12/31/21

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 86- ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

                 Δύο χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Κάρολου Ντίκενς περιλαμβάνονται στο ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Περιλαμβάνει δύο από τις πέντε συνολικά ιστορίες που έγραψε ο μεγάλος κλασικός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Η πρώτη είναι η γνωστή «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία» (A Christmas Carol), πρωτοδημοσιευμένη το 1843. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι την  γνωρίζουμε είτε από τις μεταφράσεις είτε από τις ταινίες. Δεν είναι προφανώς μια ιστορία για παιδιά, αλλά πρωτίστως μια ιστορία αφύπνισης για τους μεγάλους. Μια ιστορία κριτικής στην αστική τάξη, θα λέγαμε και στο πνεύμα του καπιταλισμού, όταν το χρήμα και η κατοχή του θεωρούνται το κλειδί για να έχει ο άνθρωπος νόημα στην ζωή του. Και μπορεί ο Εμπενίζερ Σκρούτζ να ζει μέσα από την συνάντηση με το φάντασμα του συνεταίρου του Τζέικομπ Μάρλεϊ και τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, την προσωπική του μετάνοια, με την έννοια της αλλαγής ζωής επί το ανθρώπινο και όχι επί το ατομοκεντρικό. Αν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους θεολογικούς, ο Εμπενίζερ Σκρούτζ ζει τον πνευματικό θάνατο της θεοποίησης του «εγώ» του, του εαυτού του. Άνθρωπος χωρίς ίχνος αγάπης, άνθρωπος που εκδικείται την δύσκολη παιδική του ηλικία, καθώς μέσα από την φτώχεια και την εγκατάλειψή του από τον πατέρα του, αισθάνεται πως το κλειδί στην ζωή, η επιτυχία, εξαρτάται από τα χρήματα που θα αποκτήσει κάποιος (αστική νοοτροπία), με αποτέλεσμα να σβήσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Ο Ντίκενς τον φέρνει μπροστά στην εορτή των Χριστουγέννων, στην συναίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρά μόνος του, χωρίς να βλέπει τους γύρω του και χωρίς να νιώθει ότι τελικά υπάρχουμε για να κάνουμε το καλό, διότι αλλιώς η μοναξιά του πνευματικού θανάτου θα φέρει και τον αιώνιο, την κόλαση κατά την δυτική παράδοση.

                Ο μεγάλος συγγραφέας λειτουργεί ψυχαναλυτικά και, ταυτόχρονα, ψυχοθεραπευτικά  Θα λέγαμε ότι γεννά τα τρία πνεύματα βγαλμένα μέσα από το ασυνείδητο του πρωταγωνιστή, για να του δείξει ότι ο άνθρωπος έχει ως αντίπαλό του το πεπερασμένο, τον χρόνο, ο οποίος λειτουργεί είτε ως αφορμή κάθαρσης, συνάντησης με τον πλησίον και, επομένως, με τον Θεό, και τελικά ως κλειδί για την όποια αιωνιότητα ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί να βρει (είτε της θρησκευτικής πίστης είτε της μνήμης των ανθρώπων είτε και των δύο), είτε τον εγκλωβίζει σε μία λογική ατομοκεντρισμού, στην οποία αισθάνεται ευχαριστημένος με το έχειν του, ακόμη κι αν αυτό δεν του δίνει την χαρά που διαρκεί. Χωρίς να είναι μαρξιστής ο Ντίκενς, αξιοποιεί την χριστιανική πρόταση της αγάπης που γίνεται άνοιγμα σε όλη την ανθρωπότητα και δίνει ένα αληθινό αριστούργημα.

                Αξίζει να σταθούμε σε μία λεπτομέρεια που περνά απαρατήρητη στις ταινίες. Είναι η τελευταία εικόνα που συναντά ο Σκρούτζ, την ώρα που το δεύτερο πνεύμα του παρόντος, του δείχνει έναν κόσμο συναδέλφωσης και αγάπης στην γιορτή των Χριστουγέννων, λίγο πριν το πνεύμα χαθεί. «Κι από τις πτυχές του μανδύα του τράβηξε δυο παιδιά, που ήταν γαντζωμένα πάνω του. Δυο πλάσματα άθλια, αποκρουστικά. – Άνθρωπε! Κοίταξέ τα!, πρόσταξε το Πνεύμα. Κοίτα τα εδώ να, στα πόδια μου! Ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κατάχλωμα, κοκαλιάρικα, κουρελιασμένα, αγριεμένα από τον φόβο και τη στέρηση, άσχημα και κακότροπα μέσα  στον εξευτελισμό τους... -Είναι τα παιδιά σου, Πνεύμα; τραύλισε με κόπο ο Σκρούτζ, - Είναι τα παιδιά των ανθρώπων, απάντησε το Πνεύμα, κοιτάζοντας τα δυο άθλια πλάσματα στα πόδια του. Και γαντζώθηκαν πάνω μου για να ξεφύγουν από τους πατεράδες και τις μανάδες τους. Αυτό το αγόρι είναι η Αμορφωσιά. Κι αυτό το κορίτσι η Φτώχεια. Να φυλάγεσαι κι από τα δυο. Μα πιο πολύ απ’  τ’  αγόρι. Γιατί στο μέτωπό του είναι γραμμένη η καταδίκη» (σελ. 119-120)

                Η Αμορφωσιά και η Φτώχεια. Προφητικός ο λόγος του μεγάλου συγγραφέα. Η φτώχεια αντιμετωπίζεται στις δυτικές κοινωνίες ή ανακουφίζεται. Η αμορφωσιά; Ιδίως στους καιρούς της πανδημίας, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη όλων μας για ό,τι λείπει από τους πολλούς. Ας προβληματιστούμε.

                Η δεύτερη επιγράφεται «Οι καμπάνες» (The Chimes) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1844. Είναι εξίσου συγκλονιστική με την πρώτη. Πρωταγωνιστής της ένας απλός άνθρωπος, ο Τόμπι Βεκ, ο οποίος βγάζει το ψωμί του κάνοντας τα θελήματα των ανθρώπων, θα λέγαμε ένας μεταφορέας, ένας κούριερ του σήμερα. Το ερώτημα το οποίο τον απασχολεί όμως είναι το ερώτημα του κακού. Η αστική τάξη της εποχής του, βουλευτές, φιλάνθρωποι, κυρίες της καλής κοινωνίας, τραπεζίτες, πείθουν τους φτωχούς που  τους έχουν ανάγκη ότι έχουν γεννηθεί με το κακό μέσα τους. Ο Max Weber θα περιγράψει αυτή την αντίληψη αργότερα στο εξαιρετικό του βιβλίο «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού».  Ο Βεκ όμως είναι άνθρωπος της αγάπης. Μεγάλωσε μόνος του την κόρη του Μεγκ, η οποία έχει άπλετη καλοσύνη στην καρδιά και η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί τον σιδερά Ρίτσαρντ την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Περιμαζεύει τον άστεγο Γουίλιαμ Φερν και τη μικρή Λίλιαν. Υπηρετεί τον βουλευτή Μπόουλι, τον σύμβουλο Κιουτ και τον εντιμότατο κ. Φάιλερ. Ο σύμβουλος των εργατών Κιουτ προσπαθεί να αποτρέψει τον γάμο του Ρίτσαρντ και της Μεγκ, τονίζοντας ότι η διαιώνιση του ανθρώπινου είδους από φτωχούς, μόνο κακό θα φέρει. Και ο Τόμπι θα πάει παραμονή πρωτοχρονιάς στο καμπαναριό του ναού της πόλης, για να ακούσει τις καμπάνες που αγαπά, μόνο και μόνο για να παρηγορηθεί. Εκεί θα λιποθυμήσει και θα αισθανθεί ότι πέθανε, θα περικυκλωθεί από πνεύματα και ξωτικά που θα τον πάνε στο μέλλον, μόνο και μόνο για να τον βοηθήσουν να αλλάξει γνώμη:  ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουμε για το κακό, αλλά για το καλό και οι φτωχοί ιδιαίτερα  μπορούν να ξεχωρίσουν για την καλοσύνη, την ανθρωπιά και την αγάπη που νοηματοδοτούν τον χρόνο.

                Η δεύτερη αυτή ιστορία, μέσα στην απλότητα και την χάρη της, αλλά και στην αγωνία του κεντρικού ήρωα, εκτός από κριτική στην αστική τάξη, στον καπιταλισμό, σε έναν προτεσταντισμό που αρνείται στην πράξη την αγάπη του Θεού για όλους τους ανθρώπους και προσανατολίζει την κοινωνία στο «έχειν» και όχι στην αγάπη, μας δίνει την ευκαιρία να προβληματιστούμε τελικά για το αν ο άνθρωπος είναι φύσει κακός, φύσει ρυπαρός, φύσει πτωτικός, φύσει αμαρτωλός. Η πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, έχοντας ως κύρια δωρεά την αγάπη. Η αμαρτία είναι επιλογή και όχι η φυσική μας κατάσταση. Δυστυχώς πολλοί και από την ορθόδοξη πλευρά έχουν επηρεαστεί από την αντίληψη της δυτικής παράδοσης ότι είμαστε εκ φύσεως ρυπαροί, ότι μεταφέρουμε το προπατορικό αμάρτημα ως αναγκαστική κατάσταση και ότι πρέπει να γλιτώσουμε από την τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες μας. Αγνοούμε έτσι ότι ο Θεός μας έπλασε ελεύθερους να νικούμε τον πνευματικό θάνατο ή να τον επιλέγουμε. Δεν μας έπλασε φύσει κακούς, ούτε η όποια αμαρτία μεταβάλλει την φύση μας. Το θέλημά μας μάς απομακρύνει από τον Θεό, όχι η φύση μας. Η απόπειρα του Ντίκενς να δείξει ότι τελικά οι άνθρωποι είμαστε καλοί και πλαστήκαμε για το καλό λειτουργεί ανακουφιστικά για την δυτική παράδοση. Ίσως και πολλοί εξ ημών, και λίγοι και θεολογούντες και καθοδηγητές, να έπρεπε να το σπουδάσουμε καλύτερα την παράδοσή μας.

