Το
αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Γιατί τα χρόνια
τρέχουν χύμα» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), αποτελεί μία εξαιρετική ευκαιρία για όποιον
αγαπά τον αδιαμφισβήτητα σπουδαίο τραγουδοποιό, αλλά και για όποιον θέλει να
κατανοήσει κάποια στοιχεία από τον χαρακτήρα και τις απόψεις του, να το
διαβάσει και να ταξιδέψει μαζί του σε μια ζωή που μας δείχνει πώς ένας άνθρωπος
μπόρεσε να καταξιωθεί χωρίς να προέρχεται από «τζάκι», αλλά με γνώμονα το
ταλέντο του και τον αγώνα του.
Ο Σαββόπουλος μάς
περιγράφει το ξεκίνημά του ως μέλος της νεολαίας Λαμπράκη. Έντονα
πολιτικοποιημένος θα βιώσει τα βασανιστήρια της χούντας και το ξύλο, θα φύγει
στο εξωτερικό με ένα προσωρινό διαβατήριο, το οποίο θα πλαστογραφήσει για να
μπορέσει να παραμείνει στη Γαλλία, θα συνεχίσει να γράφει αναζητώντας την «άλλη
Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης με τελειωμένα και αθάνατα φτερά»
(σ.294), για να συνειδητοποιήσει ότι «χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας
χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν, και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας
άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο
της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια, και όχι οι πολιτικές τους» (σ.
294).
Περιγράφει τη γνωριμία του με τα ιερά τέρατα της ελληνικής
μουσικής σκηνής, τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο,
παραγωγούς όπως τον Τάσο Φαληρέα, ποιητές, όπως τον Γκάτσο και τον Νίκο- Αλέξη
Ασλάνογλου, φιλοσόφους, όπως τον Στέλιο Ράμφο, σκηνοθέτες όπως τον Κάρολο Κουν,
ηθοποιούς όπως τον Γιώργο Λαζάνη, τον Γιώργο Αρμένη, δημιουργούς όπως ο
Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Θάνος Μικρούτσικος (που ομολογεί ότι δεν του φέρθηκε
καλά), ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Νικόλας Άσιμος, μία
ομάδα τραγουδιστών που χαρακτηρίζουν το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, όπως ο Νίκος
Παπάζογλου, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Πάνος Κατσιμίχας, η Μελίνα Τανάγρη, ο Νίκος
Ζιώγαλας, ο Ηλίας Λιούγκος, η Ελ. Αρβανιτάκη, ο Φοίβος Δεληβοριάς, των οποίων
υπήρξε ένα είδος πνευματικού πατέρα, καθώς τους στήριξε και τους καθοδήγησε.
Κυρίως όμως, μέσα
από αυθεντικά και ειλικρινή στιγμιότυπα της ζωής του ο Σαββόπουλος περιγράφει
τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα λάθη του, τις εμπάθειές του, τους έρωτές
του, την πορεία μιας ζωής που ξεκίνησε φτωχά και κατέληξε σε ένα κύρος
μοναδικό. Έζησε τη φτώχεια, την πείνα, την μοναξιά, τον δρόμο όπου αναγκάστηκε
να κοιμάται στις αρχές της πορείας του, δεν έπαψε όμως να υπερασπίζεται έναν
χαρακτήρα και ένα ήθος ελευθερίας και αποφασιστικότητας ότι θα κάνει αυτό που
τον εκφράζει, θα παρουσιάσει με γενναιότητα τις απόψεις του, ακόμη κι αν αυτές
δεν θα ήταν ευχάριστες στο κοινό του, και έναν γοητευτικό αναρχισμό που τον
έκανε να αναζητά την ομορφιά και την αλήθεια.
«Δεν ξέρετε τι
ευγνωμοσύνη νιώθω που μιλάμε οι άνθρωποι, και έχουμε φωνή, και έχουμε λέξεις.
Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, κι αν μου πείτε ότι κατέβηκε ένας άγγελος και ψιθύρισε
στο αυτό του ανθρώπου τον λόγο, θα σας πίστευα» (σ.12). « Ό,τι έγραψα είναι ένα
τραύλισμα νομίζω. Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα
αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία
μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει» (σ.29). «Παύει να
έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, και γινόμαστε ένας συρφετός από
ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία» (σσ. 40-41). «Αν λοιπόν τραγουδώ
σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ όταν τραγουδώ, ποια θυσία τραγουδώ; Το
ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο, που είναι σοφός άνθρωπος. ,,Τη θυσία που δεν
έκανες’’, μου απαντά! Σωστός. Διότι πόσες φορές στη ζωή μας δεν ήρθε η στιγμή
που έπρεπε να δοθούμε, να πέσουμε στη φωτιά αλλά δεν το κάναμε, γιατί δεν είχαμε
τα κότσια, γιατί φοβηθήκαμε; Αυτές οι στιγμές δεν ξεχνιούνται, είναι πληγές από
τις μάχες που αποφύγαμε να δώσουμε. Αν όμως τραγουδήσεις αυτή την πληγή, τότε η
θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή
αλαφραίνει και συνεχίζεται. Κάτι μου λέει αυτό για την τέχνη μου. Σ’ ευχαριστώ,
Στέλιο» (σσ. 186-187). «Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία. Μια καινούργια
διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φύλο, χρώμα,
καταγωγή. Όλοι είμαστε όλα και ,,δίχως
ταυτότητα πια’’, όπως λέει η Τάνια (Τσανακλίδου). Μα ένας πατέρας που, όσο να ‘ναι,
δυσκολεύεται να δεχθεί ότι η κόρη του είναι άντρας δεν αξίζει λίγο χρόνο, λίγη
απ’ την κατανόησή μας; Γιατί του τρίβουμε στη μούρη ότι είναι ομοφοβικός,
φαλλοκράτης και θλιβερό κατάλοιπο της πατριαρχίας;» (σσ. 209-210). «Σωστά ή όχι, οι τραγουδοποιοί ακολουθούν τον
δρόμο της καρδιάς και, αν χρειαστεί, πληρώνουν το κόστος. Έτσι είναι αυτή η
δουλειά. Έτσι έζησε η τέχνη μας επί μακρόν, παρ’ όλες τις λογής -λογής
λογοκρισίες, και έτσι θα συνεχίσει να ζει και με άλλες τόσες, αν χρειαστεί. Αν
έχεις κάτι να πεις, θα βρεις τον τρόπο να το πεις. Με καλή καρδιά και φρόνημα
ελεύθερο» (σ. 210).
