«Τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Τιμ. Β’, 1, 14)
«Τὴν ὀρθὴ πίστη ποὺ σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεὸς φύλαγέ την, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ μέσα μας».
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μία παράδοση η οποία υπάρχει μέσα μας. Στοιχεία της είναι αρχικά το οικογενειακό μας δένδρο, οι καταβολές και η ιστορία της οικογένειάς μας και από την πλευρά του πατέρα και από την πλευρά της μητέρας, και στη συνέχεια η πατρίδα, η γλώσσα, η θρησκεία, ο πολιτισμός από τον οποίο προερχόμαστε, όπως επίσης και όλα αυτά στα οποία ανήκουμε σήμερα και καλούμαστε να προχωρήσουμε στο αύριο. Η παράδοση έρχεται σε διάλογο με την σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλοτε υποτάσσεται στα στοιχεία της, άλλοτε αναπτύσσει πυρήνες αντίστασης και διατήρησης της ιδιοπροσωπίας μας, ανάλογα με το ποιους στόχους βάζουμε.
Η παράδοση δεν είναι αλάθητη. Προφανώς και χρειάζεται κριτική. Γόνιμο διάλογο μαζί της. Η παράδοση στην πράξη αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο χτιζόμαστε οι άνθρωποι στον χρόνο. Είναι ό,τι καλούμαστε να αναπτύξουμε και να αφήσουμε ως κληρονομιά στους επόμενους. Αν αγκιστρωθούμε σ’ αυτήν, χωρίς κριτική, δεν θα μάθουμε ποτέ να κολυμπάμε. Μπορούμε να δείχνουμε συντηρητικοί, αλλά στην πράξη έχουμε επιλέξει μία οδό δειλίας. Μόνο οι δειλοί δεν βγαίνουν στην θάλασσα, αλλά μένουν στο λιμάνι, όταν γνωρίζουν ότι στην ζωή μπορεί κάποιος να προχωρήσει ταξιδεύοντας. Η παράδοση είναι λιμάνι. Είναι βράχος. Μπορούμε να επιστρέφουμε και να παίρνουμε δυνάμεις, αλλά αν δεν ανακαλύψουμε έναν καινούργιο κόσμο και έναν καινούργιο τρόπο, τον τρόπο μας και τον κόσμο μας, τότε θα περάσουμε από αυτήν την ζωή μη αφήνοντας ίχνη, διότι η έξοδός μας από τον χρόνο θα είναι και το τέλος μας κατά άνθρωπον. Αν, αντίθετα, καταφέρουμε και να διατηρήσουμε ό,τι καλό παραλάβαμε, αν καταφέρουμε να προσθέσουμε σ’ αυτό ήθος, νόημα, ερμηνεία, σύνθεση με τους καιρούς μας, τότε η παρουσία μας γίνεται καιρός, ευκαιρία για τον κόσμο να αντλήσει καινούργια μηνύματα.
Αυτό συμβαίνει και στην πίστη. Ο απόστολος Παύλος, γράφοντάς στον μαθητή του Τιμόθεο, τον προτρέπει να φυλάξει την καλή παραθήκη, δηλαδή την ορθή πίστη που ο Θεός του εμπιστεύθηκε να την διατηρήσει. Αυτός ο αγώνας είναι μαρτυρικός. Καλείται αρχικά να ξεκαθαρίσει με κόπο πολύ, τόσο διανοητικό όσο και βιωματικό, αλλά και μέσα από γνώμες όλων όσων κατανοούν και βιώνουν την πίστη, την ορθότητά της σε σχέση με προσμείξεις ή ετεροδιδασκαλίες, διά των οποίων η ορθότητα αλλοιώνεται. Και ορθότητα σημαίνει την επίγνωση Ποιος πταγματικά είναι ο Θεός, τι ζητά από μας που μας δημιούργησε, Ποιον πρόσφερε και προσφέρει και πώς εμείς θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις δωρεές. Δεν είναι ζητήματα μόνο λεκτικών διατυπώσεων ή αντιλήψεων. Είναι καίρια θέματα, τα οποία έχουν συνέπειες στον τρόπο που ζούμε την ίδια την πίστη.