                Η αστική τάξη της εποχής του Ντίκενς ήθελε τους φτωχούς να παραμένουν φτωχοί. Οι εργάτες να είναι υπηρέτες και μια κοινωνία αδικίας να συντηρείται χάριν του κέρδους των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής. Ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας δείχνει ότι η ανθρωπιά πρέπει να αγκαλιάσει τους πάντες και αυτός είναι ένας δρόμος πολύτιμος σε μια εποχή όπου ο ατομοκεντρισμός θριαμβεύει.

                Υπάρχουν κι άλλες τρεις ιστορίες: « Το τριζόνι στο τζάκι» (1845), «Η μάχη της ζωής: Μια ιστορία αγάπης» (1846), «Ο κυνηγημένος άνθρωπος κι ένα παζάρι με το φάντασμα» (1848). Με όλες αυτές ο Ντίκενς μας υπενθυμίζει ότι το χρέος μας είναι συλλογικό και ότι τα πάντα τελικά περνούνε από την αγάπη, μήνυμα πολύτιμο για τις μέρες μας και για κάθε εποχή.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

31 Δεκεμβρίου 2021

 

12/30/21

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 85- ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ, “ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΑΥΤΟΥ ΨΥΧΗΣ”, εκδόσεις Πατάκη

 


ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 85- ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ, “ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΑΥΤΟΥ ΨΥΧΗΣ”, εκδόσεις Πατάκη

            Το νέο μυθιστόρημα του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη Ισίδωρου Ζουργού επιγράφεται “Περί της εαυτού ψυχής” και μας ταξιδεύει στο Βυζάντιο, στην εποχή των Κομνηνών. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο σημείωμα στο τέλος του μυθιστορήματος, εμπνευσμένος από την ζωή του σε μια πόλη με μεσαιωνικές εκκλησίες και κάστρα, την Θεσσαλονίκη, γνώρισε τον κόσμο του Βυζαντίου μέσα από μια αναγνωστική καταβύθιση, όπως επίσης και μέσα από τις αγιογραφίες και τις εκκλησίες. Ήθελε, εν είδει τακτοποίησης συγγραφικών εκκρεμοτήτων, να καταθέσει το δικό του βότσαλο στο μεγάλο μωσαϊκό. Διάλεξε την εποχή των Κομνηνών, στην εποχή τέθηκαν οι βάσεις για την μετέπειτα μεγάλη πνευματική διαμάχη ανάμεσα στον λόγιο ουμανισμό και τον μυστικισμό του Αγίου φωτός, την μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στο κατά πόσον η ταυτότητά μας στηρίζεται στην ανθρώπινη γνώση και τις αξίες του παρόντος χρόνου ή το νόημά της προσδίδεται από την σχέση με τον Θεό, από την ανάγκη να βρούμε χώρο στην ψυχή μας για την αιωνιότητα, όπως αυτή εκφράζεται διά της κοινωνίας με το άκτιστο φως.

Μη νομίσετε όμως ότι ο Ζουργός έγραψε ένα θρησκευτικό, επομένως αδιάφορο για τους πολλούς, μυθιστόρημα. Εξαίρετος χρήστης του λόγου, μυθοπλάστης, περιγραφικός στους χαρακτήρες, με πολύ καλή γνώση της ιστορίας, κάτι που φαίνεται και από τις πηγές που παραθέτει, ο Ζουργός σπούδασε όλα τα έθιμα, την ιδιόλεκτο, τον τρόπο εορτασμού, την εθιμοτυπία του παλατιού, τις πολιτικές και φιλοσοφικές συγκρούσεις της εποχής, όπως για παράδειγμα με την παρουσία του Μιχαήλ Ψελλού στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, όπως επίσης και οι πόλεμοι που γίνονταν προκειμένου η αυτοκρατορία να σταθεί στα πόδια της μετά τις επιδρομές των Σελτζούκων, των Νορμανδών και την παρουσία των Σταυροφόρων, των Βενετών και των Γενουατών, που ουσιαστικά αφαίρεσαν από τους αυτοκράτορες την διαχείριση του θαλάσσιου πλούτου και του εμπορίου, καθώς τους βρήκαν ανήμπορους να παλέψουν απέναντι σε τόσα μέτωπα, παρά τις ικανότητες τους.

Ο Ζουργός θα διηγηθεί, παράλληλα με την ιστορία των Κομνηνών, την ιστορία της οικογένειας Κλαδά, με πρωταγωνιστή τον Σταυράκιο. Μένοντας ορφανός τόσο αυτός όσο και τα δύο αδέρφια του ο Θεοφύλακτος και ο Ιωάννης, θα κληθούν να επιβιώσουν σε ένα κλίμα στο οποίο δυο ήταν οι κύριες δυνατότητες:  ο στρατός και το μοναστήρι. Ο Σταυράκιος θα σπουδάσει την τέχνη του οξυγράφου και του αντιγραφέα στην περίφημη μονή του Στουδίου. Δεν θα μείνει όμως στο μοναστήρι, παρότι εξαιρετικός καλλιτέχνης και αντιγραφέας, διότι τον τραβά η ελευθερία Δεν έχει φιλοδοξίες γενικά, καθότι είναι ένας μέσος, καθημερινός άνθρωπος. Ζητά την ευτυχία με τον τρόπο των πολλών:  την αγάπη, την φροντίδα για μια οικογένεια, τις σχέσεις με τους ανθρώπους, την προθυμία, την ανθρωπιά. Ο Σταυράκιος δεν είναι φτιαγμένος για μεγάλα. Όταν του δίνονται ευκαιρίες στο παλάτι των Κομνηνών, όπως και αρχικά στην Μονή του Στουδίου,  επιλέγει όχι να παίξει πολιτικά παιχνίδια για να αναδειχθεί, ούτε να γίνει αδίστακτος, αλλά να κάνει την δουλειά του με σοβαρότητα, αγάπη και σεβασμό. Θα γίνει για μια στιγμή κάτοχος ενός χειρογράφου που αποτυπώνει τις περιπέτειες του Πυθέα, ενός μεταγενέστερου Οδυσσέα, με τίτλο «Περί Ωκεανού». Ο ίδιος αυτό έχει κατά νου. Να είναι κοντά στην θάλασσα, να μάθει, να χαρεί την απλωσιά της γνώσης. Στο τέλος της ζωής του όμως θα επιλέξει την οδό του αδερφού του Ιωάννη, την οδό της ερημιάς και της ασκητικής λιτότητας, αφήνοντας χώρο στην καρδιά του για τον Θεό και το φως Του, δείχνοντας ότι το μεγάλο ταξίδι τελικά είναι προς την αιωνιότητα.

Στην συναρπαστική αφήγηση του Ζουργού, εναλλάξ τριτοπρόσωπη και μονοπρόσωπη (αφηγείται ο ίδιος ο Σταυράκιος), παραγγελία της Ανθούσας, της κόρης του Σταυράκιου, πριν αυτός αποχωρήσει για την θάλασσα με τα αδέρφια του, σημάδι ότι με την γραφή δεν είναι η ασκητικότητα η τελική επιλογή, αλλά ένας συγκερασμός, μια σύνθεση ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, παρεμβάλλονται πρόσωπα που αποτυπώνουν χαρακτήρες που συναντούμε καθημερινά:  ο Θεοφύλακτος, δέσμιος φιλοδοξιών που απείχαν από τον ρεαλισμό. Ο Ιωάννης, παπαδιαμαντικός αλαφροΐσκιωτος, που αναζητεί την θέωση, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί την ανθρώπινη καθημερινότητα, η Θεολένια, γυναίκα με εξυπνάδα, ικανότατη αντιγραφέας, η οποία ξέρει όχι απλώς  να διαχειρίζεται τα οικιακά, αλλά και κάνει βήματα για να δείξει σε μια εποχή που οι γυναίκες ήταν διακριτικά περιθωριοποιημένες, ότι τα στερεότυπα πρέπει να πέσουν, ο Νικόλαος και η Μαξιμώ, που αποδεικνύονται προστάτες των ορφανών Κλαδά, αλλά βρίσκουν άδικο τέλος διότι έχουν επιλέξει την αίρεση των Βογομίλων για να πιστέψουν, κάτι που και για την αυτοκρατορία αποτελούσε κίνδυνο ταυτότητας, η Γρηγορία, αρχικός έρωτας του Σταυράκιου, η οποία θα προτιμήσει να παραμείνει ασυμβίβαστη με την πολιτική ήττα και να διαφεντέψει μόνη της την ζωή της. Ξεχωριστές οι προσωπικότητες του δεύτερου πατέρα του Σταυράκιου, του Λεόντιου, ευνούχου του παλατιού, εξαιρετικού συμβούλου του Αλεξίου Κομνηνού, σοφού, ο οποίος ελίσσεται πολιτικά, αλλά και ξέρει να ζει, όπως επίσης και του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος μυεί τον ήρωα στον κόσμο του βιβλίου. Δεν μπορεί να μη σταθούμε στον Πόθο, φίλο του Σταυράκιου, ο οποίος οργανώνει μια κοινότητα αγιογράφων, αναρχικών του βουνού, πέρα από νόμους και κανόνες κρατικούς, δείχνοντας ότι η αγάπη για την ελευθερία, την τέχνη, την ανθρωπιά, τον Θεό νικά τον καθωσπρεπισμό, χωρίς να γίνεται επαναστατικό κίνημα.

