ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 148- ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε ένας από τους
σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου με ευρύτερη παιδεία. Έφυγε πρόωρα
από τη ζωή το 1993, σε ηλικία 37 ετών, ωστόσο τόσο η οπτική των ταινιών του,
όσο και τα βιβλία που μας άφησε ως παρακαταθήκη θέτουν, έστω και μελαγχολικά,
το κεφαλαιώδες ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας, της σχέσης μας με τη Δύση
και τον κόσμο του «τώρα», αλλά και το κατά πόσον μπορούμε να πατήσουμε στα δικά
μας πόδια.
Τα θέματα αυτά αποτυπώνονται στο μυθιστόρημά του «Η
γραμμή του ορίζοντος», που επανακυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, με ένα
εξαιρετικό εξώφυλλο του ζωγράφου Αλέξη Κυριτσόπουλου. Ηρωΐδα του η 32χρονη Ρέα
Φραντζή (το επώνυμο μάς παραπέμπει στην Κωνσταντινούπολη, στην μεγάλη οικογένεια
του χρονικογράφου της Άλωσης Γεωργίου Φραντζή), μια κοπέλα που σπούδασε Πολιτικές
Επιστήμες, παντρεύτηκε έναν Έλληνα που γνώρισε στη Βενετία και τρεις ημέρες
μετά το διαζύγιό της βρίσκεται στην Πάτμο, το νησί της Αποκάλυψης, το νησί του
καστρομονάστηρου του οσίου Χριστοδούλου και του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού. Ο
συγγραφέας, μέσα από την ιστορία της Ρέας Φραντζή, καταθέτει τα μεγάλα
ερωτήματα που ουδέποτε στην πράξη απασχόλησαν όσους είχαν και έχουν την ευθύνη
για την πορεία του νεοελληνικού μας βίου. Γιατί αφεθήκαμε στην αντιγραφή της
Δύσης και όχι της Δύσης του Σαίξπηρ, του Βίκτωρος Ουγκώ, του Ντίκενς, αλλά της
Δύσης του οικονομοκεντρισμού, της παροντοποίησης των πάντων, της αίσθησης ότι
το να περνάς καλά είναι το νόημα της ζωής, της ταύτισης με τον συρμό, της
άρνησης να δούμε τη ζωή μέσα από τις όψεις της παράδοσής μας που είναι η
αρχοντιά, το κερί στην εκκλησιά που μαρτυρεί μια πίστη που νικά τον θάνατο
χωρίς να φοβάται τις επιθέσεις και τις ειρωνείες του άθεου ουμανισμού, της
έγνοιας για τις ρίζες που μας διαφοροποιούν από το παγκόσμιο χωριό, χωρίς να
μας κάνουν οπισθοδρομικούς, αφιλόξενους, απαίδευτους, απολίτιστους;
Ο Βακαλόπουλος επισημαίνει την άρνηση των προγόνων
μας να ταυτιστούν με το πνεύμα της Δύσης, την επιλογή του Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου να σφαχτεί για την ελευθερία, την πίστη, την ιστορία, την παράδοση
του Βυζαντινού Ελληνισμού και να μην επιλέξει να γίνει ένας διανοούμενος των
γραμμάτων και της γνώσης στην Ιταλία, να μην είναι ένας αναγνώστης του Πλάτωνα,
να μην αποδεχτεί να είναι ένας στείρος κουβαλητής του κόσμου του παρόντος απλώς
διαβάζοντας τους αρχαίους, προπομπός του θεραπευόμενου της ψυχανάλυσης, ως της
επιστήμης του «για να είμαι καλά». Επισημαίνει τον χαρακτήρα του Έλληνα που
έμαθε να ντρέπεται, πριν φτάσει στην ενοχή. Την ομορφιά του να μπορείς να
χαρείς τα απλά πράγματα της ζωής, χωρίς να απορρίπτεις τον πολιτισμό και τις
