Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου. Μη σκύλλε τον διδάσκαλον (Λουκ. 8, 49)
Ενώ ο Ιησούς ακόμη μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
Οι άνθρωποι έχουμε την συνήθεια να γινόμαστε φορτικοί με τους άλλους σε ζητήματα που για μας είναι μεγάλης σημασίας. Δεν είναι απαραίτητο ότι για τους άλλους έχουν την ίδια αξία. Επειδή όμως για μας ό,τι είναι δικό μας έχει μοναδική αξία, διότι εμείς το ζούμε, εμείς το επιθυμούμε, εμείς είμαστε το κέντρο του κόσμου και αν δεν εκπληρωθούν οι επιθυμίες μας νοιώθουμε την ματαίωση και την απογοήτευση, ενώ οι άλλοι υπάρχουν ώστε να μας δείχνουν ότι μας αγαπούνε ή ότι μας έχουν ανάγκη ή ότι θα μας δώσουν για να τους ανταποδώσουμε, επιμένουμε, ενοχλούμε και κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να υπενθυμίζουμε τόσο το αίτημα όσο και το πρόσωπό μας.
Το αίτημα είναι έκφραση του προσώπου και του χαρακτήρα μας. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται αυτάρκης. Το τι ζητούμε όμως από τους άλλους αναδεικνύει την προσωπικότητά μας. Δεν είναι μόνο ο διαχωρισμός ανάμεσα στα υλικά αγαθά, στην τακτοποίησή μας σε μία θέση, η έγνοια για τα παιδιά μας που μας κάνει να ζητούμε ή ένα αίσθημα ότι δικαιούμαστε επειδή προσφέρουμε. Είναι και μία βαθιά ανθρώπινη ανάγκη να αισθανθούμε ότι οι άλλοι μας αναγνωρίζουν ότι υπάρχουμε ως πρόσωπα. Ότι έχουμε κάτι να πούμε στην ζωή τους. Γι’ αυτό και ο αιώνιος αγώνας της γυναίκας να την προσέξει ο άντρας και το αντίστροφο. Τα ψυχολογικά τραύματα του παιδιού, το οποίο αισθάνεται ότι οι γονείς του δεν το αγάπησαν και δεν το νοιάστηκαν με τον τρόπο που αυτό θα ήθελε. Το σιωπηλό αίτημα της αποδοχής του σώματος διά της ενδυμασίας, διά της κοσμήσεως, διά του λόγου ή της σιωπής, διά του γέλιου ή των δακρύων. Και δεν είναι μόνο το σώμα το οποίο φωνάζει ότι υπάρχει. Είναι και η ψυχή η οποία κουράζεται να μην βρίσκει ανταπόκριση, κουράζεται στην μοναξιά ή από τον φόβο της μοναξιάς, κάποτε ακατανόητο ή εκ της πλεονεξίας να τα έχει όλα.
Το αίτημα έρχεται και στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Ζητούμε από Αυτόν να μας δώσει υλικά και πνευματικά αγαθά. Κυρίως την υγεία και την επιτυχία ή την συντροφικότητα που θα κρατήσει. Ζητούμε από τον Θεό να είναι βοηθός στις δυσκολίες και τις δοκιμασίες. Να ευλογήσει την ζωή μας. Όταν ζητάμε, είμαστε παιδιά Του. Μ’ αυτό το πνεύμα αιτούμεθα. Όταν μας δίνει ή δεν μας δίνει, γινόμαστε δικαιωματίες. Έπρεπε ο Θεός να το κάνει αυτό. Τόσα καλά κάνουμε στην ζωή μας. Έπρεπε ο Θεός να το κάνει αυτό, για να αποδείξει σε μας που Τον αμφισβητούμε, ότι υπάρχει. Μπορεί να Τον δοξάσουμε, μπορεί και όχι, αλλά συνήθως λησμονούμε ότι είμαστε παιδιά Του κι Αυτός είναι ο Πατέρας μας. Έχοντας μετατρέψει το αίτημα σε συναλλαγή, δεν βλέπουμε καλά το τι είναι Εκείνος για μας: φίλος, αδελφός, πατέρας, οικείος, ένας από εμάς. Μόνο που όποιο αίτημα μάς εκπληρώνει έχει νόημα για την οδό της αιώνιας κοινωνίας μαζί Του. Για να μπορέσουμε να αφεθούμε στην αγάπη Του και να Τον εμπιστευθούμε, πέρα από βεβαιότητες.
