Το τελευταίο
του βιβλίο επιγράφεται «Το βλέμμα στην ενδοχώρα-μια συνοδοιπορία με τον
πνευματικό» (εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ). Μη θεωρήσετε ότι αναφέρεται μόνο στους
ιερείς-πνευματικούς. Χρησιμοποιεί πλείστα παραδείγματα από συζητήσεις ανθρώπων
που επισκέπτονται τους πνευματικούς τους, για να βοηθήσει τόσο τους ιερείς όσο
και εκείνους που ζητούν μια γνήσια επικοινωνία, να βρούνε πατήματα ώστε να
νιώσουν ότι η πνευματική σχέση θέλει τρόπο. Και αυτός είναι στηριγμένος στην
εξατομίκευση. «Ολόκληρη η ποιμαντική ποιμαντική εμπεριείχε πρακτική
ψυχολογία, μόνο που τότε δεν ήταν αναγνωρίσιμη ως επιστήμη» (σελ. 9). Η
ψυχολογία λοιπόν, είτε ενυπάρχει στον τρόπο με τον οποίο ο πνευματικός έχει
μάθει, συνήθως από τον δικό του πνευματικό να εξομολογεί, είτε προστίθεται μέσα
από την μελέτη, την επιμόρφωση, την πρόοδο στην γνώση, είναι χρησιμότατη στον
τρόπο προσέγγισης του εξομολογούμενου.
Σήμερα,
επειδή ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το
μυστήριο, καθότι δεν είναι μόνο η εξαγόρευση των αμαρτιών που ενδιαφέρει τον
εξομολογούμενο, αλλά συνήθως η συζήτηση για τα προβλήματά του με τον
πνευματικό, ο π. Βασίλειος επισημαίνει ότι «σε αντίθεση με άλλες μορφές διαπροσωπικής
αλληλεπίδρασης, απουσιάζει από την ποιμαντική επαφή κάποιος μάρτυρας, μια τρίτη
ματιά. Ο εκπαιδευτικός έχει (θεωρητικά τουλάχιστον)τον σχολικό σύμβουλο, καθώς
και εποπτικές προσομοιώσεις διδασκαλίας. Ο ψυχοθεραπευτής ακούει σε συνέδρια
περιγραφή κλινικών συνεδριών, ενώ επίσης φέρνει στον επόπτη του όσες από τις
δικές του περιπτώσεις τον δυσκολεύουν. Ο γονέας εξωτερικεύει τις αγωνίες και τα
διλήμματά του σε άλλους γονείς ή σε σχολές γονέων. Ως προς την εξομολόγηση και
ποιμαντική καθοδήγηση, όμως, ο πνευματικός παραμένει ,,μονώτατος’’: ούτε θεσμικές
ευκαιρίες έχουν αναπτυχθεί στην Εκκλησία μας, ούτε η κουλτούρα που έχει
διαμορφωθεί απέναντι στο μυστήριο προάγει το μοίρασμα και την συμβουλή. Το
απόρρητο από τη μια, και η φιλολογία περί αποκλειστικής δράσης της Χάριτος από
την άλλη, έχουν οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, σε ένα άβατο όπου ουδείς
έχει πρόσβαση. Ελάχιστοι πνευματικοί συνηθίζουν να συμβουλεύονται άλλους και
σχεδόν κανείς επίσκοπος δεν καλλιεργεί συμπροβληματισμό των πνευματικών. Άπαξ
και αναθέσουν σε κάποιον κληρικό να εξομολογεί μοιάζει σαν να μην τους ενδιαφέρει πλέον τι
γίνεται μεταξύ των δύο εκείνων προσώπων» (σσ. 9-10). Θα προσθέταμε στους προβληματισμούς
του π. Βασιλείου και το ότι συνήθως οι ιερείς που εξομολογούν έχουν παγιωμένες
αντιλήψεις, ώστε ακόμη και ο συμπροβληματισμός να μετατρέπεται σε παράλληλους
μονολόγους. Ακόμη και η επιμόρφωση δεν οδηγεί σε ουσιαστικό αναστοχασμό, καθότι
ελλείπουν η ταπείνωση και η εμπιστοσύνη.
