12/31/21

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 86- ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

                 Δύο χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Κάρολου Ντίκενς περιλαμβάνονται στο ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Περιλαμβάνει δύο από τις πέντε συνολικά ιστορίες που έγραψε ο μεγάλος κλασικός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Η πρώτη είναι η γνωστή «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία» (A Christmas Carol), πρωτοδημοσιευμένη το 1843. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι την  γνωρίζουμε είτε από τις μεταφράσεις είτε από τις ταινίες. Δεν είναι προφανώς μια ιστορία για παιδιά, αλλά πρωτίστως μια ιστορία αφύπνισης για τους μεγάλους. Μια ιστορία κριτικής στην αστική τάξη, θα λέγαμε και στο πνεύμα του καπιταλισμού, όταν το χρήμα και η κατοχή του θεωρούνται το κλειδί για να έχει ο άνθρωπος νόημα στην ζωή του. Και μπορεί ο Εμπενίζερ Σκρούτζ να ζει μέσα από την συνάντηση με το φάντασμα του συνεταίρου του Τζέικομπ Μάρλεϊ και τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, την προσωπική του μετάνοια, με την έννοια της αλλαγής ζωής επί το ανθρώπινο και όχι επί το ατομοκεντρικό. Αν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους θεολογικούς, ο Εμπενίζερ Σκρούτζ ζει τον πνευματικό θάνατο της θεοποίησης του «εγώ» του, του εαυτού του. Άνθρωπος χωρίς ίχνος αγάπης, άνθρωπος που εκδικείται την δύσκολη παιδική του ηλικία, καθώς μέσα από την φτώχεια και την εγκατάλειψή του από τον πατέρα του, αισθάνεται πως το κλειδί στην ζωή, η επιτυχία, εξαρτάται από τα χρήματα που θα αποκτήσει κάποιος (αστική νοοτροπία), με αποτέλεσμα να σβήσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Ο Ντίκενς τον φέρνει μπροστά στην εορτή των Χριστουγέννων, στην συναίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρά μόνος του, χωρίς να βλέπει τους γύρω του και χωρίς να νιώθει ότι τελικά υπάρχουμε για να κάνουμε το καλό, διότι αλλιώς η μοναξιά του πνευματικού θανάτου θα φέρει και τον αιώνιο, την κόλαση κατά την δυτική παράδοση.

                Ο μεγάλος συγγραφέας λειτουργεί ψυχαναλυτικά και, ταυτόχρονα, ψυχοθεραπευτικά  Θα λέγαμε ότι γεννά τα τρία πνεύματα βγαλμένα μέσα από το ασυνείδητο του πρωταγωνιστή, για να του δείξει ότι ο άνθρωπος έχει ως αντίπαλό του το πεπερασμένο, τον χρόνο, ο οποίος λειτουργεί είτε ως αφορμή κάθαρσης, συνάντησης με τον πλησίον και, επομένως, με τον Θεό, και τελικά ως κλειδί για την όποια αιωνιότητα ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί να βρει (είτε της θρησκευτικής πίστης είτε της μνήμης των ανθρώπων είτε και των δύο), είτε τον εγκλωβίζει σε μία λογική ατομοκεντρισμού, στην οποία αισθάνεται ευχαριστημένος με το έχειν του, ακόμη κι αν αυτό δεν του δίνει την χαρά που διαρκεί. Χωρίς να είναι μαρξιστής ο Ντίκενς, αξιοποιεί την χριστιανική πρόταση της αγάπης που γίνεται άνοιγμα σε όλη την ανθρωπότητα και δίνει ένα αληθινό αριστούργημα.

                Αξίζει να σταθούμε σε μία λεπτομέρεια που περνά απαρατήρητη στις ταινίες. Είναι η τελευταία εικόνα που συναντά ο Σκρούτζ, την ώρα που το δεύτερο πνεύμα του παρόντος, του δείχνει έναν κόσμο συναδέλφωσης και αγάπης στην γιορτή των Χριστουγέννων, λίγο πριν το πνεύμα χαθεί. «Κι από τις πτυχές του μανδύα του τράβηξε δυο παιδιά, που ήταν γαντζωμένα πάνω του. Δυο πλάσματα άθλια, αποκρουστικά. – Άνθρωπε! Κοίταξέ τα!, πρόσταξε το Πνεύμα. Κοίτα τα εδώ να, στα πόδια μου! Ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κατάχλωμα, κοκαλιάρικα, κουρελιασμένα, αγριεμένα από τον φόβο και τη στέρηση, άσχημα και κακότροπα μέσα  στον εξευτελισμό τους... -Είναι τα παιδιά σου, Πνεύμα; τραύλισε με κόπο ο Σκρούτζ, - Είναι τα παιδιά των ανθρώπων, απάντησε το Πνεύμα, κοιτάζοντας τα δυο άθλια πλάσματα στα πόδια του. Και γαντζώθηκαν πάνω μου για να ξεφύγουν από τους πατεράδες και τις μανάδες τους. Αυτό το αγόρι είναι η Αμορφωσιά. Κι αυτό το κορίτσι η Φτώχεια. Να φυλάγεσαι κι από τα δυο. Μα πιο πολύ απ’  τ’  αγόρι. Γιατί στο μέτωπό του είναι γραμμένη η καταδίκη» (σελ. 119-120)

                Η Αμορφωσιά και η Φτώχεια. Προφητικός ο λόγος του μεγάλου συγγραφέα. Η φτώχεια αντιμετωπίζεται στις δυτικές κοινωνίες ή ανακουφίζεται. Η αμορφωσιά; Ιδίως στους καιρούς της πανδημίας, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη όλων μας για ό,τι λείπει από τους πολλούς. Ας προβληματιστούμε.

