«Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1, 13-14)
«᾿Ασφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγή μου ὅσον καιρὸ ἀνήκα στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μὲ πάθος τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Καὶ πρόκοβα στὸν ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις».
Το ξεκίνημα της
πορείας του αποστόλου Παύλου στην ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού στον
κόσμο δεν είχε καμία σχέση με τη συνέχεια. Ο απόστολος ήταν ένας άνθρωπος της
ιουδαϊκής παράδοσης, βαθύς γνώστης της, ζηλωτής, έμπειρος, με ενθουσιασμό, αντίθετος
με τον Χριστό και την πίστη, διώκτης των χριστιανών. Κι όλα αυτά διότι, έχοντας
μελετήσει την παράδοση του λαού του, θεωρούσε πως ο Ιησούς Χριστός αποκλειόταν να
ήταν ο προσδοκώμενος Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Και θεωρούσε τόσο τον Κύριο, όσο
και εκείνους που Τον ακολουθούσαν κίνδυνο για την ιουδαϊκή πίστη και παράδοση.
Ότι παραπλανούσαν οι μαθητές του Χριστού τους ανθρώπους, διδάσκοντας μία αίρεση
καταστροφική για τη σωτηρία του κόσμου. Και χρέος του θεώρησε να αντισταθεί. Να
διώξει τους χριστιανούς με κάθε τρόπο. Με τη βία. Με τη φυλάκιση. Με τον
θάνατο, όπως όταν συνέργησε στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Όμως ο Θεός είχε
άλλη θέληση. Και του εμφανίστηκε στο όραμα της Δαμασκού, για να ανατρέψει
ριζικά τη ζωή του και να τον καταστήσει απόστολο των εθνών, προς μεγάλη έκπληξη
των υπόλοιπων παραδοσιολατρών του λαού του.
Η παραδοσιολατρία υπάρχει
και στην εποχή μας. Άνθρωποι πιστοί, βλέπουν έναν κόσμο που λειτουργεί σαν να
μην υπάρχει Θεός, αλλά και έναν κόσμο που καπηλεύεται τον Θεό και το Ευαγγέλιο,
παραχαράσσοντάς το, ώστε να δικαιολογούνται τα πάθη και οι αδυναμίες στο όνομα
της αγάπης. Κι ενώ η αγάπη είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια και την ελευθερία, εντούτοις ο κόσμος ζητά από
τους χριστιανούς να πορεύονται μόνο με την αγάπη. Να αμνηστεύουν τα ανθρώπινα
πάθη, σαν να μην τρέχει τίποτα, ενώ και το Ευαγγέλιο και η Αγία Γραφή ξεκαθαρίζουν
ότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Και από την άλλη,
υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι στο όνομα της πίστης, αποκλείουν την πρόοδο του
κόσμου τούτου, επειδή δεν τον κατανοούν, επειδή θεωρούν πως η πρόοδος φέρνει
την αμαρτία, ενώ κάθε πρόοδος, είτε στην επιστήμη είτε στην τεχνολογία είτε σε
οποιονδήποτε τομέα εγείρει πάντοτε το ερώτημα της χρήσης της από τον άνθρωπο
και τον κόσμο, διότι αφ’ εαυτού της είναι ούτε καλή ούτε κακή. Εμείς αποφασίζουμε
ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε ως προς τη χρήση των επιτευγμάτων. Κι αυτός ο
δρόμος έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το νόημα της ζωής μας,
ποια σχέση έχουμε με τον Θεό, ποια ελπίδα αιωνιότητας μας διακατέχει.
Οι άνθρωποι αυτοί τελικά
ομνύουν στο όνομα της παράδοσης, μη αισθανόμενοι την αντιφατικότητα των
επιλογών τους. Από την μία δεν είναι σε θέση να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αγάπη,
την αλήθεια και την ελευθερία, επιλέγοντας ανισοβαρώς κάποια από τις τρεις
παραμέτρους σε σχέση με τις άλλες, και από την άλλη, ενώ αξιοποιούν πλήρως τα
επιτεύγματα του κόσμου, τον καταριούνται. Βέβαιοι ότι ο Θεός είναι μαζί τους,
επιτίθενται, απορρίπτουν, αρνούνται, ομοιάζοντας με την νοοτροπία των εχθρών
της πίστης. Το όραμα της Δαμασκού δείχνει ότι ο Θεός επιλέγει εκείνους που
θέλει να αναλάβουν τον δρόμο να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αλήθεια και
εκείνους που καλούνται να ακολουθήσουν τους πρωτοπόρους. Αγάπη όμως ζητά από
όλους, ισορροπημένη στα φίλτρα της αλήθειας και της ελευθερίας. Και όπως ο
απόστολος Παύλος μάς έδειξε, ο κόσμος δεν είναι για να τον απορρίψεις, αλλά για
να διαλέξεις τι σου χρειάζεται πραγματικά και τι σε βλάπτει, χωρίς γενικούς
αφορισμούς.
Όπως και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ο κόσμος πορεύεται με μια ειδωλολατρία του «εγώ», της δύναμης και της ισχύος, του συμφέροντος και της ηδονής. Η απάντηση σ’ αυτήν την ειδωλολατρία δεν μπορεί να είναι μια παραδοσιολατρία εγκλωβισμού στα ίδια, ούτε όμως και η αποδοχή τού να μας κουνά ο κόσμος το δάχτυλο και να μας λέει τι είναι σωστό και τι όχι με βάση τη δική μας πίστη και παράδοση, που την έχει απορρίψει συνειδητά. Η απάντηση περνά μέσα από την αγάπη για τον Θεό, την αποδοχή της κλήσης Του να είμαστε χριστιανοί, χωρίς ακρότητα και φανατισμό, με αγάπη, αλήθεια κι αγώνα ελευθερίας από τα πάθη μας. Και όπου μπορούμε, να δίνουμε με αυτόν τον τρόπο, της αυταπάρνησης, της υπέρβασης, της προσφοράς την μαρτυρία μας. Μέσα δηλαδή από την Εκκλησία και τη ζωή της.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
10 Νοεμβρίου 2024
Κυριακή Η’ Λουκά