ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 130- GRAHAM GREENE, «Ο ΕΠΙΤΙΜΟΣ ΠΡΟΞΕΝΟΣ», μτφρ.
Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
Ο Graham Greene
(1904-1991), περίφημος Άγγλος συγγραφέας, καταφέρνει να συνδυάσει στα μυθιστορήματά
του την εξαιρετική πλοκή με την θέση υπαρξιακών ερωτημάτων μέσα από ήρωες που
φαινομενικά μοιάζουν επιφανειακοί και συνηθισμένοι άνθρωποι. Τα θέματα των
βιβλίων του επηρεάστηκαν έντονα και από τη θητεία του ως πράκτορα των
βρετανικών μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η
δημοσιογραφική του ιδιότητα ως ανταποκριτή και απεσταλμένου σπουδαίων
εφημερίδων στο παγκόσμιο ειδησεογραφικό γίγνεσθαι, τον βοήθησε να διακρίνει λεπτομέρειες
που νοηματοδοτούν τη ζωή των ηρώων του.
Πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον εξαίρετο
μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη, το μυθιστόρημά του «Ο επίτιμος πρόξενος», το
οποίο κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Το μυθιστόρημα έχει πολλές πτυχές.
Είναι καλά στημένο στο πλαίσιο της σύγκρουσης στη Λατινική Αμερική ανάμεσα στην
Παραγουάη και την Αργεντινή, όχι μόνο για εδάφη κι ελευθερία, αλλά, κυρίως, για
το μεγάλο πρόβλημα κάθε εποχής, που είναι η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο ένας
από τους δύο κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος, ο Τσάρλι Φόρτναμ, είναι
επίτιμος πρόξενος της Αγγλίας σε μία επαρχιακή πόλη της Αργεντινής, κοντά στα
σύνορα της Παραγουάης. Σατιρίζοντας με εξαιρετικό, φλεγματικό αγγλικό χιούμορ, ο
Greene την αγγλική
γραφειοκρατία, η οποία, ενώ δεν αναγνωρίζει ουσιαστικό ρόλο στον επίτιμο
πρόξενο και δεν νοιάζεται για τη σωτηρία του όταν αυτός απαχθεί από
Παραγουανούς αντάρτες, εντούτοις του χορηγεί τη δυνατότητα να αλλάζει ως διπλωμάτης
αυτοκίνητα, να ζει άνετα, με μόνη του αρμοδιότητα να επικυρώνει έγγραφα για
τους ελάχιστους Άγγλους πολίτες που διαβιούν στην περιοχή.
Ο Φόρτναμ έχει
φίλο του τον δεύτερο κεντρικό ήρωα γιατρό Τεντ Πλαρ, γιο ενός πολιτικού
κρατούμενου και μιας μάνας η οποία τον μεγάλωσε χωρίς αγάπη κι έγνοια, καθώς η
μόνη σκέψη της ήταν στην Καθολική Εκκλησία, ενώ η μοναδική χαρά της ήταν να
τρώει γλυκά. Ο Φόρτναμ θα παντρευτεί μια πρώην πόρνη, η οποία όμως θα βρει χαρά
στο πρόσωπο του γιατρού. Ο γιατρός δεν είναι ερωτευμένος μαζί της. Την αφήνει
έγκυο, δεν θέλει το παιδί, εκείνη όμως αρνείται να το οδηγήσει στην έκτρωση
(σαφής μομφή και εναντίον της αντίληψης ότι το παιδί δεν είναι άνθρωπος). Ο Φόρτναμ
νομίζει ότι είναι δικό του το παιδί. Έτσι, ο γιατρός μπορεί να συνεχίσει να ζει
ως μποέμ. Στην πραγματικότητα, έχει θυμό εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος
της Αργεντινής κι έτσι, σε μια επίσκεψη του Αμερικανού πρεσβευτή στην περιοχή,
θα συμμετάσχει στο σχέδιο απαγωγής του, που καταστρώνουν Παραγουανοί αντάρτες,
με επικεφαλής έναν πρώην κληρικό, τον Λέον Ρίβας, ο οποίος πέταξε τα ράσα του
για να παντρευτεί (σαφής μομφή στην υποχρεωτική αγαμία του κλήρου που επιβάλλει
η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία). Από λάθος όμως και ερασιτεχνισμό, καθώς μπερδεύουν
τις πινακίδες των αυτοκινήτων, οι απαγωγείς θα πάρουν μαζί τους τον επίτιμο
πρόξενο.
Εδώ ξεκινά όλο το
μαρτύριο. Από την μία οι πολιτικοί αδιαφορούν για τη ζωή του ενός ασήμαντου
επίτιμου πρόξενου, τον οποίοι οι
απαγωγείς θέλουν να ανταλλάξουν με φυλακισμένους πολιτικούς κρατουμένους,
μεταξύ των οποίων ο γιατρός Πλαρ πιστεύει ότι είναι και ο πατέρας του. Όμως,
μία ζωή είναι παράπλευρη απώλεια. Θα το διαπιστώσουν τόσο οι απαγωγείς, όσο και
ο γιατρός. Από την άλλη, από το μυθιστόρημα παρελαύνουν χαρακτήρες που δείχνουν
τη ρηχότητα του κόσμου, χωρίς όμως να παύουν να είναι συμπαθείς ως άνθρωποι.