Και όταν δεν ακούει ο Θεός; Όταν το αίτημά μας διατυπώνεται αργά και η προσδοκία μας έχει πεθάνει, τι γίνεται; Ο αρχισυνάγωγος Ιάειρος ζητά από τον Χριστό να του θεραπεύσει το δωδεκάχρονο κορίτσι του. Παρότι διευθυντής της συναγωγής, κοντινός με όσους απορρίπτουν τον Χριστό εκείνη την εποχή ως αντίθετο με τον τρόπο των ιουδαϊκών παραδόσεων, όταν βλέπει το αδιέξοδο στο οποίο το παιδί του βρίσκεται και κατανοεί ότι είναι κοντά η απώλεια, αιτείται ως παιδί προς τον Πατέρα την λύτρωση και Τον συνοδεύει ενώπιον του πλήθους διακινδυνεύοντας το όνομά του, την θέση του, την εύνοια των Φαρισαίων και γραμματέων. Είναι δημόσιο το αίτημα, όχι ιδιωτικό. Το γνωρίζουν οι οικείοι του. Το έχει συζητήσει μαζί τους. Μόνο ο θαυματοποιός μπορεί να λυτρώσει την κόρη του, Αυτός που γιατρεύει πλήθος. Και όταν έρχεται η είδηση ότι το αίτημά του δεν πρόκειται να εκπληρωθεί, διότι η κόρη του πέθανε, ο αγγελιοφόρος ο οποίος και αυτός έβλεπε τον Χριστό ως θαυματοποιό, λέει στον Ιάειρο: «μην ενοχλείς τον δάσκαλο», για ένα αίτημα άνευ περιεχομένου πλέον. Το θαύμα έχει να κάνει με την ζωή, όχι με τον θάνατο. Το αίτημα είχε νόημα όσο υπάρχει ελπίδα και ήταν ο Χριστός η τελευταία ελπίδα του πατέρα. Στην απελπισία μόνο φορτικότητα και ενόχληση είναι ένα τέτοιο αίτημα.
Ο Χριστός του ζητά να μην φοβάται, αλλά να πιστέψει και η κόρη του θα σωθεί. Το αίτημα δεν έχει να κάνει ούτε με την ελπίδα, ούτε με την λογική, ούτε με το συμφέρον, ούτε με τις ικανότητες αυτού που το λαμβάνει. Έχει να κάνει με την πίστη, την εμπιστοσύνη, πόσο αφηνόμαστε στα χέρια αυτού που γνωρίζουμε ότι μας αγαπά. Όταν μιλούμε για τον Χριστό, όσοι πιστεύουμε, εμπιστευόμαστε και αφηνόμαστε. Όσοι Τον βλέπουμε ως θαυματοποιό, εγκαταλείπουμε την απόπειρα σχέσης μαζί Του την στιγμή που πληροφορούμαστε ότι το αίτημά μας δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Κι εδώ είναι το κλειδί. Ο Θεός ζητά από εμάς να αποτινάξουμε το εγωκεντρικό θέλημα, τις επιθυμίες που έχουν να κάνουν με το τώρα και την κρίση των ενεργειών Του με βάση τι μπορεί να εκπληρωθεί και τι όχι και να αφεθούμε στην σχέση μαζί Του, η οποία θα έπρεπε να είναι το κεντρικό και ίσως το μοναδικό αίτημα της ζωής μας. Να είμαστε παιδιά που Τον εμπιστευόμαστε και Τον «ενοχλούμε» όχι τώρα με τα αιτήματα, αλλά με την παρουσία της ύπαρξής μας. Και τότε θα γίνουν όλα όπως Εκείνος κρίνει για την σωτηρία μας. Αυτός είναι ο δρόμος του αληθινού θαύματος μέσα στην Εκκλησία: η εμπιστοσύνη!
Κέρκυρα, 28 Οκτωβρίου 2018