Το μαρτύριο έχει να κάνει ακόμη και με τον τρόπο που βλέπουν τόσο οι εντός της Εκκλησίας όσο και οι εκτός αυτής την πίστη. Οι εντός της Εκκλησίας άλλοτε θεωρούν την πίστη ως ηθική, ως βελτίωση της συμπεριφοράς μας και άλλοτε βλέπουν τα πράγματα με βάση το γράμμα το οποίο φαίνεται να βάζει απολυτότητες στα φορτία που οι άνθρωποι μπορούν να σηκώσουν και αφίσταται από το πνεύμα, το οποίο είναι να σηκώνει κάποιος ο ίδιος τον σταυρό του άλλου, να οικονομεί με αγάπη τις ελλείψεις και να εμπιστεύεται το Άγιο Πνεύμα το οποίο κατοικεί εντός μας, ώστε να μην εξουθενώνει τον πλησίον του. Οι εκτός της Εκκλησίας αδιαφορούν για την παραθήκη και νοιάζονται μόνο για την κοινωνική προσφορά της πίστης, αν δηλαδή είναι χρήσιμη για την επιβίωση του κόσμου και του ανθρώπου στον παρόντα χρόνο και όχι για την αιώνια ζωή. Οι εκτός, μάλιστα, επιτείνουν το μαρτύριο, όταν μεταφέρουν την πίστη στο πεδίο της ιδεολογίας, του τρόπου του δικού τους πολιτισμού, όταν δεν πιστεύουν ότι ο άνθρωπος κλήθηκε να υπάρχει αιωνίως, καθώς αρνούνται τον Θεό.
Και το μαρτύριο γίνεται σύγκρουση της αγάπης με την ισχύ, την εξουσία. Από την μία ο αυθεντικά χριστιανός επιλέγει να αγαπά, να παραμένει σταθερός σε ό,τι πιστεύει, χωρίς όμως να πολεμά για να εξοντώσει τον αντίθετο, τον οποίο δεν τον βλέπει ως αντίπαλο, αλλά ως άνθρωπο για τον οποίο ο Χριστός γεννήθηκε, και από την άλλη όσοι απορρίπτουν την πίστη ζητούν να εξουσιάσουν, να υποτάξουν και να μεταστρέψουν τους πιστούς. Κάποτε αυτό γίνεται και εντός της Εκκλησίας, όταν οι φωνασκούντες βλέπουν σε οποιαδήποτε άλλη άποψη εχθρούς και αρνητές της πίστης, χωρίς να εξετάζουν στην πράξη τις γνώμες, αφού μόνοι τους έχουν αυτοαναγορευτεί σε αλάθητους διδασκάλους.
Το να φυλάττουμε την καλή παραθήκη είναι αποστολή ζωής. Το να μπορούμε να βλέπουμε τα κριτήρια της παράδοσής μας, τα οποία είναι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού, και με βάση αυτά να διαλεγόμαστε με τον κόσμο και τον άνθρωπο είναι υγεία και την ίδια στιγμή καθιστά την πίστη μας χαρά και άνοιγμα. Χρειάζεται να σπουδάσουμε την πίστη σήμερα, να την αναθέσουμε ως προτεραιότητα. Να την δούμε μέσα από τις γιορτές και την κοινωνία των προσώπων, δηλαδή την εκκλησιαστική ζωή, αλλά και να μην απεμπολήσουμε τον κόπο, στο όνομα της ευδαιμονίας, της καλοπέρασης των καιρών ή στην αντίληψη ότι τα ξέρουμε. Είμαστε ακατήχητοι και συχνά αδιάφοροι. Μένουμε προσκολλημένοι στην επιφάνεια της παράδοσης και δεν εισερχόμαστε στην ουσία της. Και ο χρόνος παρέρχεται χωρίς να μπορούμε να κολυμπήσουμε στα νερά του κόσμου και να δώσουμε μαρτυρία ζωής και αλήθειας, την οποία ο Θεός θα επαυξήσει! Να γνωρίζουμε εμείς γιατί ζούμε και να το μοιραζόμαστε με τους άλλους! Έτσι φυλάμε με δυναμισμό και δημιουργικότητα, όπως έκαναν οι άγιοι, την παραθήκη!
Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου 2019
Του Αγίου Ελευθερίου