Όλα αυτά ο Ζουργός τα δένει μέσα από την ιστορία των Κομνηνών. Μέσα από τις πολιτικές ίντριγκες, τις διαφορετικές οπτικές, τον αγώνα και την αγωνία η αυτοκρατορία να σταθεί στα πόδια της, αλλά και το μεγαλείο του Βυζαντίου, ο συγγραφέας κάνει ένα ταξίδι αναζήτησης της ψυχής του κεντρικού ήρωα, αλλά και των υπόλοιπων. Ψυχή κι αλήθεια της ύπαρξης πάνε μαζί. Ψυχή και χαρίσματα πάνε μαζί. Ταυτότητα χωρίς ψυχή, δεν μπορεί να υπάρξει και ψυχή δίχως ταυτότητα. Και δεν είναι τελικά μόνο το άτομο το οποίο παλεύει για την ψυχή του, αλλά και ένας ολόκληρος κόσμος.           

Αξίζει να διαβαστεί. Γιατί μέσα από την εξαιρετική πέννα του Ζουργού μπορούμε όλοι μας να βρούμε αφορμές να σπουδάσουμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και την ψυχή μας, αλλά και να δούμε σειρά θεμάτων που είναι πάντοτε επίκαιρα, όπως είναι η προσφυγιά, ο αγώνας για επιβίωση, το ερώτημα της ευτυχίας, η συλλογική και ατομική ταυτότητα, η μεταφυσική σε σχέση με την παροντοποίηση της ζωής, αλλά και ο κόπος για την πρόοδο, οι φιλοδοξίες που άλλοτε συντρίβουν άλλοτε δικαιώνουν, μα πάνω απ’  όλα η αγάπη που συνθέτει και ενώνει και δεν καθιστά τον άνθρωπο μονότροπο, εκδικητικό και επιφανειακό.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

30 Δεκεμβρίου 2021

12/29/21

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

 

          


Στην τελευταία στροφή του παλιού και στην πρώτη του νέου χρόνου είθισται να γίνονται οι απολογισμοί. Ανατρέχουμε σε ό,τι πέρασε, στα ευχάριστα και τα δύσκολα, στα όμορφα και στα άσχημα, επιθυμώντας να βάλουμε στην λήθη ό,τι μας έκανε να πονέσουμε, αλλά και να τονίσουμε στην καρδιά μας ό,τι μας ανέπαυσε και μας έδωσε χαρά. Οι απολογισμοί έχουν να κάνουν και με το καλαντάρι του χρόνου που έφυγε στην πολιτική, στον αθλητισμό, στα ξεχωριστά της ζωής. Το ερώτημα είναι πώς αποτιμούμε τελικά τι είναι σημαντικό και τι όχι; Υπάρχουν γεγονότα που μπορούμε να ξαναζήσουμε ή καθετί είναι μοναδικό;

           Ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος έλεγε ότι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές την ίδια στιγμή στον ίδιο ποταμό, γιατί η στιγμή δεν επαναλαμβάνεται. Η λήθη όμως κάποτε μπορεί αν είναι λυτρωτική. Κρύβει τις πληγές, όχι ότι τις εξαφανίζει, γι’  αυτό και η ρήση ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός δεν ισχύει, διότι κάθε τραύμα αφήνει μικρές πληγές στο σώμα και την ψυχή, που μας ενοχλούν ανάλογα με τις μεταβολές του καιρού, χρονικές και των περιστάσεων της ζωής. Το θέμα είναι κατά πόσον μπορούμε να εκτιμήσουμε τις στιγμές μας, να ωριμάσουμε μέσα από αυτές, να κάνουμε καινούργιες αρχές, να μην νικηθούμε από τις ήττες μας, να ζητήσουμε την βοήθεια του Θεού όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να μάθουμε να εκτιμούμε όποιος και ό,τι έχουμε.

        Αυτός ίσως είναι και ένας διαφορετικός απολογισμός. Ποιοι ήταν οι πολύτιμοι για μας την χρονιά που κλείνει; Χτίσαμε καινούργιες σχέσεις, δυναμώσαμε τις παλιές, ξεκαθαρίσαμε τι μας ενοχλεί, τι μας ενώνει, τι μας πληγώνει, τι μας κάνει να αισθανόμαστε μοναξιά και τι κοινωνία; Σχέση δεν είναι μια καινούργια ερωτική εμπειρία ή περιπέτεια. Σχέση είναι να μπορούμε να σπουδάσουμε τον άλλον άνθρωπο στον χαρακτήρα του, στα χαρίσματά του, να του δώσουμε από τον εαυτό μας, να τον συγχωρέσουμε για ό,τι δεν είναι για μας, να προσευχηθούμε να μας συγχωρεί για ό,τι δεν είμαστε γι’  αυτόν. Σχέση είναι να μπορούμε να βλέπουμε στον άλλον άνθρωπο την εικόνα του Θεού και αυτό είναι πολύτιμο βήμα στον χρόνο, διότι μας κάνει να φεύγουμε απο τον προσανατολισμό στο εγώ μας και να νιώθουμε ότι αξίζουμε στο «εμείς».

            Για την Εκκλησία ο χρόνος είναι καιρός, δηλαδή ευκαιρία από την μία του ποιήσαι τω Κυρίω, να ζήσουμε κατά τις εντολές του Χριστού, να λειτουργούμαστε, να προχωρούμε δοξολογικά και ευχαριστιακά και αγαπητικά για τον Θεό που έγινε για μας άνθρωπος, και από την άλλη του ποιήσαι τω ανθρώπω, να νοιαζόμαστε για τον κάθε πλησίον μας, να γινόμαστε πλησίον του κάθε ανθρώπου, όπως μπορούμε. Γι’  αυτό και στην εκκλησιαστική ζωή, στην ενορία όπου πηγαίνουμε, ας έχουμε κατά νου στον απολογισμό μας, να θυμηθούμε πρωτίστως πόσους από τους συνενορίτες μας γνωρίσαμε, για πόσους προσευχηθήκαμε, για πόσους νιώσαμε πιο οικεία. Αλλά και στο περιβάλλον μας αν ανοίξαμε την καρδιά μας, όπως επίσης και αν καταφέραμε να ακούσουμε, να συναισθανθούμε, να μειώσουμε εντάσεις, να νικήσουμε τον εαυτό μας.

        Κι αν βρισκόμαστε λειψοί στο μέτρημα, ας μη αποκαρδιωθούμε. Δεν είμαστε μόνοι μας στον χρόνο, αλλά «έστι Θεός», που μας συντροφεύει και μας ενισχύει να βάλουμε αρχή μετάνοιας και αγάπης.


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”

Στο φύλλο της Τετάρτης 29 Δεκεμβρίου 2021

12/26/21

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 84 -π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ, «ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ-μια συνοδοιπορία με τον πνευματικό», εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ

 ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Κάθε βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού είναι και μια έκπληξη. Έχει να πει κάτι καινούργιο, δοσμένο με τρόπο αληθινά πνευματικό, μέσα από τον συνδυασμό θεολογίας, επιστημών ψυχικής υγείας, εμπειρίας, μελέτης, συνάντησης με τους ανθρώπους, κυρίως πολλής αγάπης δεμένης με την πίστη στον Θεό. Και επειδή δεν κρύβει τα λόγια του, αλλά μαρτυρεί περί της αληθείας, τα όσα μοιράζεται μαζί μας είναι αυθεντικά και οδηγούν αυθεντικά. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.

Το τελευταίο του βιβλίο επιγράφεται «Το βλέμμα στην ενδοχώρα-μια συνοδοιπορία με τον πνευματικό» (εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ). Μη θεωρήσετε ότι αναφέρεται μόνο στους ιερείς-πνευματικούς. Χρησιμοποιεί πλείστα παραδείγματα από συζητήσεις ανθρώπων που επισκέπτονται τους πνευματικούς τους, για να βοηθήσει τόσο τους ιερείς όσο και εκείνους που ζητούν μια γνήσια επικοινωνία, να βρούνε πατήματα ώστε να νιώσουν ότι η πνευματική σχέση θέλει τρόπο. Και αυτός είναι στηριγμένος στην εξατομίκευση. «Ολόκληρη η ποιμαντική ποιμαντική εμπεριείχε πρακτική ψυχολογία, μόνο που τότε δεν ήταν αναγνωρίσιμη ως επιστήμη» (σελ. 9). Η ψυχολογία λοιπόν, είτε ενυπάρχει στον τρόπο με τον οποίο ο πνευματικός έχει μάθει, συνήθως από τον δικό του πνευματικό να εξομολογεί, είτε προστίθεται μέσα από την μελέτη, την επιμόρφωση, την πρόοδο στην γνώση, είναι χρησιμότατη στον τρόπο προσέγγισης του εξομολογούμενου.