Ο π. Βασίλειος
τολμά να γράψει ένα εγχειρίδιο όχι από την κορυφή προς την βάση, αλλά από την
βάση, από την περιφέρεια των διαπροσωπικών συναντήσεων. Το χωρίζει σε τρεις
ενότητες: στο αίτημα, στην ροή και στην αξιολόγηση. Περιλαμβάνει πλήθος
διαλόγων και αντιμετωπίσεων συγκεκριμένων περιπτώσεων από πνευματικούς, με
κριτική τοποθέτηση στον τρόπο προσέγγισης του εξομολογούμενου και κάποιες
προτάσεις, όχι ως συνταγολόγιο, αλλά ως αφορμές κατανόησης. Επισημαίνει ότι η
αφήγηση του εξομολογούμενου δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, διότι υπάρχει ως
εκδήλωση της ετερότητας και της αποσπασματικότητάς μας, που σημαίνει ότι ο κάθε
άνθρωπος είναι διαφορετικός και δεν υπάρχει συνταγή. Τονίζει ότι ο πνευματικός
πρέπει να παλέψει με τον διάλογο να διαπιστώσει το αίτημα του εξομολογούμενου,
δηλαδή να μην ακούει αμαρτήματα αλλά ανθρώπους. Εδώ πιθανόν να έρθει σε
σύγκρουση με την πολιτισμική Ορθοδοξία στην οποία έχει μεγαλώσει και ζει ο
εξομολογούμενος, στο ότι δηλαδή ζει σε άλλη εποχή από το σήμερα, Ο πολιτισμικά
ορθόδοξος συνήθως δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη για την ζωή του , να
οδηγηθεί δηλαδή στην πνευματική ενηλικίωση. Εδώ ο πνευματικός καλείται να
διαπιστώσει αν οι αμαρτίες που εξαγορεύονται συνοδεύονται από μετάνοια, δηλαδή από
απόφαση για ανάληψη της ευθύνης αλλαγής στην ζωή ή αν ο εξομολογούμενος απλά
ζητά μία ανακούφιση ή κάποιον που να του εναποθέσει την ευθύνη. Το μεγάλο
ερώτημα έγκειται στο κατά πόσον αυτός που εξομολογείται αισθάνεται εγγύτητα
προς τους ανθρώπους και κατ ’επέκτασιν προς τον Θεό. Εδώ είναι η ρίζα των
προβλημάτων στους γάμους, στην σεξουαλική ζωή, στο συναισθηματικό τέλμα. Και
πάλι ο πνευματικός καλείται να ερμηνεύσει ανθρώπους και την ίδια στιγμή να
προχωρήσει ο ίδιος πνευματικά, ώστε να μην υστερεί σε σχέση με αυτόν που έχει
απέναντί του. Κι αυτό έχει να κάνει όχι κατ’ ανάγκην με την παιδεία και την
μόρφωση, αλλά με την υπαρξιακή προσέγγιση και πρόοδο που έρχεται να συναντήσει
τον κόσμο, όπως πορεύεται σήμερα και όχι όπως πορευόταν χτες.
Στο δεύτερο
μέρος, το οποίο επιγράφεται «ροή», ο π. Βασίλειος επισημαίνει, αξιοποιώντας
αφηγήσεις, ότι η μόνιμη απόδοση της ευθύνης για την αμαρτία του ανθρώπου στον διάβολο
καθηλώνει και δεν βοηθά, κλείνει την συζήτηση, αντί να την ανοίξει. Το ερώτημα
είναι γιατί ο άνθρωπος είναι ευάλωτος στον διάβολο και πώς αυτό μπορεί να ανατραπεί.
