«Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Εφεσ. 2, 8-9)
«Πραγματικά, μὲ τὴ χάρη του σωθήκατε διὰ τῆς πίστεως. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι δικό σας κατόρθωμα ἀλλὰ δῶρο Θεοῦ. Δὲν σωθήκατε μὲ τὰ δικά σας ἔργα κι ἔτσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ γι’ αὐτό».
Συχνά, στη σχέση μας με τον Θεό, έχουμε την αίσθηση ότι
κάνουμε αυτό που πρέπει, τηρούμε τις εντολές του Θεού, κυρίως σε ό,τι αφορά στη
συμπεριφορά μας έναντι του πλησίον μας. Επομένως, θεωρούμε ως χριστιανοί ότι
έχουμε επιτελέσει το καθήκον μας, ζούμε σε ένα αίσθημα αυτάρκειας και κρίνουμε
τον εαυτό μας καλυμμένο έναντι του Θεού. Έτσι, ζητούμε συχνά από τον Θεό να
εκπληρώσει επιθυμίες και όνειρά μας, με αποτέλεσμα να είμαστε κάποτε
παραπονεμένοι, αν διαπιστώνουμε ότι ο Θεός δεν δείχνει ότι μας ακούει.
Η κατάσταση αυτή πάντοτε απασχολεί τον θρησκευτικό
άνθρωπο. Η αίσθηση ότι η σχέση με τον Θεό είναι μια σχέση «δούναι και λαβείν»
πηγάζει από τη συνήθεια της αρχαίας θρησκείας, η οποία πάντοτε έβαζε στην
προοπτική της θυσίας, της προσφοράς του εξιλασμού τη σχέση ανθρώπου και θείου,
με αποτέλεσμα να καθιερωθεί αυτή η αντίληψη στη συνείδηση μας: ότι δηλαδή αν
θέλουμε κάτι από τον Θεό, χρειάζεται να του δώσουμε και κάτι. το υλικό είναι
εύκολο να το προσφέρεις. Το πνευματικό δεν είναι ορατό. Περιμένουμε λοιπόν από
τον Θεό για όσα προσφέρουμε, την ανάλογη ανταπόκριση. Δεν λυτρωνόμαστε όμως,
στην πραγματικότητα, έτσι, διότι ο Θεός δεν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ας μην ξεχνάμε το μαρτύριο πλήθους αγίων. Των Αποστόλων
πρωτίστως, που ήταν οι πλέον πλησίον του Χριστού άνθρωποι. Αναρίθμητων ανά τον
χρόνο και τον κόσμο, που δεν έζησαν με την άνεση ότι εκπλήρωναν το θέλημα του
Θεού και, επομένως, δικαιούνταν αναψυχή. Αλλά και όσοι βίωσαν το μαρτύριο της
συνειδήσεως, με την ασκητικότητα, την περιφρόνηση από τους άλλους, την αποταγή
από τον κόσμο, τους πειρασμούς του διαβόλου, και εκείνοι δεν έζησαν εν ανέσει. Ο
Θεός αφήνει τους αγαπώντας Αυτόν να ζούνε τις περιστάσεις της ζωής, την κακία
των ανθρώπων, τους σταυρούς που ο κόσμος και ο κοσμοκράτορας αυτού φορτώνουν σε
όσους θέλουν να παλέψουν για την αλήθεια και το φως που είναι ο Χριστός.
Ο
απόστολος Παύλος έρχεται να συμπληρώσει στην πραγματικότητα αυτή και μιαν άλλη
υπενθύμιση. Ότι τα έργα μας δεν μας σώζουν, αλλά η χάρις του Θεού. Και η χάρις
έρχεται διά της πίστεως. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα δεν χρειάζονται. Όμως
δεν λειτουργούν στην προοπτική του εξιλασμού, του δούναι κι λαβείν από τον Θεό.
Τα έργα αποτελούν έκφραση μιας καρδιάς που αγαπά τον Θεό και που θέλει να αισθάνεται
ότι η αγάπη διαφαίνεται στην πράξη. Όπως ο ερωτευμένος δεν κάνει δώρα ή δεν
δείχνει προσοχή στο πρόσωπο που αγαπά, για να μετρηθεί η αγάπη του, αλλά
αισθάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ακριβώς επειδή αγαπά, έτσι κι αυτός
που θέλει να αγαπά τον Θεό πράττει το καλό, όχι για να του το μετρήσει ο Θεός,
αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, επειδή ακριβώς αγαπά.
Όλη
η αντίληψη της θρησκείας ότι ο άνθρωπος πρέπει να προσεγγίσει το θείο μέσα από
την λογική της ανταπόδοσης καταργείται στην χριστιανική μας πίστη και παράδοση,
ακριβώς επειδή δεν είναι ούτε ο φόβος, ούτε ο μισθός τα κίνητρα του πιστού,
αλλά η αγάπη. Και η αγάπη εμπιστεύεται. Η αγάπη υπομένει. Δεν γογγύζει ούτε
πικραίνεται. Αφήνεται στα χέρια του Θεού και γνωρίζει να περιμένει και να
υπομένει. Και δεν καυχάται ο πιστός για τα έργα του, αλλά μένει σταθερός στην
αγάπη του Θεού, όπως κι αν αυτή αφήσει τα πράγματα της ζωής τούτης να
πορεύονται.
Λόγος παρηγορητικός, συνάμα και δύσκολος, καθότι θέλουμε να λειτουργούμε στη βεβαιότητα ότι θα μας δοθεί κατά τον κόπο μας. Στην πραγματικότητα όμως η χριστιανική πίστη είναι μία διαρκής κλήση στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη του Θεού, χωρίς αγωνία για το τέρμα αυτής της πορείας. Πατέρας, φίλος και πλησίον μας ο Χριστός. Εμείς ας οπλιζόμαστε στην αγάπη. Και η αγάπη αυτή μπορεί να εκφραστεί στην μετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Δεν είναι ατομικό κατόρθωμα ούτε γεγονός. Ας δείχνουμε λοιπόν αγάπη για χάρη Εκείνου, αλλά και για να ξαναβρίσκουμε τον αληθινό μας προορισμό. Και Εκείνος με τη χάρη του θα μας σώσει.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
1η
Δεκεμβρίου 2024
Κυριακή
ΙΔ’ Λουκά