8/20/24

ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ- ΟΛΑ ΟΣΑ ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ ΝΑ ΡΩΤΗΣΕΤΕ ΕΝΑΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ-ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗ»


 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 138- ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ- ΟΛΑ ΟΣΑ ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ ΝΑ ΡΩΤΗΣΕΤΕ ΕΝΑΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ-ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗ», μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακίδη, εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

                Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία στον χώρο της εκλαϊκευμένης παρουσίασης του αντικειμένου των επιστημών της ψυχικής υγείας είναι το βιβλίο «Εμείς και η ψυχή μας», το οποίο περιλαμβάνει έναν διάλογο, που μπορεί να γίνει κατανοητός από τον μέσο αναγνώστη, ανάμεσα στον ψυχίατρο- ψυχαναλυτή Σάββα Σαββόπουλο και τον δημοσιογράφο- αρθρογράφο Κώστα Γιαννακίδη, που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ. Ο ερωτών δεν διστάζει να θέσει τα πιο σημαντικά θέματα που αφορούν στη ζωή μας και τον τρόπο που επηρεάζουν την ύπαρξή μας. Ψυχή και σώμα, Εγώ και μίσος, η εφηβεία, η ενήλικη ζωή, το πένθος και η συγχώρεση, το άγχος, η κατάθλιψη, η σχέση ψυχής και σώματος, η νεύρωση και η ψύχωση, οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οριακές περιπτώσεις, ο ναρκισσισμός, οι εξαρτήσεις, οι σχέσεις και το σεξ, τα όνειρα, η θεραπεία των ψυχικών δυσκολιών και η αναζήτηση της ευτυχίας είναι τα κύρια θέματα που απασχολούν τον διάλογο. Και ο ερωτώμενος, άνθρωπος με μεγάλη κατάρτιση και εμπειρία, δίνει απαντήσεις που δεν απευθύνονται κατ’  ανάγκην σε ανθρώπους που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα, αλλά προς όλους μας που θέλουμε να κατανοήσουμε τις διεργασίες που συμβαίνουν στον εαυτό μας και που δυσκολεύουν την πορεία της ζωής μας.

                Ο Σάββας Σαββόπουλος είναι ψυχίατρος- ψυχαναλυτής, διδάσκων ψυχαναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, με πλήθος δημοσιεύσεων, τόσο στα ελληνικά όσο και σε άλλες γλώσσες.  Αν θέλαμε να προβληματιστούμε με τις απόψεις του, όχι μένοντας σε διαπιστώσεις, αλλά παίρνοντάς τες ως αφορμή για να δούμε τη δική μας πορεία, να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να δούμε τους γύρω μας, κυρίως όμως να αισθανθούμε ότι ο καθένας μας μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι αγάπης στην ανάγκη του κόσμου να συνυπάρχει όχι μόνο με ανοχή, αλλά και με δόσιμο, θα στεκόμασταν στην κατάθεση του συγγραφέα ότι «η μοναξιά, μαζί με την κατάθλιψη, αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες πανδημίες των καιρών μας» (σ. 16), ότι «οι λαοί έχουν διακριτό ψυχικό κόσμο που καθορίζεται από τον πολιτισμό, την ιστορία και την κυρίαρχη ιδεολογία τους» (σ. 17), γεγονός που επιμαρτυρεί ότι δεν μπορούμε να συγχωνεύσουμε την συλλογική ταυτότητα και ιδιοπροσωπία στο όνομα ενός παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, όπως επίσης και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο όνομα της γραμμής «έχω μπάρμπα στην Κορώνη, δηλαδή του ατομικού βολέματος που συχνά προηγείται του συλλογικού συμφέροντος», αλλά χρειάζεται, στα πλαίσια της δικής μας ιδιαιτερότητας, να κάνουμε περιβάλλον «έναν τόπο που υιοθετεί τις αρχές της ισότητας, του σεβασμού της άλλης άποψης και της αλληλεγγύης»  (σ. 18).