Τέτοιοι είναι ο Αργεντινός συγγραφέας Σααβέδρα, ο πρέσβης της Αγγλίας, οι
συνεργάτες του, ο καθηγητής της Αγγλικής στην περιοχή, η διευθύνουσα τον οίκο
ανοχής, ο αστυνομικός Πέρες, οι δικτάτορες της Αργεντινής και της Παραγουάης
και όλο το σύστημα του καιρού, που αρνείται να νοιαστεί για τον κάθε άνθρωπο.
Ο συγγραφέας
εστιάζει το ενδιαφέρον του στην αντάρτικη ομάδα που έχει απαγάγει τον επίτιμο
πρόξενο. Ξεχωρίζει ο πρώην κληρικός, ο οποίος αναζητεί τον εαυτό του, τον μέσα
άνθρωπο, την ίδια του την ιερωσύνη, από την οποία, παρότι απομακρύνθηκε, ουδέποτε
την εγκατέλειψε. Και θα την ξαναβρεί στο τέλος του μυθιστορήματος, καθώς θα
τελέσει την τελευταία λειτουργία για τους καταδικασμένους σε θάνατο αντάρτες,
τον Φόρτναμ και τον γιατρό. Θα τον βοηθήσει η πίστη της γυναίκας του, η οποία
δεν παύει να απορεί για τη θεσμική σκληρότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
την άρνησή της να δει τον άνθρωπο πιο πάνω από τα σχήματα. Ο γιατρός, αυτός που αμαρτάνει χωρίς
συνείδηση, βρίσκει στο πρόσωπο του Φόρτναμ τον χαμένο πατέρα του, καθώς όλο το
μυθιστόρημα γύρω από αυτό το θέμα περιστρέφεται, την πατρότητα.
Δεν είναι θέμα φυσικής συγγένειας, αλλά θέμα
αληθινής οικειότητας. Ο πατέρας δεν είναι μόνο αυτός που αποκτά την ιδιότητα
από την κατά σάρκα γέννηση των παιδιών του. Πατέρας είναι ο Θεός. Πατέρας είναι
αυτός που αγαπά και συγχωρεί. Πατέρας είναι αυτός που νοιάζεται, όπως ο Φόρτναμ
για την γυναίκα του, αυτή που τον απάτησε με τον γιατρό, αυτή που τον
παντρεύτηκε για τα χρήματά του, για να μπορέσει να καλύψει τα κενά της ύπαρξής
της, χωρίς όμως να αισθάνεται το δέσιμο της καρδιάς. Πατέρας γίνεται ο γιατρός,
όταν θα μπει μπροστά στις κάνες των όπλων για να γλιτώσει τον επίτιμο πρόξενο.
Πατέρας γίνεται ο πρώην ιερέας, που θα μπει κι αυτός μπροστά στις κάνες των
όπλων για να γλιτώσει από τον θάνατο τον γιατρό, αυτόν που μοιράστηκε μαζί του την
μόνη αλήθεια που διαρκεί: την αγάπη. Πατέρας θα γίνει για λίγο και ο ρηχός συγγραφέας
Σααβέδρα, όταν νιώθει ότι ήρωας γίνεται όχι αυτός που κρατά μια πένα, αλλά
αυτός που μπορεί να θυσιαστεί. Την πατρότητα όμως δεν μπορούν να τη ζήσουν οι πολιτικάντηδες,
οι γραφειοκράτες, οι συμφεροντολόγοι, αυτοί που η καρδιά τους δεν έχει έγνοια
για τον άλλον, αλλά μόνο για το «εγώ» τους.
Ο Greene,
πιστός ρωμαιοκαθολικός χριστιανός, όχι της συνήθειας και της επιφάνειας, αλλά
της βαθύτερης αναζήτησης, μέσα από το δυνατό και συναρπαστικό μυθιστόρημά του,
θέτει το ερώτημα της μετάνοιας για τις πράξεις της ζωής. Μπορεί να το
συνδέει με τη δύναμη και την πίεση του θανάτου, όμως η μετάνοια είναι το τελικό
ζητούμενο για τους ήρωές του. Αυτοί που ξεκινούν με την ανάγκη για ικανοποίηση
του machismo, που
αποδίδεται στα ελληνικά ως «αντριλίκι», καταλήγουν να ζούνε την αγάπη ως νόημα
της ζωής τους και ως αληθινό machismo.
Μεσολαβεί όμως η μετάνοια, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τη ζωή στην
προοπτική της σχέσης με τον Θεό ως πατέρα και αγάπη. Έτσι, ξανανθίζει η ελπίδα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
23 Φεβρουαρίου 2024