Σήμερα, επειδή ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το μυστήριο, καθότι δεν είναι μόνο η εξαγόρευση των αμαρτιών που ενδιαφέρει τον εξομολογούμενο, αλλά συνήθως η συζήτηση για τα προβλήματά του με τον πνευματικό, ο π. Βασίλειος επισημαίνει ότι «σε αντίθεση με άλλες μορφές διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης, απουσιάζει από την ποιμαντική επαφή κάποιος μάρτυρας, μια τρίτη ματιά. Ο εκπαιδευτικός έχει (θεωρητικά τουλάχιστον)τον σχολικό σύμβουλο, καθώς και εποπτικές προσομοιώσεις διδασκαλίας. Ο ψυχοθεραπευτής ακούει σε συνέδρια περιγραφή κλινικών συνεδριών, ενώ επίσης φέρνει στον επόπτη του όσες από τις δικές του περιπτώσεις τον δυσκολεύουν. Ο γονέας εξωτερικεύει τις αγωνίες και τα διλήμματά του σε άλλους γονείς ή σε σχολές γονέων. Ως προς την εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση, όμως, ο πνευματικός παραμένει ,,μονώτατος’’: ούτε θεσμικές ευκαιρίες έχουν αναπτυχθεί στην Εκκλησία μας, ούτε η κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί απέναντι στο μυστήριο προάγει το μοίρασμα και την συμβουλή. Το απόρρητο από τη μια, και η φιλολογία περί αποκλειστικής δράσης της Χάριτος από την άλλη, έχουν οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, σε ένα άβατο όπου ουδείς έχει πρόσβαση. Ελάχιστοι πνευματικοί συνηθίζουν να συμβουλεύονται άλλους και σχεδόν κανείς επίσκοπος δεν καλλιεργεί συμπροβληματισμό των πνευματικών. Άπαξ και αναθέσουν σε κάποιον κληρικό να εξομολογεί  μοιάζει σαν να μην τους ενδιαφέρει πλέον τι γίνεται μεταξύ των δύο εκείνων προσώπων» (σσ. 9-10). Θα προσθέταμε στους προβληματισμούς του π. Βασιλείου και το ότι συνήθως οι ιερείς που εξομολογούν έχουν παγιωμένες αντιλήψεις, ώστε ακόμη και ο συμπροβληματισμός να μετατρέπεται σε παράλληλους μονολόγους. Ακόμη και η επιμόρφωση δεν οδηγεί σε ουσιαστικό αναστοχασμό, καθότι ελλείπουν η ταπείνωση και η εμπιστοσύνη.

Ο π. Βασίλειος τολμά να γράψει ένα εγχειρίδιο όχι από την κορυφή προς την βάση, αλλά από την βάση, από την περιφέρεια των διαπροσωπικών συναντήσεων. Το χωρίζει σε τρεις ενότητες: στο αίτημα, στην ροή και στην αξιολόγηση. Περιλαμβάνει πλήθος διαλόγων και αντιμετωπίσεων συγκεκριμένων περιπτώσεων από πνευματικούς, με κριτική τοποθέτηση στον τρόπο προσέγγισης του εξομολογούμενου και κάποιες προτάσεις, όχι ως συνταγολόγιο, αλλά ως αφορμές κατανόησης. Επισημαίνει ότι η αφήγηση του εξομολογούμενου δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, διότι υπάρχει ως εκδήλωση της ετερότητας και της αποσπασματικότητάς μας, που σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και δεν υπάρχει συνταγή. Τονίζει ότι ο πνευματικός πρέπει να παλέψει με τον διάλογο να διαπιστώσει το αίτημα του εξομολογούμενου, δηλαδή να μην ακούει αμαρτήματα αλλά ανθρώπους. Εδώ πιθανόν να έρθει σε σύγκρουση με την πολιτισμική Ορθοδοξία στην οποία έχει μεγαλώσει και ζει ο εξομολογούμενος, στο ότι δηλαδή ζει σε άλλη εποχή από το σήμερα, Ο πολιτισμικά ορθόδοξος συνήθως δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη για την ζωή του , να οδηγηθεί δηλαδή στην πνευματική ενηλικίωση. Εδώ ο πνευματικός καλείται να διαπιστώσει αν οι αμαρτίες που εξαγορεύονται συνοδεύονται από μετάνοια, δηλαδή από απόφαση για ανάληψη της ευθύνης αλλαγής στην ζωή ή αν ο εξομολογούμενος απλά ζητά μία ανακούφιση ή κάποιον που να του εναποθέσει την ευθύνη. Το μεγάλο ερώτημα έγκειται στο κατά πόσον αυτός που εξομολογείται αισθάνεται εγγύτητα προς τους ανθρώπους και κατ ’επέκτασιν προς τον Θεό. Εδώ είναι η ρίζα των προβλημάτων στους γάμους, στην σεξουαλική ζωή, στο συναισθηματικό τέλμα. Και πάλι ο πνευματικός καλείται να ερμηνεύσει ανθρώπους και την ίδια στιγμή να προχωρήσει ο ίδιος πνευματικά, ώστε να μην υστερεί σε σχέση με αυτόν που έχει απέναντί του. Κι αυτό έχει να κάνει όχι κατ’ ανάγκην με την παιδεία και την μόρφωση, αλλά με την υπαρξιακή προσέγγιση και πρόοδο που έρχεται να συναντήσει τον κόσμο, όπως πορεύεται σήμερα και όχι όπως πορευόταν χτες.

Στο δεύτερο μέρος, το οποίο επιγράφεται «ροή», ο π. Βασίλειος επισημαίνει, αξιοποιώντας αφηγήσεις, ότι η μόνιμη απόδοση της ευθύνης για την αμαρτία του ανθρώπου στον διάβολο καθηλώνει και δεν βοηθά, κλείνει την συζήτηση, αντί να την ανοίξει. Το ερώτημα είναι γιατί ο άνθρωπος είναι ευάλωτος στον διάβολο και πώς αυτό μπορεί να ανατραπεί. Επίσης, ο πνευματικός από την ροή της αφήγησης είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ακούσει και την άλλη πλευρά, δηλαδή την αφήγηση για τα περιστατικά των ανθρώπων που σχετίζονται με τον εξομολογούμενο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να γίνεται χειριστικός απέναντι στον πνευματικό., ενώ συχνά εμφανίζεται ένας ψευδής εαυτός, ο οποίος επηρεάζει συναισθηματικά τον πνευματικό, αν ο εξομολογούμενος έρχεται συχνά ή είναι συνεργάτης του. Εδώ ο πνευματικός πρέπει να βλέπει και τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να υπερνικήσει ενορμήσεις όπως η ερωτικοσεξουαλική και η επιθετική, τις οποίες συναντάς και στους εξομολογούμενους. Η πνευματική ζωή δεν είναι αρκετή, εάν δεν συνοδεύεται από εκπαίδευση και προβληματισμό.

Στο τρίτο μέρος, το οποίο επιγράφεται «αξιολόγηση» ο π. Βασίλειος αναφέρεται στην ανάγκη για πνευματική και ποιμαντική διάγνωση, να αξιοποιεί την διαίσθησή του όντας ώριμος και ταπεινός, ώστε να διακριβώσει την μετάνοια. Ο συγγραφέας θέτει τρία ερωτήματα: «α. ποια θέση καταλαμβάνει η συγκεκριμένη πτώση μέσα στον ψυχισμό του συγκεκριμένου ανθρώπου; Ποιο είναι το υπαρξιακό της ειδικό βάρος; Τι σημαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ως προς την απόκλιση από τον θεϊκό νόμο; Πώς διαμορφώθηκε και πώς λειτουργεί η αμαρτία στον συγκεκριμένο άνθρωπο; Β. Ποια ψυχικά μορφώματα και ποιες ψυχικές λειτουργίες επιστρατεύονται για να υπηρετηθεί η αμαρτία ή και για να καταπολεμηθεί επίσης; Ποια είναι η σημασία του χαρακτήρα; γ. Πόσο διαφορετική τελικά είναι η ποιότητα της μετάνοιας;» (σσ. 86-87).  Μετάνοια σημαίνει ειλικρίνεια στην θέαση των αμαρτιών και ελπίδα και αυτοπαράδοση στον Θεό. Δεν είναι ταπεινολογία. Ο πνευματικός καλείται να διακρίνει τον ναρκισσισμό του ανθρώπου, τον τρόπο με τον οποίο αυτός εκφράζεται  πέρα από το φυσικό,  το άγχος που κρύβεται πίσω από την οργή και τον θυμό, την φιλαυτία και την ασπλαχνία ως ρίζα των παθών, την κατάθλιψη που κρύβεται συχνά πίσω από διόγκωση συγκεκριμένων προβλημάτων, την ψυχαναγκαστική προσωπικότητα. Επιείκεια, μετρημένη χρήση των επιτιμίων, με έμφαση στην ανάγκη του ανθρώπου να κοινωνήσει και όχι σε έναν νομικισμό. Το σωτηριολογικό έργο του Χριστού άλλωστε έχει ως τίτλο του «Θεία Οικονομία και όχι Θεία Ακρίβεια» (σελ. 121).

Ο π. Βασίλειος κλείνει το βιβλίο του τονίζοντας ότι η εξομολόγηση έχει την δύναμη να αποτελέσει για τον άνθρωπο «επανορθωτική εμπειρία» (σελ. 138). Μακάρι να είναι και για τον ποιμένα, τον εξομολόγο επανορθωτική η εμπειρία της συνάντησής του με τον εξομολογούμενο, ενώ και για τους δύο όπως και για όλους μας τα πάντα καλούνται να είναι Χριστός.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

26 Δεκεμβρίου 2021

12/24/21

ΤΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

  


Και ήλθον σπεύσαντες: Μετά τον λόγο του Αγγέλου οι βοσκοί τρέχοντας ήρθαν (Λουκ. 2, 16) και βρήκαν την Μαριάμ, τον Ιωσήφ, τον γεννηθέντα Κύριο στην φάτνη. Η λαχτάρα του να συναντήσουν την χαρά, ο ενθουσιασμός ότι ξεκίνησε μια νέα εποχή στον κόσμο, αλλά και η τιμή διότι αξιώνονται πρώτοι από όλους να γίνουν συμμέτοχοι στο γεγονός τους κάνει να βάζουν φτερά στα πόδιαά τους. Ας μην γκρινιάζουμε για μας. Ας ξεπεράσουμε την συνήθεια και «σπεύσαντες» ας Τον προσκυνήσουμε στην Εκκλησία με την καρδιά μας. Είμαστε και θα είμαστε συμμέτοχοι και κοινωνοί αυτής της νέας πραγματικότητας για τον κόσμο, της βασιλείας του Θεού.

