ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 173- ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΣΕΒΙΤΣ ΣΙΝΓΚΕΡ, “ΜΕΣΟΥΓΚΑ”, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις ΔΩΜΑ
“Μεσούγκα” σημαίνει ο τρελός, ο παράλογος, ο παράφρων, στη διάλεκτο “γίντις”, τη γερμανοεβραϊκή γλώσσα, που μιλούσε ο μεγαλύτερος αριθμός Εβραίων, πριν την σύσταση του κράτους του Ισραήλ το 1948, όταν και καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα η εβραϊκή. Ο Νομπελίστας λογοτέχνης Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, (1903-1991), ο οποιίος γράφει το έργο του στα γίντις, γράφει σε συνέχειες το 1981-1982 ένα μυθιστόρημα, το οποίο επιγράφει αρχικά “Χαμένες Ψυχές”. Στην αγγλική του όμως έκδοση θα δώσει τον τίτλο “Μεσούγκα”. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Μαργαρίτα Ζαχαριάδου και κυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ, με ένα πρωτότυπο εξώφυλλο του Γιώργου Καλοφωλιά.
Ο τίτλος λειτουργεί ως εικόνα του κόσμου, όχι μόνο του μυθιστορήματος, αλλά και του πολιτισμού και των ανθρώπων, με προφητικότητα για τις μέρες μας. Μία παραφροσύνη μοιάζει η ζωή, όπως την φτιάχνουμε οι άνθρωποι. Και η αποστολή του συγγραφέα, του λογοτέχνη, του σκεπτόμενου ανθρώπου είναι να περιγράψει, αλλά και να βρει διέξοδο.
Το μυθιστόρημα λοιπόν λειτουργεί σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι η προσπάθεια του συγγραφέα να περιγράψει τη ζωή ανθρώπων που επιβίωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και εγκαταστάθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ, για να προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Το μετατραυματικό στρες είναι έντονο. Καταργεί την ηθική στην πράξη, χωρίς να την διαγράφει από τη ζωή, καθώς οι ενοχές παραμένουν στην ψυχή των ανθρώπων που αμαρτάνουν, όμως κυριαρχεί μία βιταλιστική δίψα για έρωτα, για ευχαρίστηση, για υπέρβαση, όχι όμως κατάργηση των δεσμών, ιδίως των συζυγικών. Όποιος έχει συναντήσει τον θάνατο στη χειρότερη μορφή του, όπως ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το ολοκαύτωμα, δηλαδή το μαρτύριο, αν έχει επιβιώσει, θέλει να τον ξεχάσει, ζώντας με το σώμα του τα πάντα. Όμως ο συγγραφέας αποτυπώνει με την γραφή του το αδιέξοδο: ότι τελικά δεν είναι η ευχαρίστηση και ο βιταλισμός που νοηματοδοτούν τη ζωή, αλλά η αγάπη και η ζεστασιά μιας σχέσης στην οποία συνυπάρχουν ο διάλογος, η ασφάλεια, η σταθερότητα.
Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με ένα από τα κύρια θέματα της λογοτεχνίας του Σίνγκερ: το δίλημμα ανάμεσα στην παράδοση και την εκκοσμίκευση. Ο άνθρωπος, κατά τον Σίγκερ, δεν μπορεί να ξεφύγει από τον Θεό. Αυτός ο δρόμος όμως τον φέρνει ενώπιον της ψυχικής σύγκρουσης: να βρω τον Θεό με τον τρόπο της παράδοσης, την τήρηση των εντολών, των νόμων και του Νόμου, ενταγμένος στην κοινότητα που είναι τυπολατρική, αυστηρή, παραδοσιακή, εόρτια ή να υιοθετήσω την εκκοσμίκευση: να ζήσω όπως θέλω, αλλά να τηρώ τουλάχιστον εξωτερικά κάποιους τύπους, ακόμη κι αν η ψυχή μου δεν φλέγεται για Θεό. Δεν είναι εύκολο να αρνηθείς το “ανήκειν”. Δεν μπορείς όμως να μην προβληματίζεσαι για το πώς. Το χρήμα και η δόξα διευκολύνουν την εκκοσμίκευση. Όμως η συνείδηση, ακόμη κι αν φαινομενικά φιμώνεται ή αδιαφορεί, δεν επιτρέπει την άρνηση του Θεού, της εντιμότητας, της ταυτότητας. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Χάρρυ Τράιμπιτσερ, ο οποίος διαχειρίζεται τα χρήματα επιζώντων, που προέρχονται από γερμανικές αποζημιώσεις για την απώλεια συγγενών στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, και ο οποίος παίζει στο χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα τα χρήματα να χαθούν. Θα αυτοκτονήσει, διότι δεν μπορεί να αντέξει να βλέπει στα μάτια τους συγγενείς. Ο θείος του όμως, πάμπλουτος, χωρίς ιδιαίτερο ηθικό έρμα, θα αναλάβει να δώσει πίσω όλα τα χρήματα που χάθηκαν, διότι δεν μπορεί να αφήσει τη ντροπή να συνοδεύει το όνομα της οικογένειας.
