9/25/24

CAMILLE de TOLEDO, «Θησέας, μια δεύτερη ζωή»

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 145- CAMILLE de TOLEDO, «Θησέας, μια δεύτερη ζωή», μετάφραση Σπύρος Γιανναράς, εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ 

                Ποιο νόημα έχει η ζωή μας, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο; Ποιες είναι οι συνισταμένες του κόσμου στον οποίο καλούμαστε να πορευτούμε; Ποιος είναι ο ρόλος του αξιακού χθες σε σχέση με το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο, που είναι ταυτόχρονα και σήμερα και αύριο; Πώς μπορούμε να αντέξουμε τις δοκιμασίες της ζωής, όταν βλέπουμε γύρω μας το περιβάλλον μας να μην μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά, όταν αισθανόμαστε ότι οι άλλοι περιμένουν από εμάς να κρατηθούν, αλλά εμείς δεν το αντέχουμε;

                Σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει ο Camille de Toledo, Γαλλόφωνος συγγραφέας και διδάκτορας συγκριτικής λογοτεχνίας, στο εξαιρετικό πρωτότυπο μυθιστόρημά του «Θησέας, μια δεύτερη ζωή», το οποίο κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά, ο οποίος συχνά παραθέτει ερμηνευτικές σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει το οικονομικό, πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσει το έργο του ο συγγραφέας. Το βιβλίο υπήρξε φιναλίστ για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας  Concourt του 2019, ενώ διατηρεί έντονο τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για ένα υβριδικό κείμενο, μεταμοντέρνο μείγμα αυτοβιογραφίας, φιλοσοφικού στοχασμού, ποιητικών αναφορών και μυθοπλαστικής ανάπλασης του αρχέγονου αττικού ήρωα Θησέα. Ο ήρωας  προσπαθεί να ζήσει μια δεύτερη ζωή, όταν διαπιστώνει ότι ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε και στηρίχτηκε, καταρρέει. Ο αδερφός του Ζερόμ αυτοκτονεί. Η μητέρα του Έστερ, δημοσιογράφος, δεν αντέχει την πίεση των γεγονότων και μιας ζωής στην οποία πάντοτε προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της και τις ενοχές της, γιατί διάλεξε την καριέρα και τη δόξα του επαγγέλματός της, αφήνοντας κατά μέρος τα παιδιά της. Ο πατέρας του, που τον ονομάζει «Γκάτσμπυ», από τον ήρωα του σπουδαίου ομότιτλου μυθιστορήματος του Φρ. Σκοτ. Φιτζέραλντ,  δεν θα αντέξει όλη αυτή την συντριβή και θα φύγει κι αυτός από τη ζωή. Ο συγγραφέας θα πάρει τα τρία του παιδιά και θα φύγει από τη Γαλλία, τη χώρα στην οποία θεωρητικώς εκφράζεται ο ευρωπαϊκός τρόπος σκέψης και ζωής, οι αξίες της Ευρώπης, και θα μετακομίσει στη Γερμανία, στην άλλη δυνατή χώρα της Ευρώπης και οικονομικά και μουσικά, στην πειθαρχία, τη δύναμη, την μοναξιά, για να βρει τον εαυτό του. Θα τον συντροφεύσει ένα κιβώτιο με τα ημερολόγια συγγενών του, εβραϊκής καταγωγής, όπου θα προσπαθήσει να αναψηλαφήσει τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και να βρει πώς τελικά η ζωή του θα έχει νόημα και σκοπό.

Συγκλονιστική η ιστορία του Οβέντ, του παιδιού που θα φύγει πρόωρα από τη ζωή έχοντας απαρνηθεί το αξιακό περιβάλλον της καταγωγής του, προσπαθώντας να γίνει ένας Γάλλος, χωρίς Θεό, χωρίς πατρίδα, χωρίς ταυτότητα, με μόνο όραμα διά της γνώσης της ιστορίας να βασιλέψει στη Γαλλία. «Ο Οβέντ, συνεχίζει, υπήρξε ένα απερίγραπτο παιδί όσον αφορά τον τρόπο που έγραφε, μοναδικό όμως ως προς το μνημονικό του ταλέντο. Και πώς να ξεχάσω εκείνη τη χειρονομία, όταν στη διάρκεια της τελευταίας νύχτας, ενώ είχε ήδη πάψει να μιλάει, και η νοσοκόμα ξαγρυπνούσε στο πλάι του κρεβατιού του, ορθώθηκε απότομα για να προσευχηθεί; Όμως ο καημένος ο γιος μου δεν ήξερε τα λόγια της προσευχής. Ήθελε να προσευχηθεί, όμως του έλειπαν οι λέξεις. Οι λέξεις της προσευχής είχαν εξαφανιστεί. Και σκέφτηκα, γράφει ο πρόγονος, είναι αυτό άραγε συνέπεια της αφομοίωσής μας στον γαλλικό τρόπο ζωής; Δυστυχώς δεν ξέρουμε πια, έχουμε ξεχάσει πώς να προσευχόμαστε. Στις τελευταίες στιγμές, ο Οβέντ αναζητούσε τον τρόπο, εκεί όμως που έψαχνε δεν υπήρχε πια ούτε λέξη. Γνώριζε τους βασιλιάδες όλων των δυναστειών της Ευρώπης, τις ημερομηνίες όλων των Γάλλων πριγκίπων, δεν ήξερε όμως τα λόγια της προσευχής. Είχαμε τόσο γρήγορα αφομοιωθεί. Και εκεί, στην καρδιά των λέξεων, στην καρδιά αυτής της Γαλλίας στην οποία ονειρευόταν να βασιλεύσει- ένας εβραίος βασιλιάς στη Γαλλία: υπογραμμίζει ο πρόγονος-υπήρχε μόνο ένα λευκό κενό στη θέση του Θεού. Τίποτα να παρακαλέσεις, τίποτα να προσκυνήσεις ή να βρεις καταφύγιο. Ούτε εγώ, λέει ο πρόγονος, κι είναι μεγάλη μου ντροπή, ήμουν ικανός να τον βοηθήσω.  Οι κοσμικοί, σχολιάζει, θεωρούν πως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τις προσευχές οι οποίες για αιώνες μας συνέδεαν με κάτι υπέρτερο ημών. Από πού μπορεί όμως να πιαστεί ένα εντεκάχρονο παιδί την ώρα που πεθαίνει; Τι του μένει, όταν απαιτούμε απ’ αυτό να είναι απλώς και μόνο ένας Γάλλος;» (σσ. 64-65).