Δι’  άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών: οι Μάγοι, αφού προσκύνησαν τονΧριστό και του προσέφεραν τα δώρα τους, επιστρέφουν στον τόπο τους. Δεν μένουν εκεί παθητικοί θεατές, αλλά συνεχίζουν την ζωή τους, μόνο που τώρα αυτή έχει αλλάξει. Ένα ταξίδι που ολοκληρώνται σε δύο χρόνια, για μία στιγμή προσκύνησης ενός βασιλιά! Τι έρωτας! Τι γλυκιά τρέλα! Και μία επιστροφή με την ψυχή χορτάτη, αδιάφορη για την ταλαιπωρία, για το λίγο. Είναι τα πάντα το λίγο με τον Θεό! Και δι’  άλλης οδού η επιστροφή (Ματθ. 2,12). Ξέρουν ότι το παιδίον νέον θα κυνηγηθεί από εκείνους που ουδέποτε θα το αγαπήσουν. Και οι ίδιοι γνωρίζουν πλέον ότι υπάρχουν κακοτοπιές και άνθρωποι που ζητούν την ζωή του παιδίου και πιθανόν και την δική τους. Ο Θεός τους προστατεύει. Κι εκείνοι δεν πάνε γυρεύοντας. Είναι η μαρτυρία στον τόπο τους που χρειάζεται. Κι εμείς, ας επιστρέφουμε στην καθημερινότητά μας δι’  άλλης οδού:  της αγάπης, της εξυπνάδας απέναντι στο κακό, της ταπείνωσης!

Ἄκουε οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ, σαλευθήτω τὰ θεμέλια, ἐπιλαβέτω τρόμος τὰ καταχθόνια, ὅτι ὁ Θεός τε καὶ Κτίστης, σαρκὸς εἰσέδυ πλάσιν καὶ ὁ κραταιᾷ κτίσας χειρὶ τὴν κτίσιν, σπλάγχvον ὁρᾶται πλάσματος. Ὢ βάθος πλούτου, καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύvητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!  Άκουε ουρανέ και πρόσεχε με όλες σου τις δυνάμεις γη, ας σαλευθούν τα θεμέλιά σας, ας πιάσει τρόμος τα κάτω μέρη της γης, εκεί όπου κατά την παράδοση παραμέναν οι ψυχές των νεκρών, διότι ο Θεός και Κτίστης εισχώρησε στο δημιούργημα Του της ανθρώπινης ύπαρξης, και Αυτόν που δημιούργησε την κτίση με το παντοδύναμο χέρι Του, Τον βλέπουμε στα σπλάχνα του πλάσματός Του. Τι βάθος πλούτου, σοφίας και γνώσης θεϊκής.  Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις Του για τον κόσμο, πόσο ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι που ετοίμασε! Το Στιχηρό της έκτης Ώρας της παραμονής των Χριστουγέννων τα λέει όλα για τον Θεό που από αγάπη γίνεται άνθρωπος και τα πάντα αλλάζουν, αν προσέξουμε την καινούργια ζωή στην οποία μας καλεί!

Χριστός εγεννήθη, Αληθώς εγεννήθη!

π. Θ. Μ.

Χριστούγεννα 2021

12/22/21

Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΣ

                


 Σε έναν από τους πιο όμορφους προεόρτιους ύμνους των Χριστουγέννων ο υμνογράφος βάζει την Παναγία να σκύβει, αν και μητέρα, μπροστά στον Χριστό, όπως οι δούλοι μπροστά στον βασιλιά, και να αναρωτιέται: «Πώς ενεσπάρης μοι ή πώς μοι ενεφύης, ο λυτρωτής μου και Θεός;».

Αυτό το ερώτημα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή μας. Από την μία είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε κάθε ανορθολογισμό, ακόμη κι αν αυτός έχει να κάνει με θέματα που υπερβαίνουν τις δυνατότητες του νου μας, όπως είναι τα ζητήματα της πίστης, και από την άλλη είμαστε υποταγμένοι και αποδεχόμαστε πλήθος ανορθολογισμών, όπως είναι τα τυχερά παιχνίδια, το στοίχημα, τα καζίνο, σειρές που αναφέρονται σε βρικόλακες, εξωγήινους, Deja vu. Η κριτική κατά του ανορθολογισμού εξαντλείται στην θρησκευτική πνευματικότητα και δεν επεκτείνεται ευρύτερα. Αυτό δεν αναιρεί την νοοτροπία που έχουμε ότι κάθε ιερό δεν έχει λογική. Στην πραγματικότητα, κάθε ιερό έχει την δική του λογική. Αυτό που είναι παράλογο είναι όταν βαφτίζουμε στην θρησκευτικότητα κάθε πεποίθησή μας ιερή και δεν αρκούμαστε στα όσα η Εκκλησία μας, δοκιμασμένα στους αιώνες, έχει αποδεχτεί ως υπερβαίνοντα  την φύση των πραγμάτων. Η υπέρβαση όμως δεν σημαίνει κατάργηση της φύσης, αλλά χρήση της με ένα άλλο νόημα, μιαν άλλη προοπτική.

Το ερώτημα της Παναγίας είναι συγκλονιστικό: το παιδίον νέον Χριστός «ενεσπάρη». Δεν γεννήθηκε εκτός των φυσικών τρόπων και νόμων, αλλά με υπέρβασή τους. Δεν προσέλαβε σάρκα κατά τον φυσικό ανθρώπινο τρόπο: με την σύμμειξη αρσενικού και θηλυκού, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Η θεία οικονομία χρησιμοποιεί την φύση των πραγμάτων που η ίδια δημιούργησε, αλλά αφήνει κατά μέρος το στοιχείο της φθοράς. Διότι η μείξη αρσενικού και θηλυκού, μαζί με την γέννα μιας νέας ύπαρξης, μεταδίδει τον θάνατο, καθώς ό,τι έχει αρχή, έχει και τέλος. Ο Χριστός όμως δεν προσέλαβε τον θάνατο, καθότι υπήρξε υιός ανθρώπου, της Παναγίας, όχι όμως υιός ανθρώπων. Ο θάνατος για τον Χριστό ήταν εκούσια επιλογή, καθότι ήρθε για να ζήσει άπαντα τα ανθρώπινα, πλην της φθοράς.

Ταυτόχρονα, ήρθε για να δείξει στον άνθρωπο ότι η αμαρτία δεν είναι θρονιασμένη στην φύση μας εξ ανάγκης, δεν κληρονομείται, αλλά επιλέγεται. Η αμαρτία ως αποτυχία να βρούμε τον αληθινό σκοπό της ζωής μας, την αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο που υπερβαίνει τον εαυτό και το εγώ μας, είναι παρούσα στην ζωή μας όχι γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτή, αλλά επειδή συνεχώς την επιλέγουμε, θεοποιώντας με ποικίλους τρόπους τον εαυτό μας. Όταν θέλουμε εμείς να έχουμε τον τελευταίο λόγο και όχι ο Θεός, όταν αρνούμαστε στον Θεό να έχει οποιονδήποτε λόγο στην ζωή μας, όταν αντιστεκόμαστε στην αγάπη και ζητούμε τα πάντα να είναι για τον εαυτό μας, τότε ζούμε την αμαρτία στις ποικίλες της πτυχές. Ο Χριστός ήρθε για να μας δείξει ότι μέσα από την σχέση μαζί Του, δεν είμαστε μόνοι αν θέλουμε να αγωνιστούμε πνευματικά, και θα νικήσουμε το κακό. Με την ανάσταση των νεκρών μάλιστα, θα νικήσουμε οριστικά και την φθορά του χρόνου!

Το ερώτημα της Παναγίας  δεν παύει να αποτελεί το ερώτημα κάθε ανθρώπου: πώς μπορώ από την απορία να περάσω στην αναγέννηση; Για να γίνουν τα Χριστούγεννα η ευκαιρία να γνωρίσουμε τον δικό μας Λυτρωτή και Θεό.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 22 Δεκεμβρίου 2021

12/18/21

ΜΗ ΦΟΒΗΘΗΣ ΠΑΡΑΛΑΒΕΙΝ ΜΑΡΙΑΜ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΟΥ


«Ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»
(Ματθ. 1, 20-21)

Ενώ λοιπόν σκεφτόταν αυτά, ιδού, άγγελος Κυρίου φάνηκε σ’ αυτόν στο όνειρό του, λέγοντας: «Ιωσήφ, γιε του Δαβίδ, μη φοβηθείς να παραλάβεις τη Μαρία τη γυναίκα σου. Γιατί αυτό που μέσα της γεννήθηκε είναι από Πνεύμα Άγιο. Και θα γεννήσει γιο, και θα καλέσεις το όνομά του Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους».  

          Μπροστά σε κρίσιμα γεγονότα, μπροστά σε αποφάσεις που έχουν οδύνη, οι άνθρωποι διστάζουμε, φοβόμαστε, αισθανόμαστε αγωνία. Θα προτιμούσαμε να μην είχαμε να κάνουμε επιλογές μέσα από διλήμματα. Θα θέλαμε η απόφασή μας να βαδίζει στα σίγουρα. Γνωρίζουμε ότι εκτιθέμεθα. Ότι κάθε απόφαση θα έχει συνέπειες και δεν θα είναι «αβρόχοις ποσί» ο δρόμος μέσα από αυτήν. Τότε σκεφτόμαστε την προσευχή, τότε ζητάμε βοήθεια από τον Θεό ώστε να φτάσουμε μέχρι εκεί όπου ο νους μας βλέπει, ελπίζοντας στον Θεό ότι θα συμπληρώσει τα υπόλοιπα.