                Η δεύτερη επιγράφεται «Οι καμπάνες» (The Chimes) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1844. Είναι εξίσου συγκλονιστική με την πρώτη. Πρωταγωνιστής της ένας απλός άνθρωπος, ο Τόμπι Βεκ, ο οποίος βγάζει το ψωμί του κάνοντας τα θελήματα των ανθρώπων, θα λέγαμε ένας μεταφορέας, ένας κούριερ του σήμερα. Το ερώτημα το οποίο τον απασχολεί όμως είναι το ερώτημα του κακού. Η αστική τάξη της εποχής του, βουλευτές, φιλάνθρωποι, κυρίες της καλής κοινωνίας, τραπεζίτες, πείθουν τους φτωχούς που  τους έχουν ανάγκη ότι έχουν γεννηθεί με το κακό μέσα τους. Ο Max Weber θα περιγράψει αυτή την αντίληψη αργότερα στο εξαιρετικό του βιβλίο «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού».  Ο Βεκ όμως είναι άνθρωπος της αγάπης. Μεγάλωσε μόνος του την κόρη του Μεγκ, η οποία έχει άπλετη καλοσύνη στην καρδιά και η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί τον σιδερά Ρίτσαρντ την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Περιμαζεύει τον άστεγο Γουίλιαμ Φερν και τη μικρή Λίλιαν. Υπηρετεί τον βουλευτή Μπόουλι, τον σύμβουλο Κιουτ και τον εντιμότατο κ. Φάιλερ. Ο σύμβουλος των εργατών Κιουτ προσπαθεί να αποτρέψει τον γάμο του Ρίτσαρντ και της Μεγκ, τονίζοντας ότι η διαιώνιση του ανθρώπινου είδους από φτωχούς, μόνο κακό θα φέρει. Και ο Τόμπι θα πάει παραμονή πρωτοχρονιάς στο καμπαναριό του ναού της πόλης, για να ακούσει τις καμπάνες που αγαπά, μόνο και μόνο για να παρηγορηθεί. Εκεί θα λιποθυμήσει και θα αισθανθεί ότι πέθανε, θα περικυκλωθεί από πνεύματα και ξωτικά που θα τον πάνε στο μέλλον, μόνο και μόνο για να τον βοηθήσουν να αλλάξει γνώμη:  ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουμε για το κακό, αλλά για το καλό και οι φτωχοί ιδιαίτερα  μπορούν να ξεχωρίσουν για την καλοσύνη, την ανθρωπιά και την αγάπη που νοηματοδοτούν τον χρόνο.

                Η δεύτερη αυτή ιστορία, μέσα στην απλότητα και την χάρη της, αλλά και στην αγωνία του κεντρικού ήρωα, εκτός από κριτική στην αστική τάξη, στον καπιταλισμό, σε έναν προτεσταντισμό που αρνείται στην πράξη την αγάπη του Θεού για όλους τους ανθρώπους και προσανατολίζει την κοινωνία στο «έχειν» και όχι στην αγάπη, μας δίνει την ευκαιρία να προβληματιστούμε τελικά για το αν ο άνθρωπος είναι φύσει κακός, φύσει ρυπαρός, φύσει πτωτικός, φύσει αμαρτωλός. Η πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, έχοντας ως κύρια δωρεά την αγάπη. Η αμαρτία είναι επιλογή και όχι η φυσική μας κατάσταση. Δυστυχώς πολλοί και από την ορθόδοξη πλευρά έχουν επηρεαστεί από την αντίληψη της δυτικής παράδοσης ότι είμαστε εκ φύσεως ρυπαροί, ότι μεταφέρουμε το προπατορικό αμάρτημα ως αναγκαστική κατάσταση και ότι πρέπει να γλιτώσουμε από την τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες μας. Αγνοούμε έτσι ότι ο Θεός μας έπλασε ελεύθερους να νικούμε τον πνευματικό θάνατο ή να τον επιλέγουμε. Δεν μας έπλασε φύσει κακούς, ούτε η όποια αμαρτία μεταβάλλει την φύση μας. Το θέλημά μας μάς απομακρύνει από τον Θεό, όχι η φύση μας. Η απόπειρα του Ντίκενς να δείξει ότι τελικά οι άνθρωποι είμαστε καλοί και πλαστήκαμε για το καλό λειτουργεί ανακουφιστικά για την δυτική παράδοση. Ίσως και πολλοί εξ ημών, και λίγοι και θεολογούντες και καθοδηγητές, να έπρεπε να το σπουδάσουμε καλύτερα την παράδοσή μας.

                Η αστική τάξη της εποχής του Ντίκενς ήθελε τους φτωχούς να παραμένουν φτωχοί. Οι εργάτες να είναι υπηρέτες και μια κοινωνία αδικίας να συντηρείται χάριν του κέρδους των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής. Ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας δείχνει ότι η ανθρωπιά πρέπει να αγκαλιάσει τους πάντες και αυτός είναι ένας δρόμος πολύτιμος σε μια εποχή όπου ο ατομοκεντρισμός θριαμβεύει.

                Υπάρχουν κι άλλες τρεις ιστορίες: « Το τριζόνι στο τζάκι» (1845), «Η μάχη της ζωής: Μια ιστορία αγάπης» (1846), «Ο κυνηγημένος άνθρωπος κι ένα παζάρι με το φάντασμα» (1848). Με όλες αυτές ο Ντίκενς μας υπενθυμίζει ότι το χρέος μας είναι συλλογικό και ότι τα πάντα τελικά περνούνε από την αγάπη, μήνυμα πολύτιμο για τις μέρες μας και για κάθε εποχή.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

31 Δεκεμβρίου 2021