 Ο συγγραφέας θέτει από την πλευρά των επιστημών της ψυχικής υγείας την θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο  που θεάται την ψυχή η επιστήμη και τον τρόπο της θεολογίας, στεκόμενος με απόλυτο σεβασμό απέναντι στις απόψεις όσων πιστεύουν: «Η ψυχή, όπως την εννοούμε στις θετικές επιστήμες ή στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση, δεν έχει να κάνει με την ψυχή που μελετά η θεολογία. Στην ψυχανάλυση είναι κάτι διαφορετικό, αφορά τη λειτουργία του νου, τη σκέψη και τα συναισθήματα, τα οποία προέρχονται από ένα οργανικό υπόστρωμα. Η ψυχή των θρησκειών είναι μια μεταφυσική οντότητα και συνεπώς είναι διαφορετική από αυτήν της επιστήμης. Για την τελευταία, η ιδέα για την αθανασία της ψυχής  είναι μια ψυχική άμυνα μπροστά στον φόβο του θανάτου, του αφανισμού, της ανυπαρξίας της ύπαρξης. Η πίστη κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει στην ύπαρξη ενός άλλου κόσμου που τον υπερβαίνει» (σ.24).

Επισημαίνουμε ορισμένες ακόμη πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις του συγγραφέα, προς προβληματισμό όλων μας: «Πρέπει να τιμωρούμε τα παιδιά όταν χρειάζεται να τα προστατέψουμε από τις ενορμήσεις τους, τα ξεσπάσματά τους, που είναι ασύμβατα με κάποια όρια τα οποία αδυνατούν να σεβαστούν» (σ. 50). «Ο γονιός οφείλει να ανοίγει στα παιδιά του δρόμους ελευθερίας, όχι να τους κλείνει» (σ. 52). «Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι έμφυτος, αλλά συχνά συνδέεται και με τις συγκυρίες και τη σχέση με τους γονείς»  (σ. 62). «Η στάση μιας κοινωνίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία σχετίζεται με την ελευθερία των ατόμων να συνειδητοποιούν και να ικανοποιούν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες, οι οποίες δεν καθορίζονται απαραίτητα από την υφή του βιολογικού φύλου. Υφίσταται μια δυναμική ισορροπία μεταξύ της ηθικής, του τρόπου ζωής στην κοινωνία, της φαντασίας και της δια-υποκειμενικής ζωής των ατόμων. Αυτή η ισορροπία σχετίζεται με τον πολιτισμό της κοινωνίας στην οποία ζει το άτομο» (σ.63). «Το βασικό είναι η ποιότητα των γονέων και όχι κατά πόσο είναι ετερόφυλοι ή όχι. Το σημαντικό είναι να έχεις έναν καλό άνθρωπο ως γονιό» (σ.65).

 «Η λειτουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υποκαθιστά συχνά την ουσιαστική ενημέρωση με άχρηστα μηνύματα και χαλκευμένες πληροφορίες. Αυτό, ενδεχομένως, έχει και δυσμενείς επιπτώσεις στον σημερινό πολίτη-χρήστη ο οποίος προσκολλάται στο αντιληπτικό, στο επιδερμικό, στην εξωτερική επίστρωση των πραγμάτων, αποκλείοντας τη σχέση με τον εσωτερικό του εαυτό» (σ. 74). «Τον έφηβο τραβάει στις ουσίες η επιθυμία του να αντιμετωπίσει το άγχος, την κατάθλιψη, τη μοναξιά του, γενικά τα υπαρξιακά του αδιέξοδα»  (σ.83).

 «Ο ενήλικας καλείται να πετύχει τη συναισθηματική ωριμότητα που είναι πολύ σημαντική, γιατί επιτρέπει τον αποχωρισμό από τους γονείς και ταυτόχρονα οδηγεί στην ανακάλυψη άλλων πηγών συναισθηματικής κάλυψης και ικανοποίησης των επιθυμιών. Ο ενήλικας διαθέτει πνεύμα ατομικής, αλλά και συλλογικής ευθύνης, την οποία εκφράζει ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες, τις αξίες, τις υποχρεώσεις του. Η συνάντηση με τους άλλους και η ικανότητα να δημιουργεί σχέσεις απελευθερώνουν τον εαυτό του από τον εγωκεντρισμό» (σ.93).