Το τρίτο επίπεδο έχει να κάνει με την ατομικότητα στον χρόνο ενός πολιτισμού που λειτουργεί στην προοπτική του μηδενισμού. Οι δύο κύριοι ήρωες του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας Άαρον Γκράιντινγκερ και η Μύριαμ, γυναίκα που εκπόρνευσε τον εαυτό της για να επιβιώσει από τους ναζί και με τους ναζί, καθιστάμενη “κάπο”, δηλαδή ένα είδος επιβλέπουσας βασανιστηρίων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά και στη συνέχεια, προκειμένου να απολαύσει τη ζωή της, αναζητούν τα ουσιώδη της ύπαρξης, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Άαρον αναζητεί την ελευθερία: “αν ο Παράδεισος και η Κόλαση ήταν πράγματα εμφανή και σε κοινή θέα, τότε η ελευθερία της επιλογής θα εξαφανιζόταν. Ο Θεός, η Θεία Πρόνοια, η αθανασία της ψυχής, η ανταμοιβή και η τιμωρία: όλα αυτά είναι θέματα της πίστεως. Η σοφία του Θεού είναι ορατή. Το έλεός Του όμως απαιτεί πίστη. Και η πίστη με τη σειρά της είναι θεμελιωμένη στην αμφιβολία…όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα, αυτό είναι μια πράξη ελευθερίας. Η αγάπη προς τον Θεό δεν μπορεί να είναι καταναγκαστική, να απορρέει από κάποια εντολή. Μπορεί μόνο να είναι ενέργημα της ελεύθερης βούλησης. Το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα πλάσματα γεννιούνται από την ένωση αρσενικού και θηλυκού αποτελούσε για μένα απόδειξη ότι ετούτη η ζωή είναι ένα πείραμα ελευθερίας στο εργαστήριο του Θεού. Η ελευθερία, για να δημιουργήσει, δεν μπορεί να μένει παθητική. Η ελευθερία ζητά αμέτρητες παραλλαγές, ενδεχόμενα και συνδυασμούς. Η ελευθερία θέλει την αγάπη” (σσ. 269, 275). Η ζωή του όλη είναι ένας τρόπος προσφοράς αγάπης, άμεσα και έμμεσα, καθώς ασχολείται με τα βάσανα των αναγνωστών του, σε έναν συνεχή διάλογο μαζί τους, άλλοτε με όρεξη, άλλοτε ανόρεχτα, αλλά δεν μπορεί να φύγει από αυτούς. Το ίδιο και η Μύριαμ. Μέσα στη διαφθορά του σώματος, θα μείνει πιστή στον ανήμπορο προστάτη της Μαξ Άμπερνταμ και θα του κλείσει τα μάτια, συμπαραστεκόμενη στη δοκιμασία της υγείας του μέχρι τέλος. Η ατομικότητα, για τον Σίγκερ, δεν νοείται χωρίς την αγάπη και την ελευθερία. Μόνο αυτές μας συντροφεύουν σε μία πορεία στον χρόνο που μοιάζει με αναπόφευκτο τον θάνατο, αλλά είναι και ό,τι μας μένει αληθινά.
Είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από ένα σπουδαίο συγγραφέα, που δεν φοβάται να θέσει τα σπουδαία της ύπαρξης ενώπιον του αναγνώστη, μέσα από μια παράδοση που μοιάζει αδιάφορη για τους πολλούς, είναι όμως αυτή της Βίβλου, που είναι η ρίζα του πολιτισμού που νικά τον χρόνο και το ψέμα, ιδίως του καιρού μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
31 Δεκεμβρίου 2025
