσουμε και διαφορετικά, όταν οι πλατείες είναι στολισμένες, εκδηλώσεις γίνονται με περιεχόμενο εθιμικής ψυχαγωγίας, ο καταναλωτισμός είναι σήμα κατατεθέν και τα ταξίδια και οι διασκεδάσεις μοιάζουν πειρασμοί ακατανίκητοι. Αν χάσουμε όμως την εμπιστοσύνη μας στον Χριστό ως Λυτρωτή και Θεό, τελικά τι απομένει μέσα από όλη αυτή την ευχάριστη αλλαγή, η οποία όμως δεν μας βοηθά να αλλάξουμε νοοτροπία;

            Έχει διαβρωθεί η ζωή μας από την αμαρτία, από την αποτυχία μας δηλαδή να αγαπήσουμε Θεό και άνθρωπο και από την κυριαρχία των κακών λογισμών, όπως επίσης και από τη χρήση του άλλου ως αντικειμένου ηδονής, είτε σωματικά είτε εικονικά. Το «εγώ» μάς κυβερνά. Δεν ρίχνουμε εύκολα μια ματιά στον άλλο, για να του σταθούμε ψυχικά, να τον ακούσουμε, να μοιραστούμε μαζί του τον καημό του, είτε τον συμμεριζόμαστε είτε όχι. Έτσι, δεν μοιάζουμε να είμαστε έτοιμοι να κατεβούμε στα «κατώτερα μέρη της γης», δηλαδή στα έγκατα τόσο της δικής μας ψυχής, όσο και της ψυχής του άλλου, για να μπορέσουμε να συμπορευτούμε στην οδό της αναστημένης αγάπης, στην οδό της ανόδου προς τον ουρανό.

 Τι χρειάζεται στ’ αλήθεια; Λίγο χρόνο να δώσουμε σ’ αυτόν που δυσκολεύεται. Σ’ αυτόν που βλέπουμε στο περιβάλλον μας να ταλαιπωρεί και να ταλαιπωριέται. Μία αίσθηση νοιαξίματος ότι δεν είμαστε έτοιμοι να πυροβολήσουμε, αλλά  να συντροφέψουμε, όσο μπορούμε. Είναι κάπως δύσκολος αυτός ο τρόπος, διότι πρώτα καλούμαστε να δούμε τα δικά μας. Κι εκεί δεν είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε την αδυναμία μας να επιλέξουμε σωστά, να δούμε την αλήθεια για το τι θέλουμε και είμαστε εμείς, ώστε να μπορέσουμε να καταστήσουμε υγιή, αληθινώς αγαπητικά,  τα κίνητρά μας για να προσεγγίσουμε τον κάθε άλλο.

Ολοκληρώθηκε ο κύκλος του Δωδεκαημέρου και η ζωή συνεχίζεται. Ας εμπιστευθούμε τον Χριστό και ας προσπαθήσουμε, ακολουθώντας Τον στην Εκκλησία, να ανέβουμε μαζί Του προς τον ουρανό, την αληθινή πατρίδα μας! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

12 Ιανουαρίου 2025

Κυριακή μετά τα Φώτα

 

1/7/25

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

                


Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο έχουμε λησμονήσει την έννοια της «πλάνης». Ο καθένας έχει την αίσθηση ότι είναι κάτοχος της αλήθειας, όπως τη βλέπει ο ίδιος. Έτσι, και δεν αποδέχεται την αμαρτωλότητά του, δηλαδή την αποτυχία του να δει τον δρόμο του Θεού μαζί με τον Θεό, όπως επίσης και να εκτιμήσει την συνύπαρξη με τους άλλους, που δεν νοείται χωρίς σεβασμό στα χαρίσματά τους, αλλά και με επίγνωση τού τι στέκεται και τι όχι στη ζωή. Αυτή η άρνηση της «πλάνης» στην πραγματικότητα καθιστά τις μεγάλες γιορτές της πίστης ξένες ως προς το πνευματικό τους περιεχόμενο για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Πώς να αποδεχτείς ότι έχεις ανάγκη την Εκκλησία ακριβώς επειδή είσαι σε πλάνη, είτε αυτή έχει να κάνει με την περιπλάνηση σε δρόμους χωρίς την προτεραιότητα του Θεού, είτε με το να ερμηνεύουμε τη ζωή με μόνο κριτήριο το «εγώ» και τον νου μας;