 «Κανένας δε γεννήθηκε κακός. Αλλά γινόμαστε κακοί. Η κακία εν σπέρματι υπάρχει σε όλους μας, πηγάζει από τις ενορμήσεις , ιδιαίτερα της επιθετικότητας, που επιτακτικά ζητάνε ικανοποίηση. Ωστόσο, το περιβάλλον στο οποίο κάποιο άτομο έζησε στα πρώτα χρόνια της ζωής του παίζει σημαντικό ρόλο στο πεπρωμένο της έμφυτης επιθετικότητας. Είναι πολύ πιθανόν η κακία να εκδηλωθεί σε παιδιά ή εφήβους που κακοποιήθηκαν, παραμελήθηκαν, γενικότερα τραυματίστηκαν. Αυτοί θα θελήσουν να πονέσουν εκείνους που τους τυράννησαν, τους κακομεταχειρίστηκαν, τους εξευτέλισαν, τους αγνόησαν, τους παραμέλησαν. Θα θελήσουν να τους εκδικηθούν, όχι μόνο αυτούς, αλλά κι άλλους που είναι αθώοι» (σ.100).

«Η συγγνώμη απαιτεί συναίσθηση της ενοχής. Να αποσπαστείς απο τον εαυτό σου και να μπεις στη θέση του ανθρώπου που πλήγωσες. Να βγεις από το ναρκισσιστικό σου κέλυφος, γιατί η έννοια της συγγνώμης περιέχει τόσο το στοιχείο της ταπείνωσής σου όσο και αυτό της εκτίμησης του άλλου. Η συγχώρεση, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη, γιατί πρέπει να διαχειριστείς και τη βλάβη που σου προκάλεσε ο άλλος. Με τη συγγνώμη δε χάνεις κάτι, επανορθώνεις βασικά τον εαυτό σου από τη μικρότητά του. Όταν συγχωρείς, δεν θες να εγκαταλείψεις τον άλλον στη μικρότητα, σε ενοχλεί η δική σου υπεροχή, του δίνεις την ευκαιρία να  αισθανθεί ίσος με σένα» (σ. 128).

«Η καταθλιπτικότητα (μια ελαφριά μελαγχολική διάθεση) εκδηλώνεται όταν κάποιες στιγμές αισθανόμαστε μια θλίψη ανεξήγητη, που όμως περνά, μετά από λίγο χρόνο. Σε αυτήν την περίπτωση, απουσιάζουν τα στοιχεία της οδύνης που έχουμε στην κατάθλιψη, όπως απουσιάζουν και οι ιδέες αναξιότητας και η ενοχή. Νομίζω ότι όλοι είμαστε τουλάχιστον λίγο καταθλιπτικοί, γιατί όλοι έχουμε κάποιες πληγές που συχνά μας κάνουν να νιώθουμε ότι ακόμη πονάνε» (σ. 168).

«Η ψύχωση είναι μια ψυχική διαταραχή κατά την οποία διαταράσσεται ριζικά η σχέση του ατόμου με την πραγματικότητα. Το άτομο, μέσα από το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις, κατασκευάζει μια νέα πραγματικότητα και με αυτήν συναλλάσσεται...ο ψυχωσικός αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το κατασκευασμένο που ζει και στην πραγματικότητα» (σ. 225επ.). Στις περιπτώσεις συζυγικής βίας η ψυχολόγος Λενόρ Γουόκερ διακρίνει τρεις φάσεις: «τη φάση δημιουργίας έντασης, τη φάση του οξέως συμβάντος κακοποίησης και τη φάση του μήνα του μέλιτος...Όμως, αν δεν υπάρξει θεραπεία, ο φαύλος κύκλος αργά ή γρήγορα θα ξαναρχίσει. Δυστυχώς, υπάρχουν εξαρτητικές σχέσεις. Συχνά τα άτομα προτιμούν μια σαδομαζοχιστική σχέση που γίνεται σχεδία για να πιαστούν, σε μια θάλασσα μοναξιάς»  (σ.253). «Ο σύγχρονος πολιτισμός διεγείρει τις ναρκισσιστικές συμπεριφορές, γιατί το άτομο απογοητεύεται από το περιβάλλον του. Οι ματαιώσεις είναι συνεχείς, η δε ρευστότητα που έχει ο σύγχρονος κόσμος εντείνει την ανασφάλεια. Έτσι, είναι φυσιολογικό το άτομο να καταφεύγει στον εαυτό του και να βρίσκει καταφύγιο σε μια ναρκισσιστική θωράκιση. Αυτήν τη θωράκιση ευνοεί, για το συμφέρον του, ο σύγχρονος καταναλωτικός καπιταλισμός...Ο ναρκισσισμός διεγείρεται από την αναταραχή της  σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Οι κίνδυνοι που απειλούν τον πλανήτη είναι σημαντικοί και έχουν αναγνωριστεί, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι τους αποκλείουν από τη ζωή τους και εστιάζουν τις δραστηριότητές τους σε ιδιωτικές στρατηγικές επιβιώσεις, διαψεύδοντας την πραγματικότητά τους» (σ. 269). «Σε κάθε σχέση μέσα στον πολιτισμό, για να λειτουργήσει, απαιτείται κάποια αποποίηση της πλήρους ελευθερίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ενορμήσεις...αποδεχόμαστε τους περιορισμούς της ελευθερίας που επιβάλλουμε στον εαυτό μας, γιατί η αγάπη προς το πρόσωπο με το οποίο συνδεόμαστε είναι πιο σημαντική και αποφέρει ικανοποίηση σε πολλά επίπεδα» (σ.286).