Δεν φοβάται να
εξηγήσει στροφές πολιτικές στη ζωή του, όπως αυτή με τον δίσκο «Το κούρεμα» του
1988. Δεν φοβάται να απαλύνει τη γνώμη του για τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Να
περιγράψει σκηνές από τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Το πώς μπήκε στην
κανονικότητα της ενηλικίωσης. Την ευλογία
να έχει για γυναίκα του την Άσπα. Τα λάθη που έκανε στην ανατροφή των παιδιών
του. Το ότι δεν έμαθε ποτέ πλήρως τη μουσική. Το γιατί έχει σταματήσει να
γράφει τραγούδια. Την απόφασή του να υπερασπίζεται την αρχοντική πλευρά του
λαού μας και όχι την εύκολη, τη φτηνιάρικη. Κυρίως όμως, δεν διστάζει να δείξει
τη φθαρτότητά του, τις περιπέτειες της υγείας του που τον κάνουν να
συνειδητοποιήσει την σμικρότητα της ζωής. Πάνω απ’ όλα την αγάπη για την τέχνη:
«ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο εγώ, ενίοτε φθονερά
και μωροφιλόδοξα. Κι όμως, μόλις αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε,
ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε» (σσ. 313-314). Και δεν θα
διστάσει να συμβουλέψει τους σύγχρονους: «μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα παιδιά, γιατί
κρατούν από την κοινή μας ρίζα, όπου η φράση, το μέλος και η φωνή γεννιούνται
μαζί. Αφού διαλέξατε, ρε παιδιά, εσείς οι μικροί ραψωδοί, ν’ ακολουθήσετε την
ελληνοφωνία, ρίξτε μια ματιά στους προηγούμενους. Σε όλους μας συμβαίνει, όταν
φτάνουμε στην απελπισία κι όλα είναι ένα μεγάλο μηδέν, εκεί, την τελευταία
στιγμή, να ανοίγεται εκ του μη όντος
μπροστά μας ένα απάτητο μονοπάτι, το δικό μας μονοπάτι, που οδηγεί κατευθείαν
στους προγόνους. Όχι σε όλους. Σε κάποιον. Σε κάτι. Σ’ ένα ζώπυρο. Για
ανθρώπους σαν κι εμάς παράδοση είναι να δημιουργείς, συνεργαζόμενος με το
μηδέν. Αν είστε άτυχοι και αγνοήσετε το μονοπάτι, τί θα γίνει; Θα μπαίνετε στις
συναυλίες σας οπλισμένοι, με μερικά κοκόρια γύρω σας, με μαύρα στυλάτα γυαλιά,
θα αφήνετε τα όπλα στο καμαρίνι και θα βγαίνετε στο μικρόφωνο να λέτε ό,τι
κοινότοπο είναι στη μόδα, παριστάνοντας τους οργισμένους μονίμως. Αν όμως είστε
τυχεροί, μπορείτε να πέσετε στον Μάρκο Βαμβακάρη ή στον Άκη Πάνου. Αλλά και
στον Παυλίδη απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά ή στο «Σιγά μην κλάψω» του Αγγελάκα. Και στον
Πορτοκάλογλου ή στον Ορφέα Περίδη να πέσετε, δεν σας πέφτει και λίγο. Και στον
Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και σε εμένα φυσικά. Σαν και εσάς ήμουνα μικρός» (σσ.
326-327) .
Και θα κλείσει την
αυτοβιογραφία του λέγοντας το εξής καταπληκτικό: «Δεν χανόμαστε εμείς. Άσε που
και να χαθούμε, θα ανταμώσουμε εκεί πάνω, να κοιμόμαστε και να κοιμόμαστε, και ένα
εγερτήριο να έχουμε μονάχα: το σάλπισμα της γιορτής» (σ. 334).
Ένα συναρπαστικό ταξίδι, από έναν γοητευτικό αφηγητή, που δεν φοβάται να ταπεινωθεί, να γράψει, να βγει δηλαδή γυμνός ενώπιόν μας. Ένα βιβλίο για μια προσωπικότητα που επανέφερε στην πράξη της τέχνης τον διάλογο ανάμεσα στην παράδοσή μας και τα ρεύματα του νέου. Επειδή πάντα ο Σαββόπουλος μας άρεσε, μοιραζόμαστε μαζί σας την αυθεντικότητά του και την τέχνη της ομορφιάς!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
3 Φεβρουαρίου 2025