            Σε ένα τέτοιο δίλημμα βρέθηκε ο δίκαιος Ιωσήφ όταν έμαθε ότι η Μαριάμ, η Παναγία, η Θεοτόκος ήταν έγκυος. Δεν περνούσε από τον νου του η υπέρβαση της φύσεως. Δεν περνούσε από τον νου του ότι το παιδί δεν ήταν ανδρός αλλά Πνεύματος Αγίου. Ωστόσο, δεν του πήγαινε η καρδιά να διαπομπεύσει την Μαρία ως άπιστη και μοιχαλίδα. Η αγάπη, ιδίως στου απλούς ανθρώπους, ξέρει να σκεπάζει, ξέρει να καλύπτει πλήθος αμαρτιών. Και  απόφασή του ήταν να διαλύσει κρυφά τον αρραβώνα, βρίσκοντας μια λύση φύλαξης για την Παναγία, αλλά και κρατώντας τα όσα ο μωσαϊκός νόμος όριζε για τις περιπτώσεις της μοιχείας. Μέσα του συγκρούονταν η θρησκευτική ακρίβεια που ήταν η παράδοση και η ταυτότητά του, με την ανθρωπιά και την αγάπη, που υπερβαίνει τους νόμους.

            Ο Θεός δίνει την λύση. Στέλνει άγγελο στον ύπνο του να πει στον Ιωσήφ, που χαρακτηρίζεται «δίκαιος», να μην φοβηθεί να παραλάβει την Μαριάμ ως γυναίκα του, να αναγνωρίσει το παιδί σαν δικό του, ώστε η Μαριάμ να μην αντιμετωπίσει την κατακραυγή, αλλά και για να μπορέσει ο Χριστός να μεγαλώσει χωρίς κοινωνικές ρήξεις, διότι θα αποπροσανατόλιζαν από το σωτηριώδες έργο του. Βλέπουμε ότι ο Θεός δεν έρχεται να κάνει τον κοινωνικό επαναστάτη, ώστε να ικανοποιήσει αιτήματα για κοινωνική αλλαγή που όμως δεν πρόκειται να απαντήσουν στο μοναδικό μήνυμα: ότι υπάρχουμε πρωτίστως για να συναντήσουμε τον Θεό, να προσανατολιστούμε στην αγάπη, στην ανάσταση, στην αιωνιότητα!  

            Κυρίως όμως ο λόγος του Αγγέλου είναι προτρεπτικός και για μας: να μην φοβηθούμε να δούμε τον Χριστό όπως είναι και όπως ήρθε για μας.

       Παιδίον νέον, διότι η ουσία βρίσκεται στην αγάπη, την καλοσύνη, την συγχωρητικότητα, την άρνηση της αμαρτίας, όπως την ζούνε τα παιδιά.

            Ιησούν, δηλαδή ως τέλειο άνθρωπο, με όνομα που σημαίνει «ο Θεός σώζει τον λαό Του». Ό,τι δηλαδή ήρθε για να μας υπενθυμίσει ότι ανήκουμε στον λαό του Θεού, ότι είμαστε εικόνες Του και ότι ο Θεός μας αγαπά και δεν μας ξεχνά σε οποιαδήποτε περίσταση της ζωής μας, όσα λάθη κι αν κάνουμε, όση αδιαφορία κι αν δείχνουμε.

            Χριστόν, δηλαδή χρισμένο βασιλιά της αγάπης, που σώζει τον κόσμο και τον άνθρωπο. Όχι έναν αφέντη ή έναν εξουσιαστή, αλλά εκείνον που  έρχεται απευθυνόμενος στην ελευθερία μας, ζητώντας μας να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την ζωή, ότι δηλαδή δεν είναι το θέλημά μας που δίνει νόημα σ’ αυτήν, αλλά ο κόπος μας, όταν συνδυάζεται με το δικό Του θέλημα, δηλαδή η εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν.

            Θεού Υιόν, όχι δηλαδή φιλόσοφο, καλό άνθρωπο, κοινωνικό επαναστάτη, πρόσωπο του χτες, αλλά Εκείνον που ήρθε να προσλάβει την φύσης μας για να ανοίξει τον δρόμο σε όλους μας για τον αγιασμό και την θέωση. Μέσα από Αυτόν ο θάνατος, ο έσχατος εχθρός μας, δεν έχει επίδραση επάνω μας, γιατί πλέον δεν είναι Άδης, κόλαση, μοναξιά, μηδέν, αλλά πέρασμα στην ζωή που έχει να κάνει με την θέα του Θεού, της Παναγίας, των αγίων, του κάθε πλησίον μας και την προσδοκία της ανάστασης του σώματός μας, ώστε να συμμετάσχουμε στην καινούργια γη, στον καινούργιο ουρανό, στην καινούργια βασιλεία.

            Σωτήρα, δηλαδή λυτρωτή από την τυραννία του «μόνο εγώ», του «εδώ», του «τώρα», του «μόνο θέλω και απαιτώ», του «ζητώ χωρίς να δίνω», του «απογοητεύομαι γιατί...», του «νικιέμαι από τον φόβο κάθε μορφής». Και, ταυτόχρονα, αρχηγό της όντως ζωής που νικά το σκοτάδι του κάθε σπηλαίου  άγνοιας, κακού και αμαρτίας.

            Ας μην φοβηθούμε να Τον προσλάβουμε στην ύπαρξή μας μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μέσα από την συνάντηση με τον πλησίον στην Εκκλησία, μέσα από μια γιορτή που ξεπερνά το υλικό, όχι περιφρονώντας το, αλλά αγιάζοντάς το και ανανοηματοδοτώντας τον κόσμο και την ζωή μας!

            Καλά Χριστούγεννα!


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

19 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως


12/14/21

ΜΠΟΡΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ;

 

«Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που, μετά τον Θεό, θα μας κυβερνούν» (Αββάς Δωρόθεος)

Ο πολιτισμός μας μάς παρέχει τα μέσα εκείνα που γεννούν την ψευδαίσθηση ότι είμαστε κυβερνήτες του εαυτού μας. Ότι δεν χρειαζόμαστε κανέναν, αλλά αρκεί το ίδιον θέλημά μας. Έχουμε άλλωστε απεριόριστη πρόσβαση σε τόσες πληροφορίες που μας επιτρέπουν να διαμορφώνουμε άποψη για όλα. Και δεν μας χρειάζεται φιλτράρισμα, αφού θεωρούμε τον εαυτό μας ικανό να σχηματίσει άποψη. Ζούμε την απο-αυθεντοποίηση των πάντων. Δεν υποψιαζόμαστε ότι ακολουθούμε μία παλιά φιλοσοφική αρχή: γενικεύουμε το μερικό, το μεμονωμένο. Η φιλοσοφία λέει ότι μία τέτοια κίνηση σχεδόν πάντα απέχει από την αλήθεια, καθότι τίποτα δεν μπορεί να ισχύει ως γενική αρχή, εκτός εάν τεκμηριώνεται και από άλλες πλευρές. Εμείς όμως επικαλούμαστε την επιστήμη για να γκρεμίσουμε τον Θεό, χρησιμοποιώντας έναν επιστήμονα τον οποίο ταυτίζουμε με την επιστήμη. Άλλοι χρησιμοποιούν τον Θεό, για να γκρεμίσουν την επιστήμη, χρησιμοποιώντας ένα χωρίο της Αγίας Γραφής. Άλλοι την εμπειρία σε κάποιο γεγονός, για να βγάλουν ένα αυθαίρετο συμπέρασμα: «επειδή αυτός έτσι είναι, επομένως όλοι είναι καλοί ή κακοί ή διεφθαρμένοι ή επικίνδυνοι ή αδιάφοροι ή άχρηστοι...».

Αν μεταφέρουμε αυτόν τον τρόπο θέασης στις  ανθρώπινες σχέσεις, διαπιστώνουμε μία από τις κύριες αιτίες κρίσης και αποδόμησής τους. Οι λογισμοί μας για τους άλλους μας ταλαιπωρούν. Και ο λογισμός, εκτός από το συγκεκριμένο στο οποίο μας παρακινεί να υποκύψουμε, να κατακρίνουμε, να αρνηθούμε, μάς οδηγεί και σε μία γενίκευση: δικάζουμε τον άλλο ως προς τις προθέσεις του, τον καταδικάζουμε και τον απορρίπτουμε, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη μαζί του να καθίσταται δύσκολη. Μπορεί κάποτε να είναι αναγκαστική, όπως στις σχέσεις γονέων και παιδιών ή στην εργασία. Ωστόσο, η γενίκευση της απόφανσης οδηγεί στην γκρίνια, στην δυσαρέσκεια, στην απογοήτευση. Το ίδιο και με την ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Ο λογισμός είναι μία επανάληψη της στάσης της Εύας έναντι του παραδείσιου καρπού. Η φαινομενική ομορφιά του γίνεται συζήτηση εντός της για τον Θεό που δεν επιτρέπει δήθεν στον άνθρωπο να χαρεί τα πάντα, η ελευθερία, από δώρο και άθλημα, γίνεται δικαίωμα και ανταρσία. Ακόμη και οι καταστροφικές επιθυμίες τότε πρέπει να ικανοποιηθούν.