«Μια θεραπεία τελειώνει όταν αναλυόμενος και αναλυτής συμφωνήσουν ότι η εργασία που ήθελε να επιτελέσει ο ασθενής έχει φτάσει σε ένα τέρμα. Όταν, δηλαδή, ο αναλυόμενος έχει αποκτήσει έναν τρόπο ζωής απαλλαγμένο από τα συμπτώματα που τον έφεραν ενώπιον του θεραπευτή και είναι ευχαριστημένος να ζει, να σχετίζεται και να δουλεύει. Μια μεγάλη κατάκτηση στο τέλος της ανάλυσης είναι η στιγμή που ο ασθενής έχει εσωτερικεύσει τη μεθοδολογία επεξεργασίας των συγκρούσεων. Όταν ο ασθενής αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να αναλάβει μόνος του αυτή τη λειτουργία, είναι σαν τον νέο οδηγό που μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον δάσκαλο» (σ. 327).

«Στον σύγχρονο πολιτισμό, η αναζήτηση του αληθινού εαυτού είναι γενικά κάτι που έχει παραμεριστεί. Η σημαντικότερη επιδίωξη στις μέρες μας είναι να φαίνεσαι ευτυχής και αυτό να επιδεικνύεις στους άλλους. Να επιδεικνύεις το σπίτι σου, το αυτοκίνητό σου, τα ακριβά ρούχα σου, τα παιδιά σου, τις πολυτελείς συνήθειές σου. Να τους δείχνεις ότι εσύ τα κατάφερες. Στις μέρες μας είναι σκάνδαλο, είναι κατάρα να μην είσαι ευτυχής, κάτι που επιτάσσει το λάιφ στάιλ. Η αποτυχία στο κυνήγι της ευτυχίας αντιμετωπίζεται πλέον ως αναπηρία, αφήνει μια ανοιχτή ναρκισσιστική πληγή. Η σύγχρονη εποχή επιβάλλει καταναγκαστικά να είμαστε ευτυχείς. Σήμερα, το να μην είσαι ευτυχής περιγράφει τη δυστυχία σου. Εκεί φυτρώνει ο φθόνος, η απληστία και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα του ναρκισσιστικού πολιτισμού, με πιο μεγάλο, θα έλεγα, τη μη ανοχή του πόνου»  (σσ. 340-341). Όμως, «το πόσο ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εξαρτάται από την προστασία, τη στήριξη και την αγάπη που νιώθει από τους άλλους» (σ.339).  

Τα όσα διαμείβονται στον διάλογο αφήνουν να διαφανεί η μεγάλη ανάγκη της πνευματικότητας που έχουμε οι άνθρωποι, η ανάγκη της σχέσης με Θεό και συνάνθρωπο και η θεώρηση της ζωής στην ουσία της που είναι η αγάπη, η υπέρβαση του ΕΓΩ που φέρνει την καταξίωσή μας και την πληρότητα. Ό,τι μοιράζεσαι, όπου νικάς την αυτάρκειά σου, ό,τι σε ελευθερώνει από εξαρτήσεις (για μας η δύναμη της πίστης) είναι η βάση για τη θέαση της ζωής στην προοπτική της πληρότητας και όχι της εγωτικής πλησμονής, η θέαση της ύπαρξης ως ενιαίας ψυχοσωματικής  οντότητας που θέλει να αγαπήσει για να ολοκληρωθεί. Αυτό είναι και το όραμα της Εκκλησίας για τον άνθρωπο και τον κόσμο,, το οποίο όμως δυσκολευόμαστε όσο περιορίζουμε την πίστη σε μια κανονιστική θρησκευτικότητα.

Ένα βιβλίο πολύτιμο και ενδιαφέρον!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

20 Αυγούστου 2024