Η διανόηση των καιρών μας αυτό ζητά, το λευκό κενό στη θέση του Θεού. ΝΑ είμαστε απλώς Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοί, Αμερικανοί, Ευρωπαίοι, χωρίς άλλη ειδοποιό διαφορά, να υπερτονίζεται η αριθμητική μας διάσταση και όχι το πρόσωπό μας. Γι’ αυτό και οι καιροί μας σήμερα καταργούν εύκολα το «ανήκειν». Ανήκουμε μόνο στον εαυτό μας, στον μικρόκοσμό μας, στο κινητό μας, στην οθόνη μας, στην θεματοποίηση του «εγώ». Πώς να αντέξουμε τους σταυρούς της ζωής; Πώς να νοηματοδοτηθεί ο εξ ανάγκης κοινός μας βίος; Χωρίς αγάπη, χωρίς μοίρασμα, χωρίς νόημα που ξεπερνά τον χρόνο, χωρίς Θεό όλα μοιάζουν να νικιούνται από τον θάνατο και όλα καθίστανται τελικά μπροστά στο ατέρμονο του χρόνου α-νόητα. «Ποιο νόημα; Ρωτάει ο Ζερόμ τι νόημα βρήκες σ’ αυτήν τη ζωή; Κι ακόμα πες μου τι κατάλαβες;» (σ. 252). Και, «αν έχω κάτι να μάθω σκέφτεται αν, παρ’ όλα τα όσα πρέπει να υπομείνω, υπάρχει κάποιο νόημα δεν θα έχουν πάει όλα χαμένα» (σ. 247)

Επισημαίνουμε ακόμη την κριτική στον «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο καπιταλισμός, πλέον, είναι το άλλο όνομα του sapiens, το όνομα των μυθευμάτων με τα οποία κυβερνούμε τον κόσμο. Το όνομα της καταστροφής» (σ. 162), στην ψευδαίσθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη θα δώσει νόημα στη ζωή, γενικότερα σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του να ζήσει, να αγαπήσει, να μοιραστεί, να νοηματοδοτήσει την πορεία του. Ο συγγραφέας μάς θέτει έτσι το μεγάλο ερώτημα: υπάρχει συλλογική απάντηση στο κενό νοήματος; Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Υπάρχει, αν κρατήσουμε την πίστη σε κάτι ανώτερο από εμάς. Η δική μας παράδοση, η ορθόδοξη, βρίσκει στη ζωή των σχέσεων με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, στη ζωή της κοινότητας, της ενορίας, της οικογένειας, του «ανήκειν» εκεί όπου αναγνωρίζεται η αξία του προσώπου και δεν γίνεται η ζωή ένας αγώνας να ελέγχουμε τα πάντα, αλλά παραμένει κλειδί η εμπιστοσύνη στην ελευθερία του άλλου και η αγάπη προς εκείνον, το νόημα που μπορεί να οδηγήσει στην ανάσταση.

Ένα εξαιρετικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που γεννά γόνιμους προβληματισμούς, ξεσκεπάζοντας αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Μας θυμίζει τον ήρωα της μυθολογίας μας, τον Θησέα, ο οποίος προχώρησε πέρα από τη σκοτεινή πλευρά της αρχικής ζωής του, πάλεψε να λυτρώσει και να λυτρωθεί, έζησε τις απώλειες, αλλά και έχτισε μια πόλη στην οποία το «ανήκειν» ήταν το  νόημα.

 Ευχαριστούμε την Αλεξάνδρα Λ. που μοιράστηκε μαζί μας τη χαρά της ωραίας έκπληξης που αποτελεί αυτό το βιβλίο! 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

            25 Σεπτεμβρίου 2024