Η πνευματική παράδοση της πίστης μάς ζητά να έχουμε αναφορές, τόσο στον Θεό όσο και σε κάποιους ανθρώπους, που να μας κυβερνούν. Για να έχουμε αναφορά στον Θεό, δεν αρκεί η πίστη. Χρειάζεται και η επίγνωση του θελήματός Του, ώστε η απόφασή μας να Τον εμπιστευτούμε να έχει αντίκρισμα. Χρειάζεται δηλαδή η υπακοή μας στην Εκκλησία πρώτα και κατόπιν η εμπιστοσύνη σε κάποιον πνευματικό πατέρα που να μπορεί να μας δείχνει δρόμους, ώστε να  μη νικιόμαστε από την αυτάρκεια του εγώ, με κριτήριο όμως τελικής απόφασης την ελευθερία μας. Στην καθημερινή μας ζωή χρειαζόμαστε ανθρώπους που να μπορούμε να εμπιστευθούμε, δηλαδή να αποφασίσουμε ότι  με ταπείνωση θα μοιραστούμε τους λογισμούς μας, καλούς και κακούς, ότι θα έχουμε πρόσωπα αναφοράς που θα μπορούν να μας βοηθήσουν να φιλτράρουμε τον μέσα κόσμο μας, όχι για να καταπιεστούμε, αλλά για να μπορούμε να λειτουργήσουμε με κριτήριο την αλήθεια. Για τον κόσμο μας, τέλος, η όποια εμπιστοσύνη στο Διαδίκτυο, ας είναι με κριτική αναζήτηση.

Οδός ταπείνωσης η εμπιστοσύνη. Λυτρωτική όμως και απαραίτητη.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 15 Δεκεμβρίου 2021

12/11/21

ΟΥΔΕΙΣ ΤΩΝ ΚΕΚΛΗΜΕΝΩΝ

«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14, 24)

«Γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου» 

            Η βασιλεία των ουρανών είναι ένα όραμα και μια ελπίδα για τους ανθρώπους που πιστεύουν. Το όραμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πίστη δηλώνει ξεκάθαρα πως ο άνθρωπος δεν σταματά να υπάρχει μετά τον θάνατο και ότι έχει κληθεί να συνεχίσει να ζει με τον τρόπο του Χριστού στην αιωνιότητα, αρχικά διά της ψυχής και μετά την ανάσταση των νεκρών και διά του σώματος, το οποίο, αφού ενωθεί με την ψυχή και αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του πνευματικού σώματος (δηλαδή υπέρβαση της φθοράς από τον χρόνο και την αμαρτία, επομένως και από κάθε ανάγκη), θα βιώνει την χαρά της κοινωνίας με τον Θεό και τους ανθρώπους, αυτό που η παράδοση ονομάζει Παράδεισο. Η ελπίδα έχει να κάνει με το ότι ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει πως τα έργα του, η μετάνοιά του για ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει, η αγάπη του Θεού θα του ανοίξουν τον δρόμο ώστε να είναι μέλος της βασιλείας. Το όραμα και η ελπίδα δεν υπάρχουν στην κοσμική νοοτροπία. Ο άνθρωπος ζει για τον χρόνο και για να προλάβει να χαρεί ό,τι χαρεί, καθότι μετά τον περιμένει το μηδέν. Η αγιότητα στην ζωή της Εκκλησίας είναι μία χαμηλόφωνη, κάποτε όμως και υψηλόφωνη διά των θαυμάτων, απόδειξη ότι η πίστη είναι η πραγματικότητα.

            Όμως στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, διαπιστώνουμε ότι η βασιλεία των ουρανών δεν είναι μόνο ένα μεταφυσικό όραμα. Χαρακτηριστικό της είναι η πρόσκληση για μετοχή στο δείπνο της. Μπορεί να μην είναι βρώσις και πόσις υλικών τροφών. Δεν παύει όμως να είναι ένα δείπνο και αυτή η εικόνα που μας δίνει ο Χριστός με την παραβολή του μεγάλου δείπνου αποτυπώνει το αγκάλιασμα όλης της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Θεό: ότι ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να μας καταστήσει άυλους, ασώματους, πνευματικούς δίχα σχέσεως με την δημιουργία Του. Η βασιλεία του Θεού είναι ένα δείπνο που προϋποθέτει σπίτι, τραπέζι, κάποιους που θα διακονούν, τροφή, διαδικασία πρόσκλησης και, φυσικά, οικοδεσπότη. Και όπως σε κάθε τραπέζι, όποιος έχει κληθεί ή θα αισθανθεί την τιμή της πρόσκλησης και θα κάνει ό,τι μπορεί για να παραβρεθεί σ’ αυτό ή θα προσπαθήσει να το αποφύγει βρίσκοντας δικαιολογίες, κάποτε σημαντικές, που δεν αποκρύπτουν όμως την επιλογή του να βρει έναν λόγο για να μην αποδεχθεί στην πράξη την πρόσκληση.

            Οικοδεσπότης στο δείπνο της βασιλείας των ουρανών είναι ο Χριστός. Αυτός είναι και η τροφή, η μετάληψη του σώματος και του αίματός Του, διότι το τραπέζι είναι η θεία λειτουργία. Σπίτι είναι η Εκκλησία. Διακονούντες είναι ο άγγελοι. Την πρόσκληση την απευθύνει ο Χριστός πρώτα προς όσους θεωρούν τους εαυτούς τους οικείους Του, φίλους Του, και στην συνέχεια προς όλη την ανθρωπότητα, αυτούς που βρίσκονται εντός της Εκκλησίας αλλά είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό και δεν γεμίζουν το μάτι των ευσεβών πιστών, αλλά και εκείνους που βρίσκονται εκτός και δεν αισθάνονται ότι οι τροφές τους, ήτοι οι ιδεολογίες τους και οι θρησκευτικές τους αναφορές, καλύπτουν την ανάγκη τους για όντως ζωή.

            Βλέπουμε την ρητή διαβεβαίωση του Χριστού πως οι αρχικώς κληθέντες δεν θα γευτούν το δείπνο Του, καθότι αρνήθηκαν να παραστούν διότι επικαλέστηκαν δικαιολογίες, τις υποθέσεις της επιβίωσης (αγρόν ηγόρασα), την αναζήτηση της ηδονής μέσω των πέντε αισθήσεων (ζεύγη βοών πέντε ηγόρασα), τις ανθρώπινες σχέσεις που τυφλώνουν όταν καθίστανται η μόνη προτεραιότητα (γυναίκα έγημα). Και οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχουν ακολουθήσει την οδό του πνευματικού θανάτου. Οι υποθέσεις τους και ο εαυτός τους είναι πιο πάνω από τον Θεό. Και ο πνευματικός θάνατος φέρνει τον αιώνιο, ως αποκλεισμό από την βασιλεία και το δείπνο της. Οι ίδιοι πιθανότατα, όταν μάθαιναν την σύνθεση του δείπνου που παρέθεσε τελικά ο οικοδεσπότης, να έβγαζαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης: τι δουλειά έχουμε εμείς οι πιστοί, οι ευσεβείς, οι πνευματικά ευυπόληπτοι με τους πνευματικά ανάπηρους και ρυπαρούς;  

            Επειδή μοιάζουμε με τους πνευματικά αυτάρκεις που λησμονούν την αγάπη του Θεό, την πρόσκλησή τους σε όλους, αρκεί να είναι έτοιμοι να πούνε το ΝΑΙ στην αγάπη, ας μην λησμονούμε ότι η βασιλεία του Θεού είναι παρούσα στην θεία ευχαριστία, στο τραπέζι της Κυριακής και κάθε γιορτής, στο πρόσωπο του κάθε πλησίον, στην καρδιά που αφήνει κατά μέρος κάθε εμπόδιο, ακόμη και αυτό της αμαρτίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αγάπη του Χριστού. Καιρός για ΝΑΙ στον Χριστό, καιρός για αναστοχασμό και νίκη κατά του εγωιστή εαυτού που, χωρίς να το ξέρει, πεθαίνει πνευματικά.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

12 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά, των αγίων Προπατόρων

12/7/21

Ο ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΗΣ


 «Να μην επιμένετε από κενοδοξία ή ανθρωπαρέσκεια φιλονικώντας και κολάζοντας τον εαυτό σας και τον πλησίον σας, μόνο και μόνο για να ακούσετε μετά απ’  αυτά ότι κανένας δεν μπόρεσε να σας νικήσει» (Αββάς Δωρόθεος)

           Δύο τρόποι υπάρχουν για να γίνει ένα έργο: η επιμέλεια που φτάνει στα όρια της τελειομανίας ή η χαλαρότητα, πάμε κι όπου βγει. Αυτό συμβαίνει και στις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχουν αυτοί που βάζουν τα δυνατά τους στην αγάπη, μελετούν όλες τις λεπτομέρειες, θέλουν να ευχαριστήσουν τον άλλο κατά πάντα, βγάζουν τον καλύτερό τους εαυτό, ακριβώς διότι δίνουν στην αγάπη την μεγαλύτερη σημασία. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δεν παίρνουν τις σχέσεις στα σοβαρά. Αποσκοπούν στο να περνάνε καλά και έχουν ως κριτήριο μόνο τον εαυτό τους. Δεν θέλουν να ζοριστούν. Κι αλίμονο αν συναντηθούν δύο άνθρωποι με τέτοια αντίθετη θεώρηση: ο τελειομανής που αγαπά και ο χαλαρός που δεν σκοτίζεται. Μόνιμη γκρίνια, απογοήτευση και αμφισβήτηση συνοδεύει την σχέση.