επιδράσεις της Δύσης, χωρίς όμως και να ταυτίζεσαι μαζί της. Το να απολαύσεις
μια ταινία στο θερινό σινεμά της Κυψέλης, το να είσαι ο ξεχωριστός και η
ξεχωριστή χωρίς να βάφεσαι, να ντύνεσαι κατά την ομάδα, να παλεύεις για τη
φωτογένειά σου, μονάχα να απολαμβάνεις τη χαρά και της ζεστασιά της
κοινωνικότητας. Ταυτιστήκαμε με την επιλογή να είμαστε πολίτες του κόσμου,
χωρίς τη χαρά να μπορούμε να απολαύσουμε τη δική μας ιδιαιτερότητα και
ετερότητα. Γι’ αυτό και η μόδα της Σαντορίνης, όπου τα πάντα είναι θάλασσα,
μαύρισμα και διακοπές, και η άρνηση της Πάτμου, όπου, χωρίς να λείπουν η φύση
και η θάλασσα, υπάρχει η θέα του πέρα από τον χρόνο και το μάταιο, στην ιστορία,
στον πολιτισμό, στο αιώνιο που η πίστη αφήνει να φανεί. Έστω και μια κάποια
πίστη, αυτή που λείπει από τον σύγχρονο ατομοκεντρικό
και ιδιωτεύοντα άνθρωπο.
Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο συγγραφέας αν είχε τη
δυνατότητα να ζήσει στον σύγχρονο κόσμο μας, στην Ελλάδα που συνέχισε να
πορεύεται στην προοπτική του εκδυτικισμού της. Έχω την αίσθηση ότι η απάντηση
που καλούμαστε να δώσουμε στο ποιοι είμαστε μεταβαίνει όλο και περισσότερο στη
σφαίρα του προσωπικού. Προφανώς και δεν υπάρχει επιστροφή από το «ανήκομεν εις
την Δύσιν». Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούμε να μπολιάσουμε τον εαυτό μας,
το περιβάλλον μας, τους οικείους μας με εκείνα τα στοιχεία που νοηματοδοτούν
την ύπαρξή μας: το κερί, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε το γιατί. Τα λόγια του
τραγουδιού, αυτού που ακουγόταν στα πανηγύρια του καλοκαιριού, που ξεσηκώνουν
στον κυκλωτικό χορό, αυτόν που ένωνε τους ανθρώπους σε κοινότητα, στον τρόπο
της αγάπης. Να ζεις χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσεις τα πάντα, αφημένος στο
μυστήριο. Να κρατάς τις σχέσεις της οικογένειας, να μη σε νοιάζει η τελειότητα
της τεχνολογίας, αλλά η χαρά της συνύπαρξης και της συνάντησης. Να μπορείς να
ερωτευθείς τον άνθρωπο, το ξεχωριστό και όχι ένα κομμάτι σάρκα. Να νιώθεις ότι
είναι άλλο Ελλάδα και άλλο Τουρκία, να
πιστεύεις σ’ αυτό που κρατά και όχι να υπηρετείς το απόλυτο τίποτα και να
πορεύεσαι σαν να μην υπήρξε πριν από σένα απολύτως τίποτα. Να νιώθεις ότι δεν
είσαι η αρχή και το τέλος του κόσμου, αλλά κάποιος ή κάποια που θα περάσει,
αλλά τουλάχιστον μπόρεσες να βρεις το νήμα που σε συνδέει με το παρελθόν και σε
βγάζει σε ένα αύριο που θα έχει νόημα αιωνιότητας. Να κολυμπήσεις προς τη
γραμμή του ορίζοντος, μαζί σε θάλασσα κι ουρανό.
Ο λόγος του Βακαλόπουλου όμορφος, χειμαρρώδης, με επαναλήψεις για να νιώσουμε τα ουσιώδη, γεμάτος δυνατές εικόνες, λεπτή ειρωνεία, λεπτομέρειες που δεν προσέχεις εύκολα, συναίσθημα που λείπει από τους καιρούς μας. Ένα μυθιστόρημα που αξίζει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
18 Οκτωβρίου 2024