                Στην μεγάλη Δεσποτική εορτή των Θεοφανίων ακούμε την Εκκλησία να ψάλλει: «νάματα Ιορδάνεια περιεβάλου, Σωτήρ, ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Και έκλινας κορυφήν τω Προδρόμω, ο τον ουρανόν μετρήσας σπιθαμή, ίνα επιστρέψης τον κόσμον εκ πλάνης και σώσης τας ψυχάς ημών» (Δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου της εορτής). Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι ο Χριστός εισέρχεται στον Ιορδάνη ποταμό για να δώσει στους ανθρώπους όχι απλώς ένα μήνυμα επιστροφής από την πλάνη, αλλά επίγνωσης ότι ο Ίδιος είναι ο Λυτρωτής. Οι άνθρωποι που εισέρχονταν στον ποταμό, για να βαπτιστούν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ένιωθαν ότι απέναντι στον Θεό είχαν σφάλει, διότι δεν τηρούσαν τις εντολές Του, και η ύπαρξή τους ήταν βεβαρημένη, καθώς τους έλειπε η χαρά τού να είναι όπως ο Θεός τους θέλει, δηλαδή παιδιά που ακολουθούν τον Πατέρα τους με εμπιστοσύνη και αγάπη. Ο Χριστός όμως εισέρχεται στον Ιορδάνη όχι γιατί είχε ανάγκη του καθαρισμού από τον ρύπο της ψυχής, καθώς ήταν αναμάρτητος, αλλά για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος. Μας καλεί λοιπόν να ακολουθήσουμε την οδό του Θεού. Να πάψουμε να περιπλανιόμαστε χωρίς νόημα πίστης και αιωνιότητας και να βρούμε τη χαρά μέσα από την κοινωνία μαζί Του.

                Στον δρόμο αυτό πρώτος εισέρχεται ο Πρόδρομος. Δέχεται να βαπτίσει τον Χριστό, διδασκόμενος από την ταπείνωση του Θεανθρώπου. Τον εμπιστεύεται, παρότι αυτό που του ζητά ξεπερνά ό,τι θα μπορούσε ο Βαπτιστής να φανταστεί. Και ο Πρόδρομος γίνεται το λυχνάρι που ανοίγει τον δρόμο για το Φως. Μας δείχνει τον τρόπο, που είναι η πίστη. Φωνάζει για την ανάγκη της μετάνοιας, ώστε να μην περιπλανιόμαστε κατά το εγώ μας, αλλά κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού και μαζί με τον Χριστό. Έτσι, από το σκοτάδι ανατέλλει φως.

                Στον πολιτισμό της αποθέωσης της πλάνης, όπου τα σκοτεινά χρώματα του εγωκεντρισμού, της εξουσιαστικής βίας, της μοναξιάς που επικαλύπτεται διά του εικονοκρατούμενου πολιτισμού, των φόβων που μας κάνουν αντί να αγαπούμε και να μοιραζόμαστε, να θέλουμε να απολαμβάνουμε για να ξεχαστούμε, συχνά χωρίς μέτρο και όριο, η αναζήτηση της οδού του Χριστού είναι η αρχή της επιστροφής. Χωρίς να μας βγάζει από την ιστορία, η Εκκλησία μάς ζητά να εμπιστευθούμε την παράδοσή της. Να ζήσουμε τη Θεοφάνεια της Αγίας Τριάδος ως το ΝΑΙ στη δική μας ανάπλαση. Και να χαρούμε αληθινά τις γιορτές της πίστης, διότι σ’ αυτές νιώθουμε την παρουσία και την αγάπη του Χριστού.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 8 Ιανουαρίου 2025