                Η τελειομανία κρύβει μία φανερή ή αφανή μορφή εγωισμού. Ο τελειομανής δεν θέλει να χάνει. Πιστεύει στον εαυτό του και στον τρόπο του, πιστεύει πως το σχέδιό του, η επιλογή του, ο αγώνας του δεν έχουν ψεγάδια ή αν έχουν, μπορεί να τα διορθώσει και μέσα του έχει μία φανερή ή κρυφή απαίτηση: να του αναγνωριστεί ο κόπος του. Είναι δίκαιο αυτό; Από μία πλευρά, ναι. Οι άνθρωποι όμως ζηλεύουμε ή αδιαφορούμε ή δεν κατανοούμε τον κόπο του άλλου, ενώ κάποτε δεν μας ενδιαφέρει καν αν μας αγαπά, αρκεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Έτσι δεν κρίνουμε σκόπιμο να μπούμε στην προοπτική να αναγνωρίσουμε το δίκαιο του κόπου και να ευχαριστήσουμε τον άλλο, ενώ είμαστε έτοιμοι να τον «πουλήσουμε» ή να τον «πετάξουμε», όταν πετύχουμε τον σκοπό μας.

                Και ο τελειομανής που δεν θέλει να χάνει; Είναι σπουδαίο μάθημα η ελευθερία του συνανθρώπου. Να μπορεί ο καθένας μας να αποδεχτεί ότι δεν χρειάζεται να επενδύει στην αναγνώριση των άλλων για να κάνει όσο καλύτερα μπορεί αυτό που ο ίδιος νιώθει ότι τον εκφράζει, ιδίως όταν αυτό είναι για καλό. Να κάνει υπομονή στην κακοτροπιά των άλλων. Να επισημαίνει τι είναι καλό και τι όχι, τι θα μπορούσαν να κάνουν έναντί του, αλλά να μην επιμένει και να παλεύει να μην τρέφει λογισμούς εις βάρος τους γιατί δεν είναι έτσι όπως τους θέλει.

                Στην πνευματική ζωή η αγάπη συνοδεύεται από την διάκριση. Αν έχουμε επιλέξει την οδό της καλοσύνης, χρειάζεται να την συνοδεύσουμε με την συγχώρηση για το ότι μπορεί να κουραστούμε χάνοντας. Ο Θεός δεν μετρά με τα κοσμικά μέτρα της ανταπόδοσης τα έργα μας έναντί του. Το ίδιο χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς έναντι των άλλων. Να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας, γιατί αυτό μαρτυρεί επιμέλεια ψυχής και αγάπη, ως εκεί που μπορούμε και λίγο περισσότερο, χωρίς όμως την αναζήτηση της επιβεβαίωσης από τους άλλους. Οι άλλοι είναι η αφορμή της αγάπης. Αιτία της είναι η σχέση μας με τον Θεό και η πίστη μας σ’  Αυτόν. Ο τελειομανής ας είναι ταπεινός σε ό,τι περιμένει. Και ο Θεός βλέπει τον κόπο και ενισχύει κάθε έργο που αποσκοπεί στην αγάπη. Ακόμη κι αν αυτός που το πράττει, δεν θερίζει. 

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

Στο φύλλο της Τετάρτης 8 Δεκεμβρίου 2021

12/4/21

ΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΕΝ ΑΙΣ ΔΕΙ ΕΡΓΑΖΕΣΘΑΙ


 «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου» (Λουκ. 13, 14)

«Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία τὸ Σάββατο, γύρισε στὸ πλῆθος καὶ εἶπε· «Ὑπάρχουν ἕξι μέρες ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργάζεται κανείς· μέσα σ’ αὐτές, λοιπόν, νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε, καὶ ὄχι τὸ Σάββατο». 

            Οι ανθρώπινες ανάγκες δεν γνωρίζουν μέρα και ώρα. Κάθε στιγμή ο καθένας μας έχει ανάγκη να φάει, να πιει, να έχει τα αγαθά που του χρειάζονται για την επιβίωσή του, να αγαπήσει, να αγαπηθεί. Κι ενώ έχουμε κληθεί να ζούμε εν χρόνω, η διαχείριση του χρόνου δεν συμβαδίζει πάντοτε με τις ανάγκες μας. Δεν είναι η τεμπελιά, ο κακός προγραμματισμός ή, άλλοτε, η υπερδραστηριότητα που μας κάνουν να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, τον ρυθμό του μόνο. Είναι και μια πεποίθηση ότι ο χρόνος είναι μπροστά μας. Ότι είναι υπεραρκετός, ιδίως για τους νεώτερους, με αποτέλεσμα να αφήνουμε για αύριο πολλά από αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε σήμερα. Παρόλα αυτά οι ανάγκες μας εξακολουθούν να μας υπενθυμίζουν ότι ο χρόνος μας θέλει διαχείριση ουσιαστική, ώστε να μην χάνεται ανεπιστρεπτί.

            Από την άλλη, συχνά μας διακρίνει μια υποκρισία στον τρόπο με τον οποίο ισχυριζόμαστε ότι θα έπρεπε να διαχειριστούμε τον χρόνο μας. Βάζουμε μπροστά τις υλικές μας ανάγκες, λησμονούμε όμως ότι η ύπαρξη έχει και μια καίρια διάσταση, που είναι η δίψα της για αγάπη και αιωνιότητα. Γι’ αυτές μας τις ανάγκες δεν βλέπουμε αυθεντικά. Αφήνουμε τον χρόνο να περνά. Περιμένουμε τα πράγματα να έρθουν από μόνα τους. Ζούμε με ανθρώπους που αγαπούμε και μας αγαπούν. Δεν τους το δείχνουμε ούτε ζητάμε από αυτούς να το δείξουν. Μας απορροφούν, ιδίως σήμερα, η εκκοσμικευμένη πραγματικότητα, η εικόνα, η έξοδος, το ξέσκασμα, η εκζήτηση της ηδονής, με αποτέλεσμα ο προσανατολισμός να είναι ο εαυτός μας. Και όταν υπάρχουν ευκαιρίες να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη ή ευκαιρίες να χαρούμε επειδή μας αγαπούν ή επειδή στον κόσμο εμφανίζεται η αγάπη, τότε εμείς αφήνουμε να πρυτανεύουν οι δικές μας, κάποτε στενόκαρδες, αντιλήψεις  ή η αδιαφορία μας για την χαρά.

            Στην θρησκευτική παράδοση προστίθεται και μια άλλη διάσταση εκτός του προσανατολισμού στο εγώ. Είναι η υποκρισία. Επειδή ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν είναι όπως εμείς θέλουμε ή η χαρά δεν έρχεται με τον τρόπο που εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να έρθει ή επειδή εμείς την στερούμαστε ή επειδή κρίνουμε τα πάντα με το γράμμα του νόμου, έρχεται η άρνηση να αποδεχτούμε ότι οι ανάγκες των άλλων ανθρώπων, ακόμη κι αν δεν είναι πνευματικές καθαυτό δεν είναι τόσο σημαντικές όσο αυτό που η θρησκευτικότητα θεωρεί. Έτσι, φτάνουμε στην υποτίμηση της χαράς του άλλου, όταν οι ανάγκες του καλύπτεται, φτάνουμε στην απόφαση ότι τα πάντα εξαρτώνται από τον τρόπο της δικής μας θέασης και αν δεν είναι όπως εμείς τα θέλουμε, τότε δεν καλύπτονται από την αλήθεια της πίστης.

            Στο θαύμα της θεραπείας της συγκύπτουσας γυναίκας από τον Χριστό στην συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου όλοι χαίρονται. Ο Χριστός βλέπει την ανάγκη της γυναίκας να γιατρευτεί. Ταυτόχρονα, βλέπει την υπομονή της. Την αφοβία της να μην υποκύψει στην νοοτροπία των φανατικών ότι ήταν καταραμένη από τον Θεό εξαιτίας της ασθενείας της και να μην κλειστεί στον εαυτό της, να μην αρνηθεί να πάει στην συναγωγή, για να μην αντιμετωπίζει τον οίκτο και την περιφρόνηση των άλλων, των δήθεν «αναμάρτητων». Και ο Χριστός την γιατρεύει, απολύοντάς την από την ασθένεια, για την οποία λέει ότι ο σατανάς την κρατούσε δεμένη σ’ αυτήν. Όμως ο αρχισυνάγωγος, ο εκφραστής του μωσαϊκού νόμου, ο εκφραστής μιας θρησκευτικότητας τύπων και συμφερόντων και όχι λυτρωτικής κοινωνίας με τον Θεό της αγάπης, σπεύδει να αρνηθεί την ανάγκη της γυναίκας να γίνει καλά και διαλέγει να μείνει στην ανάγκη τήρησης του γράμματος του νόμου, με την πρόφαση ότι τα Σάββατα απαγορεύονται τα θαύματα!  Ουσιαστικά ακυρώνει και τις εντολές του Θεού με την στάση του αυτή. Δεν τον ενδιαφέρει όμως. Η υποκρισία έχει διαστρέψει την καρδιά του.

            Κάθε ώρα είναι ώρα αγάπης. Κάθε μέρα καλούμαστε να εργαζόμαστε την αγάπη και με αγάπη. Οι ανάγκες μας, ναι, πρέπει να καλυφθούν. Κανείς δεν ζητά να είμαστε εκτός του κόσμου μας. Όταν όμως υπάρχει η πίστη στον Χριστό, όταν υπάρχει η πρόκριση της αγάπης, τότε ο χρόνος μας δεν χάνεται. Δεν είναι μόνο η υλική ελεημοσύνη που είναι έκφραση της αγάπης. Είναι η απόφασή μας να χαιρόμαστε με την χαρά του άλλου. Να γνωρίζουμε ότι πίσω από κάθε πράξη αγάπης κρύβεται ο Θεός. Και τότε κάθε έργο μας είναι αγάπη. Κάθε λόγος μας είναι αγάπη. Κι ακόμη και τα λάθη μας θα γίνονται ευκαιρία για να βλέπουμε τι μας λείπει για να προχωρήσουμε, για να αγαπήσουμε,  για να γίνουμε ένα με τον Θεό και τον συνάνθρωπο στην Εκκλησία.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

5 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή Ι’ Λουκά