Επίσης, ο πνευματικός από την ροή της αφήγησης είναι προφανές ότι δεν μπορεί να
ακούσει και την άλλη πλευρά, δηλαδή την αφήγηση για τα περιστατικά των ανθρώπων
που σχετίζονται με τον εξομολογούμενο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να γίνεται
χειριστικός απέναντι στον πνευματικό., ενώ συχνά εμφανίζεται ένας ψευδής
εαυτός, ο οποίος επηρεάζει συναισθηματικά τον πνευματικό, αν ο εξομολογούμενος
έρχεται συχνά ή είναι συνεργάτης του. Εδώ ο πνευματικός πρέπει να βλέπει και
τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να υπερνικήσει ενορμήσεις όπως η
ερωτικοσεξουαλική και η επιθετική, τις οποίες συναντάς και στους εξομολογούμενους.
Η πνευματική ζωή δεν είναι αρκετή, εάν δεν συνοδεύεται από εκπαίδευση και
προβληματισμό.
Στο τρίτο
μέρος, το οποίο επιγράφεται «αξιολόγηση» ο π. Βασίλειος αναφέρεται στην ανάγκη
για πνευματική και ποιμαντική διάγνωση, να αξιοποιεί την διαίσθησή του όντας
ώριμος και ταπεινός, ώστε να διακριβώσει την μετάνοια. Ο συγγραφέας θέτει τρία
ερωτήματα: «α. ποια θέση καταλαμβάνει η συγκεκριμένη πτώση μέσα στον ψυχισμό
του συγκεκριμένου ανθρώπου; Ποιο είναι το υπαρξιακό της ειδικό βάρος; Τι
σημαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ως προς την
απόκλιση από τον θεϊκό νόμο; Πώς διαμορφώθηκε και πώς λειτουργεί η αμαρτία στον
συγκεκριμένο άνθρωπο; Β. Ποια ψυχικά μορφώματα και ποιες ψυχικές λειτουργίες
επιστρατεύονται για να υπηρετηθεί η αμαρτία ή και για να καταπολεμηθεί επίσης;
Ποια είναι η σημασία του χαρακτήρα; γ. Πόσο διαφορετική τελικά είναι η ποιότητα
της μετάνοιας;» (σσ. 86-87). Μετάνοια σημαίνει ειλικρίνεια στην θέαση των
αμαρτιών και ελπίδα και αυτοπαράδοση στον Θεό. Δεν είναι ταπεινολογία. Ο
πνευματικός καλείται να διακρίνει τον ναρκισσισμό του ανθρώπου, τον τρόπο με
τον οποίο αυτός εκφράζεται πέρα από το
φυσικό, το άγχος που κρύβεται πίσω από
την οργή και τον θυμό, την φιλαυτία και την ασπλαχνία ως ρίζα των παθών, την
κατάθλιψη που κρύβεται συχνά πίσω από διόγκωση συγκεκριμένων προβλημάτων, την
ψυχαναγκαστική προσωπικότητα. Επιείκεια, μετρημένη χρήση των επιτιμίων, με
έμφαση στην ανάγκη του ανθρώπου να κοινωνήσει και όχι σε έναν νομικισμό. Το
σωτηριολογικό έργο του Χριστού άλλωστε έχει ως τίτλο του «Θεία Οικονομία και
όχι Θεία Ακρίβεια» (σελ. 121).
Ο π. Βασίλειος
κλείνει το βιβλίο του τονίζοντας ότι η εξομολόγηση έχει την δύναμη να
αποτελέσει για τον άνθρωπο «επανορθωτική εμπειρία» (σελ. 138). Μακάρι να
είναι και για τον ποιμένα, τον εξομολόγο επανορθωτική η εμπειρία της συνάντησής
του με τον εξομολογούμενο, ενώ και για τους δύο όπως και για όλους μας τα πάντα
καλούνται να είναι Χριστός.
26 Δεκεμβρίου
2021